Σαρακατσιάνος ο ίδιος, γεννημένος στη στάνη, όπου έζησε τα παιδικά του χρόνια στις αρχές του εικοστού αιώνα, τα όσα γράφει είναι, κατά το μεγαλύτερο μέρος, ζωντανή μαρτυρία. Και σαν τέτοια είναι μια συνεισφορά στη λαογραφία μας, με το να μπει αυτό το υλικό στη διάθεση του λαογράφου και του κάθε ειδικού ερευνητή και επιστήμονα.
Γράφει για τους Σαρακατσιαναίους, μολογώντας τα όσα έζησε μικρό παιδί στα κονάκια, συμπληρωμένα και με όσα ερεύνησε και έμαθε από συνομήλικούς του, αλλά κι από γεροντότερους.
Χώρ'σα του λειβάδ' σ' απουλσιές και κάθι μέρα απόλαγα τά πρότα σί μίνια. Μιά μέρα εκεί απο'βοσκαν στου παστρικό και ήταν λαρωμένα κι' ακούγονταν μαναχά τά κ'δούνια τ'ς, πετάχ'κι μέσα απ'τού ρέμα ένας λύκους. Ενα θηριό μέχρι εκεί απάν'. Σκιάχκαν τά πρότα, πρόγκ'σαν κι σκρόπ'σαν κατ' ιδώ και κατ'ικεί. Ου λύκους πήρε από κοντά να κυνηγάει μιά λάϊα πρατίνα. Η καημέν' σα νά 'ξερε πού ήμαν κι' έρχονταν κατ' ιμένα. Μόλις τ'ν είδα να τρέχ' αλαφιασμέν' είδα κι του λύκου νά τ'ν κυν'γάει. Χούϊαξα μ' όλ' τ' δύναμ' τ'ς φωνής μ'. Η πρατίνα συνέχ'σι να πλαλεί. Ού λύκους σκιάχκι. Σταμάτ'σι. Μί τήραξει αγριεμένος.
ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ-ΕΝΝΟΙΑ-ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ
Οι λέξεις που παρατίθενται και ετυμολογούνται είναι από τα δύο βιβλία του Νίκου Κατσαρού: "ΑΡΧΑΙΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΡΙΖΕΣ ΤΟΥ ΣΑΡΑΚΑΤΣΙΑΝΙΚΟΥ ΛΟΓΟΥ" πρώτο και δεύτερο μέρος και υπερβαίνουν τις 900. Οι 530 είναι από το πρώτο βιβλίο του, Εκδόσεων Ι.ΣΙΔΕΡΗΣ και οι 392 από το δεύτερο βιβλίο. Είναι ένας σοβαρός αριθμός που μπορεί να θεμελιώσει σταθερά και σίγουρα από γλωσσολογικής πλευράς την αλήθεια ότι οι Σαρακατσιαναίοι είναι ένα αρχαίο ελληνικό φύλο. Αρκετές από τις παρατιθεμένες λέξεις γράφονται για πρώτη φορά.
Αγαπητέ αναγνώστη,
Προσπάθησα να γράψω μια λαλιά που μίλησα και δεν την έγραψα , ούτε εγώ, ούτε κάποιος άλλος. Μια λαλιά ως ηχώ και όχι ως γραφή.
Δεν ξέρω αν το ότι το Σαρακατσάνικο ιδίωμα είναι προφορικό μου δίνει το "γλωσσική αδεία" στα ορθογραφικά λάθη, αλλά πιστέψετε με, πολλές φορές με προβλημάτισε η ορθογραφία των λέξεων.
Αναζητώντας βοήθεια στα διάφορα λεξικά που κυκλοφορούν εύρισκα τη λέξη διαφορετικά γραμμένη. Έτσι επέλεγα με κάθε ειλικρίνεια την πιο "αισθητική" για μένα, γραφή. Δεν νομίζω όμως γενικά από την εμπειρία που απέκτησα να υπάρχουν κάποιοι ειδικότεροι κανόνες. Εύχομαι να βρεθούν ειδικότεροι εμού και να μας δώσουν κάποιες ορθογραφικές κατευθύνσεις. Ως τότε θα μιλάμε τη Σαρακατσάνικη λαλιά, δεν θα την γράφουμε. Όπως συνέβαινε αιώνες τώρα.
Στο Βιβλίο του «ΑΡΜΑΝΟΙ-ΟΙ ΒΛΑΧΟΙ» ο έγκριτος δημοσιογράφος Νίκος Μέρτζος, βλαχόφωνος Έλληνας ο ίδιος, δήμαρχος Νυμφαίου Φλώρινας, συμφοιτητής και στενός μου φίλος, παρουσιάζει "επιφανείς, αλλά όχι όλους τους επιφανείς βλαχόφωνους Έλληνες", σπουδαίους επιστήμονες, καθηγητές ανωτάτων σχολών, κληρικούς, επιχειρηματίες, ευεργέτες, καλλιτέχνες, πολιτικούς, πολεμιστές, μάρτυρες. Στο βιβλίο του και στο συνημμένο σ' αυτό λεύκωμα "παρελαύνουν οι ίδιοι αυτοπροσώπως". Και όπως παρατηρεί στο ερώτημα που απευθύνεται στον καθένα τους "τι είσθε" εκείνοι "αρνούνται αγέρωχοι να απαντήσουν. Δεν απολογούνται. Διότι λόγο δίδουν μόνο στη συνείδηση τους και στο Έθνος τους. Ωστόσο ομιλούν τα έργα τους, ο πολιτισμός τους, η κοινωνία τους και η ίδια η ζωή τους". Οι σελίδες του έργου του, όπως γράφει ο ίδιος, "είναι σελίδες γραμμένες με το αίμα της καρδιάς".
Είναι μία προσπάθεια που αφετηρία έχει τα νάματα της απώτερης ελληνικής προϊστορίας με την εμφάνιση στο προσκήνιο της ιστορίας των πρωτοελλήνων σε μία διαχρονική πορεία που καταλήγει στην σύγχρονη εποχή. Μία διαχρονική διαδρομή, έναν ομφάλιο λώρο που συνδέει τις ιστορικές πηγές της αρχαιοελληνικής γραμματείας με τα πορίσματα των σύγχρονων επιστημονικών ερευνών και ταυτόχρονα να ταυτίζονται με την νομαδική παράδοση των Σαρακατσιαναίων όπως την γνωρίσαμε ανόθευτη από τους πατεράδες και τους παππούδες μας τους τελευταίους κοινωνούς αυτής της πανάρχαιας ελληνικής νομαδικής παράδοσης.
Η ζωή τους πάντα να διέπεται από νόμους άγραφους, αρχέγονους, αδέκαστους, με το δίκιο γραμμένο στο σφίξιμο των χεριών. Αταλάντευτος ο λόγος, πρώτα η τιμή μετά η ζωή. Τί να την κάνεις άλλωστε τη ζωή χωρίς τιμή! Φίλος με τ' άστρα, με τον ήλιο, με το φεγγάρι, τα δέντρα και τα πουλιά! Ψυχή που χρωματίζεται από όλα αυτά και τους ανταποδίδει φως ,ζωντάνια ! Αισθήσεις χρωματισμένες γεμάτες αρώματα που γίνονται τραγούδια. Αυτή ήταν η ζωή των Σαρακατσάνων. Και η μάνα πάντα να τους λείπει!
Κάτω από αυτές τις συνθήκες τα έζησα, τα αγάπησα και τα τραγούδησα τα τραγούδια μας!
Κι έτσι θέλω να σας τα μολογήσω: Από καρδιάς, με την ψυχή, απλά όπως τα αισθάνθηκα κι όχι φιλολογικά!
Ένας Θεός, καθισμένος πάνω απ' τη σκεπή του φτωχικού με ανοιχτή την αγκαλιά, να τους αγκαλιάζει όλους. Ράτσα περήφανη, ανεξάρτητη, με πάθος για λευτεριά, μόνο στην αγκαλιά Του φυλακίζεται! Καμιά άλλη φυλακή δεν μπορεί να τους πάρει, καμιά σκλαβιά δεν υπομένουν. Κακοτράχαλα βουνά, ταλαιπωρία η ζωή τους αλλά ψυχή λεύτερη! Αέρας που σαρώνει στο πέρασμα του, η αγάπη στην καρδιά των νιότερων π' αντιλαλούν τον έρωτα, την προσμονή και την ομορφιά στα πέρατα, πάνω από κάμπους, πάνω από βουνοκορφές.
Για χιλιάδες χρόνια, μια μεγάλη ανθρώπινη δύναμη ζούσε στην Ήπειρο, αλλά και σε άλλες περιοχές της χώρας μας, αυτή ήταν οι Σαρακατσαναίοι. Είχαν κατακτήσει τα β'νά, τα λαγκάδια, τα διάσελα με τα κοπάδια τους, με το κελάηδισμα από τα γαλαροκούδουνα, τις λαμαρίνες, τα κυπριά και τις ντουζίνες. Γκιζέραγαν καβάλα στα άλογα τους, τα μπενέκια, διασχίζανε μέρα νύχτα τα μονοπάτια και τα δρομάκια μέσα στα δάση, στα πεύκα, στα έλατα, στις οξιές για να πάνε στα γρέκια, στις στάνες, στα κονάκια. Τους καλοκαιρινούς μήνες στα βνά, τους χειμερινούς στα χειμαδιά. Αυτοί ήταν οι Σαρακατσαναίοι.
Τα λυγαρίσια λυτάρια
Στη Ραψωδία I, στίχοι 427-428, της Οδύσσειας ο Οδυσσέας διηγείται στο βασιλιά Αλκίνοο και στους Φαία- κες πως κατάφερε να βγάλει τους συντρόφους του από τη σπηλιά του Κύκλωπα Πολυφήμου, αφού πρώτα τον τύφλωσε. Στο κοπάδι του Πολύφημου μέσα στη σπηλιά του υπήρχαν κριάρια δυνατά και ψηλά. "Τους ακέων συνέεργον ευστρεφέεσι λύγοισι, τής έπι Κυκλωψ εύδε πέλωρ...." δηλαδή αυτά χωρίς θόρυβο, έδεσα ανά τρία με ευ- κολοστριμμένα κλαδιά λυγαριάς, πάνω στα οποία κοιμόταν ο πελώριος Κύκλωπας. Και συνεχίζει: "6 μέν έν μέσω άνδρα φέρεσκε Τώ δ' ετέρω εκατέρωθεν ίτην σώζοντες εταίρους (στίχοι 429-430)", δηλαδή το ένα στη μέση μετέφερε έναν άνδρα, τα δε άλλα δύο από τις δύο πλευρές βάδιζαν σώζοντας τους συντρόφους μου.
1.Πολλά έχουν γραφεί για την προέλευση του ονόματος Σαρακατσάνοι. Πολλοί ασχολήθηκαν με την ετυμολογία του. Οι απόψεις που είχαν διατυπωθεί μέχρι το 1945 καταγράφονται στη μελέτη του Δ. Γεωργακά "ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΑΙΩΝ ΤΗΣ ΘΡΑΚΗΣ” που δημοσιεύθηκε στο "ΑΡΧΕΙΟ ΘΡΑΚΙΚΟΥ ΘΗΣΑΥΡΟΥ" το Α' μέρος στον τ. 12 1945-1946 και το Β' μέρος στον τόμο 14 1947-1948.
Εκτεταμένη αναφορά στις πολλές γνώμες που έχουν διατυπωθεί για το ίδιο όνομα κάνει και η Αγγελική Χατζημιχάλη στο κλασσικό και περισπούδαστο έργο της "ΟΙ ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΟΙ" (τόμος πρώτος, μέρος πρώτο σελ. ξζ και επ). που εκδόθηκε το 1957. Η Αγγελική Χατζημιχάλη αναφέρεται και στο έργο του Δ. Γεωργακά και εκθέτει και τις προσωπικές της απόψεις.
Οι υπηρεσίες της, όχι μόνο στην οικογένεια, αλλά και σ’ όλο το τσελιγκάτο είναι περισσότερες από εκείνες του άνδρα. Όσοι έγραψαν για τους Σαρακατσιάνους και δεν έκαναν ειδική αναφορά στην προσφορά της σαρακατσιάνας στη στάνη, στο τσελιγκάτο, στη σαρακατσιάνικη οικογένεια, άφησαν ένα τεράστιο κενό. Αδίκησαν τη σαρακατσιάνα γυναίκα.
Ο Νίκος Κατσαρός, με αφορμή το θάνατο της σαρακατσιάνας μάνας του, που ήταν ένα πρόσθετο κέντρισμα να αναλογιστεί τη θέση της γυναίκας και την προσφορά της στην οικογένεια, στη στάνη και στο τσελιγκάτο, έγραψε τον... "Υμνο στη Σαρακατσιάνα"
Γεννήθηκα στον Αλμυρό Βόλου κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου. Σε σύνολο επτά παιδιών στην οικογένεια ήμουν ο 6ος. Η εξιστόρηση γεγονότων από τη ζωή μου αφορά την ηλικία επτά ετών και πάνω, δηλαδή από το 1955 και εντεύθεν. Τα χρόνια εκείνα με τη λήξη του πολέμου μετακομίσαμε στην Ευξεινούπολη Αλμυρού σε κρατικά σπίτια που παραχωρήθηκαν κυρίως για τους πρόσφυγες της Μικράς Ασίας (εξού και το όνομα του χωριού) και τα κενά σπίτια που απέμειναν εδόθησαν σε πολύτεκνες κυρίως οικογένειες των Σαρακατσαναίων.
Είναι καταρχήν σχεδόν αδύνατο να κατανοηθεί σήμερα αυτό το συναίσθημα της ντροπής και κυρίως είναι αδύνατο να κατανοηθεί η έκταση και η ένταση του. Καταλάμβανε όλους, μέχρι τον τελευταίο στο τσελιγκάτο: παππούδες, γιαγιάδες, άνδρες, γυναίκες και παιδιά. Όλοι κάποιον ντρέπονταν και τον ντρέπονταν βαθιά και με ειλικρίνεια. Και ο κάποιος αυτός ήταν ο μεγαλύτερος στην ηλικία. Πολύ δε περισσότερη ντροπή αισθάνονταν απέναντι στους μεγαλύτερους, στους σεβάσμιους.
Οι Σαρακατσάνοι υπήρχαν σαν νομάδες ποιμένων από την αρχαιότητα και μολονότι δεν υπάρχουν πολλά γραπτά στοιχεία που να το βεβαιώνουν, εντούτοις η ίδια η ιστορία του βιοπορισμού των αρχαίων Ελλήνων το τεκμηριώνει αδιαφιλονίκητα. Γιατί γνωρίζουμε ότι από μυθική ακόμα εποχή υπήρχαν πολλά κοπάδια προβάτων.
Η άποψη ότι στα ελληνικά Κράτη-Πόλεις, που ήταν κατά την αρχαιότητα οριοθετημένα και δεν ήταν δυνατή η μετακίνηση των νομάδων, δεν αφορά τις, σε περιορισμένο χώρο, μετακινήσεις των νομάδων κτηνοτρόφων, γιατί είναι γνωστό ότι την κτηνοτροφία στην Ελλάδα κανένας κατακτητής δεν μπόρεσε ή δεν θέλησε να την εξαφανίσει ίσως για λόγους εθνικής κιόλας οικονομίας.
ΓΕΝΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
1. Οι Σαρακατσάνοι, με όλα τα ανθρωπολογικά και παλαιοανθρωπολογικά δεδομένα, αναδεικνύονται ο αρχαιότερος λαός της Ευρώπης. Αποτελούν μία αδιάλειπτη βιολογική συνέχεια του Homo sapiens, όπως εμφανίζεται στην Παλαιολιθική Εποχή με αρκετά υπολείμματα γνωρισμάτων που οδηγούν στα ίχνη των Αρχανθρώπων της Κατώτερης Παλαιολιθικής, όταν το Ανθρώπινο Γένος αρχίζει να παίρνει τη σημερινή του μορφή και να εμφανίζει έντονα χαρακτηριστικά Σύγχρονου, Σοφού, Λογικού και Κοινωνικού όντος με έναρθρη λαλιά, δηλαδή πριν από περίπου 700.000 χρόνια.
Εκδόθηκε ο δεύτερος τόμος του ανέκδοτου υλικού της μελέτης της Αγγελικής Χατζημιχάλη για τους Σαρακατσάνους.
Ο τόμος αποτελεί επανέκδοση τμήματος της ιστορικής έκδοσης του 1957, αποτέλεσμα της εμπεριστατωμένης επιτόπιας και βιβλιογραφικής έρευνας της μεγάλης Ελληνίδας λαογράφου.
Περιλαμβάνει τα κεφάλαια που αναφέρονται στη στάνη και στα καλύβια ή κονάκια, την οικονομική, δηλαδή, και οικιστική οργάνωση των Σαρακατσάνων.
Οι «Σαρακατσάνοι» της Αγγελικής Χατζημιχάλη είναι και έργο εθνικής προσφοράς. Σε μια εποχή που μεσουρανούσαν ανόητες θεωρίες διαστροφής της αλήθειας ως προς την αρχαιοελληνική καταγωγή των Νεοελλήνων, ή εθνικιστικές πολιτικές, που αμφισβητούσαν την ελληνική καταγωγή των Σαρακατσάνων και τους ονόμαζαν μειονότητά, η γραφίδα της Αγγελικής και η στεντόρεια φωνή των «Σαρακατσάνων» της, διέλυσαν κατασκευές, αποκάλυψαν σκοπιμότητες, επέβαλαν αλήθεια. (Απόσπασμα από την παρουσίαση της έκδοσης)
«Το δασκαλοκάλυβο είχε στηθεί και καρτερούσε τα παιδιά
-Αύριο βάζουμε μπροστά, μπαρμπα-Κίτσιο.
-Όχι, δάσκαλι. Απού Τιτράδη' τ(η)ν Τρίτ' του ξιτάζουμι.
...Η αυγούλα λούστ(η)κε., χτενίστ(η)κε... έβαλε βάμμα στα χείλη της και κατέβηκε την Τετάρτη στο β(ου)νί πολύ πρωί, μπουνώρα.
Μέσα στη σιγαλιά του πρωιού ακούστηκε το τραγούδι του κουδουνιού. Το πήρε το φλύαρο αγιάζι και το έστειλε στα κορφοβούνια, στα πλάγια, στα πετρωτά, στις λαγκαδιές, στα διάσελα, στα σύρραχα. Το σχολειό άρχιζε! Τα βοσκόπουλα, με τα τριανταφυλλίσια πρόσωπα, ήταν έτοιμα.
Αναμνήσεις και βιώματα
Άρχισα να ασχολούμαι με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης εδώ και λίγα χρόνια και πάντως πολύ μετά τον θάνατο της λατρεμένης μου γυναίκας, της Μαρίκας. Έμεινα μόνος και έπρεπε με κάτι να ασχοληθώ, κάπου να διοχετεύσω την όποια δύναμη έκλεινα μέσα μου. Και εκεί βρέθηκε μπροστά μου το Φ/Β. Σε όποια παρέα νέων και αν βρισκόμουνα, από τις ελάχιστες που βρίσκονταν στον δρόμο μου και μπορούσα να προσεγγίσω, πάντοτε ο λόγος κατέληγε στο Φ/Β. Θυμάμαι, βρέθηκα στο χωριό μου, στον Πέτρινο, μουσαφίρης και, όπως γίνεται στις περιπτώσεις αυτές, ήλθαν οι συγγενείς να με καλωσορίσουν και αρχίσαμε το κουβεντολόγι: Τι κάνει ο Γιάννης; Πώς τα έχετε τα παιδιά; Τα σιτάρια καλά είναι; Και άλλα συναφή. Τότε συνειδητοποίησα για πρώτη φορά ότι ήμουν σκράπας από νέες τεχνολογίες, οι οποίες ήταν αρκετά γνωστές στη νεολαία του χωριού μου. Μάλιστα οι μανάδες των παιδιών αναφέρονταν με περηφάνια στο Φ/Β. «Ο δικός μου ο γιος το Φ/Β το παίζει στα δάκτυλα», η μία. Η άλλη μάνα, «εμένα η κόρη μου ασχολείται με τις ώρες με αυτόν τον διάβολο, δεν ξέρω τι θα απογίνει! Ο Θεός να βάλει το χέρι Του». Και οι αμφιβολίες να τρυπώνουν στις ψυχές των αθώων γυναικών και να τις τυραννούν.
Μια βιβλιογραφική έρευνα της Ελένης Βασιλικής Αλέξη, που στόχο έχει τη χαρτογράφηση των στοιχείων που συνθέτουν τον σαρακατσάνικο βίο αλλά και το χωρικό και αρχιτεκτονικό τους αποτύπωμα.
Η μελέτη του σαρακατσάνικου οικισμού αποτελεί μέρος μιας ευρύτερης ανησυχίας για την διάσωση και διατήρηση της εφήμερης αρχιτεκτονικής των νομαδικών λαών, η οποία μη αφήνοντας πίσω της σημάδια και κατάλοιπα χάνεται ανεπιστρεπτί.
Η παρούσα ερευνητική εργασία εκπονήθηκε στα πλαίσια του μαθήματος ‘’Μεταβυζαντινή και Παραδοσιακή Αρχιτεκτονική στον Ιστορικό Ελληνικό Χώρο (16ος-19ος αι,)’’ , το ακαδημαϊκό έτος 2018-2019,με διδάσκων τον Δρ. Σοφοκλή Κωτσόπουλο στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Δυσκολεύομαι να πιστέψω ότι έχουν περάσει είκοσι οχτώ χρόνια από τότε που κυκλοφόρησε αυτό το βιβλίο για πρώτη φορά. Δεν έχω να προσθέσω πολλά πράγματα στην εισαγωγή που είχα γράψει εκείνο τον καιρό, παρά μόνο για να πω ότι οι αλλαγές στην Ελλάδα συνεχίστηκαν με ακόμα πιο γοργό ρυθμό, ως και στην απομακρυσμένη και όμορφη γωνιά της Μάνης όπου γράφονται αυτά τα λόγια.
Εκεί ψηλά, στη Βόρεια Ελλάδα, που είναι το θέμα αυτού του βιβλίου, φαίνεται ότι τα πράγματα έχουν αλλάξει με ανάλογη ταχύτητα. Οι Σαρακατσάνοι έχουν σχεδόν όλοι αποκτήσει μόνιμες εγκαταστάσεις. Όταν μια ολιγάριθμη πλέον οπισθοφυλακή αποφασίζει να ξεκαλοκαιριάσει σε κάποια απόκρημνη πλαγιά της Πίνδου, τα κοπάδια είναι πολύ μικρότερα από τα μεγάλα ποίμνια που ξεκινούσαν ανήμερα τ' Αϊ-Γεωργιού για τα καλοκαιρινά τους βοσκοτόπια.