Ένα ενδιαφέρον άρθρο του Βασιλείου Μόλαρη, για την καταγωγή και προέλευση του ονόματος των Σαρακατσαναίων.
ΜΕΡΟΣ A'
Σαρακατσάνοι η Σαρακατσαναίοι ένας πανάρχαιος πρωτοελληνικός (αυτόχθων) νομαδικός λαός. Με την ύπαρξή του, την παράδοσή του, μαρτυρά πως οι Σαρακατσάνοι και γενικότερα οι Έλληνες είναι ο αρχαιότερος λαός της Ευρώπης, μα και ο λαός με την αρχαιότερη και ωραιότερη γλώσσα μητέρα όλων των γλωσσών της Ευρώπης.

Οι Σαρακατσάνοι νομάδες εξασκώντας αποκλειστικά την μετακινούμενη κτηνοτροφία, την πρωταρχική αυτή μορφή του νομαδισμού από τα πανάρχαια χρόνια ως και στα μέσα του αιώνα μας, είναι ο ίδιος αυτόχθων λαός μα και το καλύτερο αποδεικτικό μέσον κάθε επιστήμονα προς τεκμηρίωση.

Ένας λαός που ζει περιπλανώμενος, ανεξάρτητος, πότε στα ψηλά βουνά και πότε στα χειμαδιά, ανά εξάμηνο. Ο μετακινούμενος νομαδισμός δίνει την δυνατότητα εκμεταλλεύσεως της φυσικής χλωρίδας για την διατροφή των αιγοπροβάτων με ελάχιστο κόστος, αλλά και εξασφάλιση επιβίωσης. Ο χώρος πού κινούνται οι Σαρακατσάνοι είναι κυρίως ο ορεινός ηπειρωτικός όγκος της Πίνδου αρχικά. Κατόπιν εξηπλώθησαν σ` όλη την χερσόνησο τού Αίμου αλλά ως και τα Μικρασιατικά παράλια. Μετά τούς βαλκανικούς πολέμους χαράζονται νέα σύνορα με αποτέλεσμα πολλΟι Σαρακατσάνοι να μείνουν αποκλεισμένοι σε γειτονικές χώρες. Από το 1930 περίπου αρχίζει η "αστικοποίηση" των Σαρακατσάνων στον Ελλαδικό χώρο και στην συνέχεια με το τέλος του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου και σε άλλες χώρες της Βαλκανικής. Με την εγκατάσταση σε χωριά και την δημιουργία μόνιμης εστίας αρχίζει ο μαρασμός τού πανάρχαιου αυτού τρόπου ζωής τού μετακινούμενου νομαδισμού. Ο αείμνηστος λογοτέχνης μας Στέφανος Γρανίτσας (Στα ήμερα τού βουνού και τού λόγγου) θα μας πεί: "Οι Σαρακατσάνοι είναι οι καταλαγαρότεροι Έλληνες". Μια φράση με λίγα λόγια αλλά πλούσια σε νόημα και αλήθεια.

Οι Σαρακατσάνοι προκάλεσαν το ενδιαφέρον πολλών ερευνητών Ελλήνων και ξένων, επιστημόνων Ευρωπαϊκών Πανεπιστημίων, Βρετανικών και Ελληνικών όπως τού Α.Π.Θ. με επικεφαλής τον καθηγητή κ. Τριανταφυλίδη. Πολλά έχουν γραφεί από ξένους και Έλληνες ερευνητές, και έτσι διαμορφώθηκαν πολλές θεωρίες για τούς Σαρακατσάνους. Πολλές θεωρίες σχετικά με το θέμα της καταγωγής μα και για την ετυμολογία τού ονόματός τους. Έτσι έχουμε εκδοχές περί Ρουμάνων εξελληνισθέντων, η περί Ιλλυροθρακών, η Αρβανιτών Ελληνοφώνων, η ακόμη και Σλάβων εξελληνισθέντων. Όλες αυτές οι εκδοχές οι περισσότερες είναι εκ τού πονηρού και κρύβουν εθνικοπολιτικές σκοποιμότητες. ΠολλΟι όμως, Έλληνες και ξένοι, διατύπωσαν ότι οι Σαρακατσάνοι είναι καθαρά Ελληνικό φύλλο και αποκλειστικά Ελληνόγλωσσο. Η αλήθεια βρίσκεται στην καρδιά κάθε Σαρακατσάνου πού νιώθει και κτυπά Ελληνικά, ίσως δυνατότερα από κάθε άλλη φορά σήμερα.

Πολλούς ερευνητές απασχόλησε και η προέλευση τού ονόματος των Σαρακατσάνων, ξένους όπως τούς: K. HOENG, A. PHILIPSON, CAMPEL, και Έλληνας όπως τούς: Π. Αραβαντινό, Ι. Λαμπρίδη, Δ. Γεωργάκα, Γ. Κότζιουλα, Β. Σκαφιδά, Δ. Στατήρα, Κ. Λαζαρίδη, και άλλους. Κι` εδώ ενεφανίσθησαν πολλές εκδοχές πού περιληπτικά μας αναφέρει ο Δ. Γεωργάκας ώστε προέκυψαν δώδεκα ετυμολογίες τού ονόματος των Σαρακατσάνων ("Περί της Καταγωγής των Σαρακατσάνων και τού ονόματος αυτών". Αρχείο Θρακικού Λαογραφικού και γλωσσικού θησαυρού. 14 (1948-49) σελ. 193-270).

1. Σακαρέτσι - Σακαρετσιάνος
2. Παρακατσάνος - Καρακατσάνος
3. Συράκο και Κατσάν, Συρακοκατσαναίοι
4. Καρά - Κατσιάνο - Καρακατσιάνο
5. Καρά - Κατσάν - Καρακατσάνος
6. Καρά και σαρί Κατσάν
7. Κίρ και Κατσάν
8. SARAK και (α) CANI
9. CARICAT - IAN
10. SARICA - Σαρακατσάνος
11. SARACY - (a) CAN
12. Σαράν και Κατσάν.

Με λίγη προσοχή διαπιστώνει κανείς ότι οι προαναφερόμενες κυρίως εκδοχές βασίζονται η σε κάποιο τοπωνύμιο (Συράκο, Σακαρέτσι) η σε κάποιο δήθεν στοιχείο ιδιαιτερότητας πού έχουν οι Σαρακατσάνοι, φυγάδες (καρά και κατσάν), η και από αντικείμενα (SARICA = Φλοκάτη).


Καμία όμως από τις εκδοχές δεν έχει πάρει σαν βάση την πραγματική ετυμολογική έννοια της λέξης Σαρακατσάνος ως προς τον τρόπο διαβίωσης και επαγγελματικής απασχόλησής τους. Δηλαδή ότι οι Σαρακατσάνοι ήταν νομάδες σκηνίτες από την αρχαιότητα και ζούσαν σε καλύβες στα βουνά, γιατί οι Σαρακατσάνοι θεωρούν ως τόπο τους τα βουνά και όχι τα χειμαδιά όπου αναγκαστικά καταφεύγουν. Οι προαναφερόμενες εκδοχές παρουσιάζουν σχετικά μικρή την "ηλικία" των Σαρακατσάνων, διότι από μόνες τους δίνουν ηλικία μερικών αιώνων μόνον -πράγμα αδύνατο- κι` έτσι αποκρύπτουν, θα έλεγα, την αλήθεια για τον πανάρχαιο αυτό λαό και μάλιστα τον αρχαιότερο της Ευρώπης!


Προσωπικά, ως Σαρακατσάνος, καμία από τις προαναφερόμενες εκδοχές δεν με ικανοποιεί και πάντα υπήρχε η αμφισβήτηση, που με ωθούσε στη διατύπωση σοβαρών ερωτημάτων όπως:

- Είναι δυνατόν επιστήμονες σε διεθνή συνέδρια να κηρύττουν ότι οι Σαρακατσάνοι είναι οι αρχαιότεροι στην Ευρώπη και αυτΟι να έχουν ένα πολύ νεότερο όνομα και μάλιστα λατινόφωνο;
- Πώς μια συντηρητική κοινωνία πού μιλά πεισματωδώς μόνο Ελληνικά θα ασπάζονταν ένα ξενόγλωσσο όρο;
- Ήταν δυνατόν ένας ολοκληρωτικά νομαδικός λαός από την αρχαιότητα, να προϋπήρξε ημινομαδικός και μάλιστα να πάρει το όνομά του από τοπωνύμιο;
- Είναι δυνατόν από κατοίκους πού ζούσαν μόνιμα σε κάποιο χωριό να το εγκαταλείψουν και να δημιουργηθεί ένας ολόκληρος νομαδικός λαός ανθρώπων;
Κατά προσωπική εκτίμηση τολμώ να πω πώς το Ελλάς προήλθε από την αρχαία Ελλοπική ρίζα ΕΛ= ύψωμα, βουνό.
Αλλά και από το ρήμα Ελαύνω (ΙΩΑΝΝΗ ΡΩΣΣΗ: "ΛΕΞΙΚΟ ΑΝΩΜΑΛΩΝ ΡΗΜΑΤΩΝ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ" Εκδόσεις Ι. ΡΩΣΣΗ) = ωθώ, βάλλω τα εις κίνησιν, διώκω τί εμπρός μου.

Δηλαδή οι Έλλοπες - ΕλλΟι πήραν το όνομά τους από τον κτηνοτροφικό αυτόν όρο πού έλαυναν το ποίμνιό τους.

Και ο αείμνηστος ΗΛΙΑΣ ΤΣΑΤΣΟΜΗΡΟΣ ("ΙΣΤΟΡΙΑ ΓΕΝΕΣΕΩΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ" ΑΘΗΝΑ 1991 Εκδόσεις ΔΑΥΛΟΣ) πού ασχολήθηκε πολύ με την ετυμολογία των λέξεων της αρχαίας Ελληνικής γλώσσας θα μας επιβεβαιώσει: "Σελλός, Ελλός και Έλλην υπήρξαν οι κτηνοτρόφοι πού εποίμαναν και το λόγο. Νομίζω δε ότι ίσως το όνομα Σελλός κρύφθηκε αλλά δεν χάθηκε στην σήμερα εν χρήση λέξι (Τ)σελ-(ι)γκας. Πόσοι άραγε λαΟι μπορούν να ισχυρισθούν οτι το όνομά των δεν προέρχεται από τοπωνύμιο αλλά από την σύνθεση στοιχείων τού πανάρχαιου βίου των και την πορεία των προς τον πολιτισμό της οικουμένης;"

Λόγια λιτά αλλά αληθινά. Πώς μπορεί κανείς να αμφισβητήσει οτι ο Ελλός, Σελλός, Έλλην, Πελασγός δεν ήταν ο ίδιος λαός με την ίδια αρχική κοιτίδα την Ήπειρο, την αρχαία Ελλοπία όπως αναφέρουν οι αρχαίοι συγγραφείς και η πρωταρχική ασχολία τους ήταν η κτηνοτροφία και ο νομαδισμός;


Ο αρχαίος ιστορικός Στράβων μας αναφέρει ότι το Πελασγός ανάγεται από το Πελαργός (Πελευ + άργος. αυτόν δηλ. πού πηγαίνει στο άργος = πεδιάδα). Δηλαδή ΠελασγΟι η ΠελαργΟι ονομάσθηκαν οι νομάδες πρωτοέλληνες πού μετανάστευσαν στίς πεδιάδες. Οι μετακινούμενοι νομάδες πού πήγαιναν χειμώνα στις πεδιάδες (χειμαδιά) και το καλοκαίρι στα βουνά. Φαινόμενο πού το μαρτυρεί ο Σοφοκλής (496 - 406 π.χ.) στον "Οιδίποδα Τύραννο" (Στίχοι 1133 - 1139) στον διάλογο μεταξύ των βοσκών πού μιλούν για εξάμηνα Ανοίξεως - Φθινοπώρου ότι ακριβώς κάνουν ως ήμερα πουλιά οι ΠελαργΟι πού έρχονται για το εξάμηνο τού καλοκαιριού και φεύγουν για το Χειμώνα.


Εδώ, τολμώ να πω, η λέξη Πελαργός βρίσκει την πραγματική της έννοια πού έχει σχέση με την μετανάστευση στίς πεδιάδες (άργος). και ο αείμνηστος Ηλίας Τσατσόμηρος (ΙΣΤ. ΓΕΝ. ΤΗΣ ΕΛΛΗΝ. ΓΛΩΣ., σελ 247) υποστηρίζει ότι η σειρά καταγραφής τού ονόματος Έλλην είναι η εξής: ΕΛ, ΕΛ-λός, Σ-ΕΛ-λός, Π-ΕΛ-ασγός, ΈΛ-λην.

Και αυτή είναι η αλήθεια, από την Ήπειρο ξεκίνησαν οι κτηνοτρόφοι Έλλοπες, Πελασγοί, Έλληνες και κατά φάρες (τσελιγκάτα) εξαπλώθηκαν εις τον Ελληνικό χώρο σ` όλη την Βαλκανική την Μ. Ασία, Ευρώπη, και Μεσόγειο, σχεδόν σ`όλο τον κόσμο.
Πολύ όμορφα ο αρχαίος ποιητής ο Άσιος ο Σάμιος (6ος αιώνας π.χ.) προφητικά αναφέρει σε στίχους του:
"αντίθεον δε πελασγόν εν υψικόμοισιν όρεσι γαία μέλαν ανέδωκεν ίνα θνητόν γένος είη". (Τον ισόθεο Πελασγό στά υψηλόκορφα βουνά η μαύρη γή εγέννησε για να δημιουργηθεί το γένος των θνητών). Έλλοπες, Σελλοί, Πελασγοί, Έλληνες, Αχαιοί, Ίωνες, Δωριείς, ΓραικΟι όλα Ελληνικά φύλλα πού ετεροχρονικά μετακινήθηκαν στον Ελλαδικό χώρο μα και εις την Ευρώπη.
Όλα προήλθαν από τον ιερό αυτόν τόπο, όλα από εδώ ξεκίνησαν, σ`όλη την Ευρώπη, Ασία, Αφρική βρίσκουμε από την αρχαιότητα Ελληνικές αποικίες, ποτέ όμως ξένες στον Ελλαδικό χώρο.

Πολλά ιστορικά βιβλία αναφέρουν ότι τα Ελληνικά φύλλα προήλθαν από την Ανατολή και κάποιοι άλλοι έχουν ανάγει σ` επιστήμη τα περί Ινδοευρωπαϊκής φυλής από τις Ινδίες ως την βόρεια Ευρώπη. Η δήθεν "Ινδοευρωπαϊκή φυλή" δεν άφησε πουθενά ίχνη παρά μόνο λέξεις πού και αυτές αποδεικνύονται σύμφωνα με νεότερους ρεαλιστές ερευνητές Ελληνικές. Τα περί Ινδοευρωπαϊκής φυλής είναι ένα παραμύθι πού εξυπηρετεί κάποια σκοτεινά συμφέροντα και σκοπιμότητες.

Ο όρος "Ινδοευρωπαίοι" πρωτοεμφανίσθηκε το 1784 από τον Άγγλο ανατολιστή Ουίλιαμ Τζώνς (1746 -1797) και τον Θωμά Γιάνγκ (1773-1829) πού διατύπωσαν τα περί "Ινδοευρωπαϊκής Ομογλωσσίας" και όλα αυτά απέκτησαν αίγλη μέσω δημοσιότητας με τη μορφή συγγραμμάτων όταν η Ελλάς ήτο υπό Τουρκικήν κατοχήν και δεν υπήρχε κανένας λόγιος να αντικρούσει τα διατυμπανιζόμενα διεθνώς.

Μήπως το ίδιο δεν πήγε να γίνει με τον Γερμανο-Εβραίο Φαλμεράγιερ και θα πετύχαινε εάν δεν υπήρχαν προσωπικότητες σαν τον Νικόλαο Πολίτη πού διά της λαϊκής παραδόσεως αντέκρουσαν τις εχθρικές για τον Ελληνισμό απόψεις;

Η αλήθεια είναι ότι υπήρξε ένας λαός αυτόχθων με πολλά ονόματα, με την ίδια γλώσσα αλλά με ποικίλους διαλέκτους και διαχρωνικούς ιδιωματισμούς. Από την αρχαία ΕΛ-λοπία, οι Σ-ΕΛ-λΟι (πού έλαυναν μετά θορύβου -κραυγών- τα πρόβατα). Έλλοπες είναι και ο νομαδικός πρωτοελληνικός λαός των Σαρακατσάνων. Η λέξη-κλειδί είναι το ρήμα Ελαύνω. Στον Όμηρο το βρίσκουμε ως ήλασε: ΟΔΥΣΣΕΙΑ (Ι, 237): "Αυτάρ όγ εις ευρύ σπέος ήλασε πιόνα μήλα" (αμέσως ο Πολύφημος) προς τη μεγάλη σπηλιά ώθησε τα καλοθρεμένα πρόβατα).

Εδώ διακρίνουμε το ρήμα ήλασε - ώθησε από το ρήμα ελαύνω απ`όπου προέρχεται και ο όρος ΕΛ-λός = κτηνοτρόφος. Στον ίδιο στίχο υπάρχει και μία άλλη λέξη κλειδί πολύ σπουδαία για τη Σαρακατσάνικη παράδοση, είναι η λέξη: μήλα. Ο Όμηρος αποκαλεί τα πρόβατα "μήλα", όπως και σε άλλους στίχους (ΟΔΥΣΣΕΙΑ Λ,4) "Εάν δε τα μήλα (τα πρόβατα) εβήσαμεν" (και αμέσως τα πρόβατα αρπάζοντας εφύγαμε).


Η λέξη μήλα = πρόβατα ίσως ως σήμερα περνούσε απαρατήρητη. Όμως ποιος θα μπορούσε να φαντασθεί ότι τα τρία μήλα τού Φλάμπουρα, το λάβαρο τού Σαρακατσάνικου γάμου είναι ένα κτηνοτροφικό σύμβολο;

Ο Φλάμπουρας είναι το Σαρακατσάνικο λάβαρο, η σημαία πού επάνω στον σταυρό φέρει τρία μήλα (πρόβατα). Ένα λάβαρο πού φέρει το σήμα κατατεθέν ως σήμερα από την αρχαιότητα σε αρχαία Ομηρική γλώσσα, και κατά πάσαν πιθανότητα η λέξη αυτή προϋπήρχε πολύ πριν του Ομήρου. Υπάρχουν λέξεις τού Ομηρικού λεξιλογίου πού έχουν διασωθεί μόνο στους ιδιωματισμούς των Σαρακατσάνων.

Αλλά τί είναι αυτός ο πανάρχαιος νομαδικός λαός, οι γνωστΟι μας Σαρακατσάνοι;

ΜΕΡΟΣ Β`
Oι Σαρακατσαναίοι, μια ιδιαίτερα εκλεκτή και συντηρητική κοινωνία, πού λόγω τής ιδιαιτερότητας τού νομαδικού τρόπου ζωής διατηρήθηκαν ως τίς ημέρες μας αναλοίωτοι, είναι πρωτοέλληνες, δηλαδή οι αυτόχθονες Έλληνες, οι πρωτόγονοι Έλλοπες, οι κατόπιν ΠελασγΟι και σήμερα Σαρακατσάνοι.

Είναι δηλαδή η ζωντανή μαρτυρία, η απόδειξη, ότι οι Έλληνες υπήρξαν αυτόχθονες κάτοικοι τού Ελλαδικού χώρου, οι οποίοι έχοντας αλλάξει ονόματα στο μακρό βίο τους έμειναν αναλλοίωτοι όπως ξεκίνησαν από την αρχική κοιτίδα τους την ΠΙΝΔΟ, την αρχαία ΕΛΛΟΠΙΑ. οι Σαρακατσάνοι υπήρξαν νομάδες μετακινούμενοι από τα πανάρχαια χρόνια ως τίς αρχές τού αιώνα μας. Αρχικά ζουν στις βουνοκορφές τής Πίνδου και ξεχειμωνιάζουν στις κοντινότερες πεδιάδες. 'Έτσι σιγά - σιγά εξαπλώνονται σ` όλο τον Ελληνικό χώρο απ` την Πελοπόννησο έως την Θράκη.


Στο χώρο τής Μακεδονίας-Θράκης κινούνται απ` την αρχαιότητα. Ανθρωπολογικές μετρήσεις (πρακτικά Συνεδρίου Σέρρες 1983) στους Σαρακατσάνους της Ανατολικής Ρωμυλίας σε σχέση με τους ομόφυλούς τους στη νότια Ελλάδα έχουν διαφορά μόνο στη ρινική κοιλότητα. Και η διαφοροποίηση αυτή είναι αποτέλεσμα κλιματολογικής επίδρασης. Για να υπάρξει όμως τέτοιου είδους διαφοροποίηση σ`έναν τέτοιο ενδογαμικό λαό πρέπει η εγκατάστασή τους εκεί να έγινε πριν πάρα πολλούς αιώνες ίσως χιλιετίες.

Οι Σαρακατσάνοι χωρίζονται σέ μεγάλες φάρες ανάλογα με τον τόπο διαβίωσης. Έτσι τούς διακρίνουμε σ` αυτούς πού ζουν κυρίως στον αρχέγονο τόπο, την Ήπειρο: Ηπειρώτες, τής νοτίου Ελλάδος: Μωραΐτες, τής Μακεδονίας: Κασσανδρινούς, και τής Θράκης: Πολίτες. Σ` αυτές τίς ομάδες διακρίνουμε κάποιες διαφοροποιήσεις στις παραδοσιακές στολές και συγκεκριμένα στις γυναικείες πού έχουν πλούσια χαρακτηριστικά γνωρίσματα, όπως τής φούστας και της ποδιάς. Σέ μια κοινωνία συντηρητική και κλειστή όπως των Σαρακατσάνων και ειδικά στις γυναίκες πού δεν έρχονταν εύκολα σέ επαφή με ρεύματα ενδυματολογικής μόδας, ή με επιρροές -έστω και ελάχιστες- απ` έξω, για να υπάρξει έστω και μικρή διαφοροποίηση θα έπρεπε να περάσει αρκετό χρονικό διάστημα.

Οι Σαρακατσάνοι της Ανατολικής Ρωμυλίας κινούνταν στο χώρο αυτό από τα πανάρχαια χρόνια, επί χιλιετίες, γι` αυτό και σύγχρονοι Βούλγαροι ερευνητές, με κύριο εκπρόσωπο τον Μαρίνοφ, προσπαθούν να συνδέσουν τούς Σαρακατσάνους με αρχαίους Θράκες κτηνοτρόφους. Όμως οι Σαρακατσάνοι παρόλο πού ζουν κατά μεγάλες ομάδες πάντα είχαν κοινή συνείδηση και κοινή παράδοση γιατί και ο αλληλεπηρεασμός μεταξύ τους ήταν άμεσος.


Έτσι παρατηρούμε τραγούδια πού αναφέρονται στους κλέφτες των Αγράφων, τού Κατσαντώνη, να τραγουδιούνται με το ίδιο εύρος και πάθος μέχρι και σήμερα από Σαρακατσάνους στη Βόρεια σημερινή Βουλγαρία. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι χιλιάδες Σαρακατσάνοι Θράκης και Βουλγαρίας προήλθαν εκδιωκόμενοι από το χώρο τής Ηπείρου, αλλά απλώς κάποιος σημαντικός αριθμός φυγάδων εμπλούτισε τη Σαρακατσάνικη παράδοση των τραγουδιών για τούς κλέφτες. Εξ` άλλου τραγούδια Σαρακατσάνικα αναφέρουν τον άξονα όπου κινούνται οι Σαρακατσάνοι. Συγκεκριμένα ένα τραγούδι λέει: "στα Άγραφα γραμμένος και στην Πόλη τιμημένος". Ο νομαδικός ποιμενικός λαός των Σαρακατσάνων υπήρξε πάντοτε ο τροφοδότης τού αστικοποιημένου Ελληνικού λαού αλλά σχεδόν ποτέ δεν έγινε το αντίθετο, κάτοικοι χωριών να ακολουθήσουν τη Σαρακατσάνικη ζωή.


Στη Σαρακατσάνικη κοινωνία, τα τσελιγκάτα, διακρίνουμε την πατριαρχική δομή παρ' όλο πού δεν λείπουν και στοιχεία πού άφησε η πρωτογενής οργάνωση, η μητριαρχική κοινωνία, όπου κέντρο διευθύνσεως είναι η γυναίκα. Στο Σαρακατσάνικο τσελιγκάτο είναι εμφανή τα ίχνη τής μητριαρχικής κοινωνίας. Η γυναίκα σήμερα μπορεί να μην είναι το κέντρο εξουσίας αλλά είναι η καρδιά τού τσελιγκάτου. Αυτή διευθύνει ολόκληρη βιοτεχνία, γνέθει, υφαίνει, ράβει, φτιάχνει καλύβια και μαντριά, παιδαγωγεί τα παιδιά, και πολλές φορές φυλά και κοπάδια προβάτων, δηλαδή τον κύριο όγκο ζωτικών αλλά και υπεύθυνων εργασιών τού τσελιγκάτου τον επωμίζεται η γυναίκα. Στο τσελιγκάτο ο διευθύνων είναι ο Τσέλιγκας πού έχει τα περισσότερα πρόβατα. τον Τσέλιγκα τον αποκαλούν και Κεχαγιά (Κε + άγω, κε=κεφαλή, άγω-ηγω=ηγούμαι) μία ακόμη ονομασία μέ αρχαίες ρίζες και όχι σλάβικες η τούρκικες όπως νομίζουν πολλΟι η λανθασμένα αναφέρεται σέ ορισμένα λεξικά.


Το τσελιγκάτο θα είναι το πρότυπο οργάνωσης των πόλεων-κρατών στην αρχαιότητα. Μήπως και στην Αττική, την αρχαία Αθήνα πού όλοι γνωρίζουμε, δεν υπήρχαν οι μεγάλες οικογένειες - φατρίες, και πολλές συνοικίες έπαιρναν και τα ονόματά τους;

Στο τσελιγκάτο διακρίνουμε ένα συντεχνιακό χώρο, ίσως βιοτεχνικό θα έλεγα. οι Σαρακατσάνισες έπαιρναν το μαλλί το έξαιναν, το έγνεθαν, το ύφαιναν και έραβαν τα ενδύματά τους, μα και τα σχοινιά και τίς τέντες τους. Βλέπουμε δηλαδή ότι παίρνουν τη βασική πρώτη ύλη - το μαλλί από τα ζώα τους - και αφού κάνουν δευτερογενή επεξεργασία τη μετατρέπουν σέ τελικό προϊόν για την ένδυση και υπόδυσή τους αλλά και για την κατασκευή καταλύματος - στέγασης. Μια μικρή αλλά σημαντικότατη βιοτεχνία - βιομηχανία εφ` όσον τούς παρείχε απόλυτη αυτάρκεια βασικών αγαθών για την διαβίωσή τους και ανεξαρτησία τους. Ο νομαδικός τρόπος ζωής, η ανάγκη μετακίνησης, η συχνή δημιουργία εγκαταστάσεών τους, τούς ώθησε να αναπτύξουν έναν τέλειο τρόπο ζωής μη μόνιμης διαβίωσης. Η αρχιτεκτονική τής Σαρακατσάνικης καλύβας (κατσούλας) είναι η απόδειξη πως γνωρίζουν από πολύ παλιά χρόνια αυτή την τέχνη. Αν ακούσει κάποιος γέροντες Σαρακατσάνους θα τούς ακούσει να λένε επαίνους για την τέχνη τής "Κατσούλας", και πολλές φορές να μιλούν ειρωνικά για άλλους βλάχους κτηνοτρόφους πού δεν κατέχουν αυτή την τέχνη. Ίσως τα λεγόμενα των γερόντων να κρύβουν και κάποια αλήθεια, ότι οι νομάδες ελληνόφωνοι Σαρακατσάνοι προϋπήρχαν πολύ πριν από την δημιουργία λατινόφωνων ημινομάδων, πού ποτέ δεν τελειοποίησαν την αρχιτεκτονική τής καλύβας - κατσούλας, ένα καθαρά Σαρακατσάνικο δημιούργημα.

ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΟΙ:

ΚΑΤΑΓΩΓΗ - ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΟΝΟΜΑΤΟΣ
Ανιχνεύοντας την Σαρακατσάνικη παράδοση, τούς γλωσσικούς ιδιωματισμούς τους, τα λεξικά αρχαίας και νεοελληνικής γλώσσας, μα και τα συγγράμματα των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων και ιστορικών, οδηγήθηκα κατόπιν κοπιαστικής έρευνας σέ κάποια συμπεράσματα. Καρπός αυτής τής προσπάθειας η προσωπική εκδοχή για την καταγωγή και την ετυμολογία τού ονόματος των Σαρακατσάνων, και είναι η μοναδική εκδοχή πού αντλεί την ετυμολογία από την αρχαιοελληνική γραμματεία αλλά και ταυτίζεται μέ την παράδοση των Σαρακατσάνων.

Η λέξη Σαρακατσάνος είναι σύνθετη και την απαρτίζουν δύο πανάρχαιες ρίζες λέξεων. οι ρίζες αυτές είναι η ρίζα -ΣΑΡ και η ρίζα -ΚΑΣ.

Για να γίνει όμως πιο κατανοητή η ερμηνεία, αποκωδικοποίηση θα έλεγα των ριζών αυτών θα τίς αναλύσουμε κάθε μία χωριστά.
1) Η ρίζα -ΣΑΡ έχει προέλευση Ελλοπική - Ελληνο - πελασγική, και είναι ταυτόσημη μέ την ρίζα -ΣΕΛ. Ας πάρουμε την ιστορία τής ρίζας αυτής, πού η αρχική της μορφή ήταν -ΕΛ, απ` όπου και το ρήμα Ελαύνω = ωθώ διά κραυγών, και αργότερα η χώρα των ορεινών κτηνοτρόφων θα ονομασθεί ΕΛ-λοπία. ΕΛ όμως σημαίνει και ύψωμα, βουνό. Από την ρίζα -ΕΛ προήλθε άλλη μορφή τής ρίζας η -ΣΕΛ-ΛΟΙ (ορεινΟι κάτοικοι περί την Δωδώνη, όπως μάς πληροφορεί ο Αριστοτέλης). Ταυτόσημη ένοια με την ρίζα -ΣΕΛ έχουμε την ρίζα -ΣΑΛ, απ` όπου προήλθε η λέξη ΣΑΛ-αγος = Σαλαγή (Ησύχιος - σαλαγή = θόρυβος, κραυγή, βοή). Η αρχαία λέξη σαλαγή έχει ταυτόσημη ένοια μέ το ρήμα Ελαύνω. Δηλαδή έχουμε δύο λέξεις (Σαλαγή - Ελαύνω) μέ ταυτόσημη ένοια. Δύο αρχαίες λέξεις τού καθημερινού βίου των κτηνοτρόφων. την λέξη σαλαγή την βρίσκουμε σήμερα στούς Σαρακατσάνικους ιδιοματισμούς με το ρήμα σαλαγάω, πού σημαίνει ορμηνεύω τα πρόβατα με φωνές.

Η ρίζα -ΣΑΛ έχει και την ένοια τού ορεινού. Εκτός όμως από την ρίζα -ΣΑΛ πού σημαίνει και ύψωμα, έχουμε παρόμοια ερμηνεία και από την ρίζα -ΕΛ, πού προφερόταν και -ΙΛ απ` όπου προήλθε και η Ομηρική λέξη Ίλιον (Τροία) γιατί ήταν κτισμένη επάνω σέ ύψωμα, λόφο, και ο Όμηρος έδωσε στο έργο του το όνομα Ιλιάδα.

Οι ταυτόσημες ρίζες -ΕΛ, -ΣΕΛ, -ΣΑΛ, -ΣΑΡ έχουν τίς δύο έννοιες τού ορεινού και τού κτηνοτρόφου βοσκού. το -ΣΑΡ έχει προέλθει από το -ΣΑΛ από την μετατροπή τού -Λ σέ -Ρ, γνωστό φαινόμενο στην αρχαία Ελληνική γραμματική π.χ. γλώσσαλγος - γλώσσαργος, αλλά και στην νεοελληνική μέ το αδελφός - αδερφός.

Τη ρίζα -ΣΑΡ όμως την συναντούμε και στους Σαρακατσάνικους ιδιωματισμούς στην λέξη σάρα (πληθ. σάρες). Η λέξη αυτή ανάλογα με την πρόταση στη οποία χρησιμοποιείται παίρνει δύο έννοιες. Στη μία περίπτωση έχει την έννοια τού βουνού, τού υψώματος π.χ. "Τσ`σάρες ψένουν οι Σαρακατάν` τον Αι Γιώργη".


Η άλλη έννοια τής λέξης σάρα είναι ο γκρεμός, η χαράδρα και μάλιστα οι απότομες πλαγιές όπου υπάρχουν πολλά λιθάρια τα οποία κατρακυλούσαν τα Σαρακατσανόπουλα παίζοντας, π.χ. "Εκειό το β`νί είναι ούλου σάρες".

Αλλά και η ρίζα -ΣΕΛ εμπεριέχεται στη λέξη τσέλιγκας (Τ-ΣΕΛ-ιγκας). Εδώ η ρίζα -ΣΕΛ έχει την έννοια τού ορεινού κτηνοτρόφου βοσκού και η κατάληξη -ιγκας πιθανότατα έχει προέλθει από το αρχαίο άγω - ηγώ. Δηλαδή τσέλιγκας είναι ο ηγέτης των ορεσείβιων κτηνοτρόφων βοσκών. Αυτό μάς λέει η ίδια η λέξη με την ετυμολογική της ένοια, και πού ακόμη και σήμερα διαπιστώνουμε εύκολα από τα λεξικά.

Συνοπτικά το πρώτο συνθετικό τής λέξεως Σαρα-κατσάνοι είναι η ρίζα -ΣΑΡ η οποία έχει προέλθει από τίς αρχαιότατες Ελληνοπελασγικές ρίζες ΕΛ(Λ), ΣΕΛ, ΣΑΛ, και -ΣΑΡ. και η ρίζα -ΣΑΡ διασώζεται στην Σαρα-κατσάνικη λέξη σάρα-ες με την ένοια τού ορεινού.


Η λέξη σάρα έχει σχέση και με την λέξη σάουρα πού χρησιμοποιούν οι Σαρακατσαναίοι και σημαίνει: ο αυτόχθων, ο γηγενής, μάλιστα χρησιμοποιούν τη φράση: "αυτός έκατσε κατασάουρα", (αυτός έκατσε καταγής). Η λέξη σάουρα δεν είναι παρά η παραφθορά τής λέξης άρουρα (= γή) Σάρ(α), λοιπόν, είναι ορεινός τόπος όπου οι ορεσίβιοι κτηνοτρόφοι - βοσκοί διά κραυγών ελαύνουν (σαλαγούν) το ποίμνιό τους. Παραστατικά μπορούμε να δούμε την αντιστοιχία τής αρχαίας Ελληνικής γλώσσας και τούς Σαρακατσάνικους ιδιωματισμούς.


ΑΡΧΑΙΟΕΛΛΗΝΙΚΑ

ΕΛ = Ελαύνω, Έλλος, Ελλοπία
ΙΛ = Ίλιον, Ιλλυρία
ΣΕΛ = Σελλοί, ορεσίβιοι κάτοικοι τής Ηπείρου
ΣΑΛ = Σαμνίτες, Σαλαγή
ΣΑΡ (Α) = ΣΑΟΥΡΑ = γηγενής, αυτόχθων
ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΙΚΑ
Σαλαγάω = Σαλαγή
Σάρα - ες = Βουνά

Ο ΣΤΑΥΡΟΣ: ΕΝΑ ΠΑΝΑΡΧΑΙΟ ΣΥΜΒΟΛΟ ΤΩΝ ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΩΝ

2) το δεύτερο μέρος πού αποτελεί το δεύτερο συνθετικό τής λέξεως Σαρακατσάνοι, είναι η ρίζα -ΚΑΣ (-ΚΑΤΣ).
Η ρίζα ΚΑΣ εμπεριέχει δύο πανάρχαιες ένοιες μέ συμβολικό χαρακτήρα. Στους Σαρακατσάνους, η ρίζα -ΚΑΣ εμπεριέχεται στή λέξη κατσούλα πού σημαίνει το καλύβι, η το επάνω κωνικό μέρος τού παραδοσιακού τους καλυβιού, και τα ξύλα πού αποτελούν τον οπλισμό τής Κατσούλας, τα λένε κατσουλόξυλα. Τα κατσουλόξυλα σχηματίζουν έναν κώνο και ενώνονται στην κορυφή σέ μία στεφάνη πού εμπεριέχει έναν σταυρό. Η ρίζα -ΚΑΣ διασώζεται ως σήμερα στό ρήμα κατσιάζω δηλαδή ζαρώνω, σουφρώνω όπως τα καυσόξυλα σουφρώνουν προς την κορυφή τής καλύβας σχηματίζοντας κώνο.
Σαρακατσάνικος ισοσκελής

Οι Σαρακατσάνοι, σταυρός σαν αρχαϊκός παλαιότερα, όταν έλεγαν κατσούλα ενοούσαν όλο το καλύβι το όρθο. Κατσούλα επίσης λένε και την κωνική κουκούλα τής κάπας. Η λέξη κατσούλα προέρχεται από την λέξη κασούλα όπως αναγράφεται στις Προκοπίου Ιστορίαι (4, 26). Η λέξη ΚΑΣούλα εμπεριέχει την ρίζα -ΚΑΣ η οποία μέ παραφθορά προφέρεται ΚΑΤΣ.

Η ετυμολογική της σημασία είναι ότι εμπεριέχει την έννοια τού ενώνω, τού συγκεντρώνω, ταυτίζω, αδελφώνω όπως όλα τα κατσουλόξυλα στην κορυφή τής κατσούλας - καλύβας στον σταυρό.

Στον Όμηρο η έννοια τού κασις αναφέρεται ως ένωση, αδέλφωμα, (ΙΛΙΑΔΑ Ζ430, Ο545, ΟΔΥΣΕΙΑ Δ155) κατά συνέπεια αποκαλούνται έτσι και τα αδέλφια, εξ` ού και η Ομηρική λέξη κασίγνητοι (ΙΛΙΑΔΑ Δ155, Ε359). οι Σαρακατσαναίοι διασώζουν αυτή την πανάρχαια έννοια κάτσα (=η ένωση των ποδιών, το ωκλαδών (σταυροπόδι), η ένωση δύο ατόμων, δηλ. η αδελφοποίηση στα σταυραδέλφια, το νήμα πού προέρχεται από την ένωση δύο νημάτων στριμμένων η περισσότερων, το αποκαλούν κατσελωτό. Η ρίζα -ΚΑΣ έχει προέλθει από την μητρική της ρίζα -ΚΑ μία πανάρχαια Ελληνοπελασγική ρίζα πού τη συναντούμε στις αρχαιότερες Ελληνικές γραφές, στην Γραμμική Α` και Γραμμική Β` (Περιοδικό ΔΑΥΛΟΣ, τεύχος 126, Ιούνιος 1992, σελ. 5,6,7,8) τής Μινωικής και Προμινωικής περιόδου. Από την ρίζα -ΚΑ προήλθε η ρίζα -ΚΑΤΣ, κι` από αυτή προήλθε η λέξη κατσούλα.


Η ρίζα -ΚΑ όπως συμβολίζεται σέ πίνακα συλλαβογραμμάτων τής Γραμματικής Β` (Δημητρίου Τομπαΐδη "ΕΠΙΤΟΜΗ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ" σελ. 15,16 Εκδόσεις Ο.Ε.Δ.Β.), και μέ κωδικό 77 έχει την έννοια τού τροχού με σταυρό, ότι δηλαδή έχει κάθε Σαρακατσάνικο καλύβι, στην εσωτερική πλευρά τής κορυφής του. Στους Σαρακατσάνους βρίσκουμε τον κύκλο με τον σταυρό σε κίνηση, όπως ο τροχός στον χώρο ΚΑΤΣΑ η ΣΤΑΥΡΩΤΟ όπως αλλιώς λέγεται. Μία μορφή τού χορού αυτού χορεύεται από τέσσερεις χορευτές πού σχηματίζουν σταυρό κρατώντας τίς άκρες δύο μαντηλιών σταυρωμένα μεταξύ τους σχηματίζοντας σταυρό. Όταν χορεύουν, οι σταυροί των μαντηλιών και χορευτών διαγράφουν κύκλο. Ο Σταυρωτός χορός των Σαρακατσαναίων μάς παραπέμπει στο στίχο τού Ορφικού Ύμνου προς τιμήν τού Ηλίου: "τετραβάμοσι ποσί χορεύουν", (Νίκου Πρεάδη: Ο Ορφέας και οι Ορφικοί, σελ. 48, Αθήνα 1994). Με σταυρό στην αρχαιότητα συμβολίζουν τον Θεό Ήλιο - Δία και πιθανότατα ο χορός αυτός να ήταν προς τιμήν τού Θεού Ήλιου - Δία. Η ταύτιση τού σταυρού και τού Ήλιου μπορεί εύκολα να διαπιστωθεί εάν επισκεφθεί κάποιος τα μουσεία στή Κρήτη όπου θα βρει πλήθος απεικονίσεων σταυρών και ήλιων σέ λατρευτικά αντικείμενα. Στις πρωτοελληνικές διαλέκτους ο σταυρός λεγόταν -ΚΑΡΟΣ από τη ρίζα -ΚΑ, και αυτή η λέξη διασώζεται σήμερα σέ όλη την Ευρώπη ΚΑΡΟΣ = Κ` ΡΟΣ = CROSS, αλλά και στή λέξη καρώ πού σημαίνει τετράγωνο η ρόμβος. Στή ρίζα -ΚΑΣ λοιπόν βρίσκουμε την έννοια τού σταυρού, δηλαδή την ένωση "κάσις" ενός συμβόλου πού είχαν οι Σαρακατσάνοι πριν τον Χριστιανισμό.


Το σταυρό στους Σαρακατσάνους τον βρίσκουμε όχι μόνο στην κατσούλα τού καλυβιού, στο εσωτερικό, μα και στο εξωτερικό τής καλύβας όπου έβαζαν εμφανώς σταυρό.


Σταυρό έχει και το πανάρχαιο λάβαρό τους, ο φλάμπουρας. Σταυρό έχουν και στο χορό ΣΤΑΥΡΩΤΟ η ΚΑΤΣΑ.

Οι γυναίκες αλλά και οι άνδρες παλαιότερα έφεραν σταυρό τατουάζ στο μέτωπο και στα μπράτσα. Η εξοικείωσή τους με το σταυρό τούς έκανε και καλούς Χριστιανούς. οι Σαρακατσάνοι υπήρξαν "σταυροφορούντες" από την αρχαιότητα και διέδωσαν τον σταυρό σ` όλη την Ευρώπη.

Προσφάτως δε ανακαλύφθηκε λείψανο ανθρώπου στις Άλπεις καλά διατηρημένο στους πάγους, εις το οποίο οι επιστήμονες δίνουν ηλικία 4.000 ετών. Το σώμα αυτό είναι καλά διατηρημένο και στο δέρμα του διακρίνονται τατουάζ με σταυρούς!


Συνοπτικά στη ρίζα -ΚΑΤΣ έχουμε την αρχαία έννοια τού σταυρού και τής κατσούλας (καλυβιού), τού ορθού κονακιού των Σαρακατσάνων.

-ΣΑΡ λοιπόν ο ορεσίβιος βοσκός κτηνοτρόφος.-ΚΑΣ η καλύβα - κατσούλα πού φέρει το σταυρό.
Με τον συνδυασμό αυτών των δύο αρχαίων ριζών-εννοιών έχουμε την προέλευση τής λέξης ΣΑΡ(α)ΚΑΤΣ(άνοι) πού σημαίνει οι ορεσίβιοι κτηνοτρόφοι, βοσκοί, πού ζουν στις Κατσούλες, πού έχουν τον σταυρό, η οι σταυροφορούντες ορεσίβιοι κτηνοτρόφοι πού ζουν στις κατσούλες
Η ιστορική εξέλιξη τής λέξεως Σαρακατσάνοι, έχει ως εξής:
ΕΛ ΚΑ = +
ΣΕΛ ΚΑΣ-ΚΑΤΣ
ΣΑΛ-ΣΑΡ ΚΑΤΣΟΥΛΑ
ΣΑΡ(α) + ΚΑΤΣ(ουλιάνοι)
ΣΑΡΑΚΑΤΣΟΥΛΙΑΝΟΙ
ΣΑΡΑΚΑΤΣ` ΛΙΑΝΟΙ
ΣΑΡΑΚΑΤΣΙΑΝΟΙ
ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΟΙ

Η ΕΛΛΗΝΙΚΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΩΝ

Σαρακατσάνοι, μία λέξη γεμάτη νόημα, αλήθεια και ιστορία, από τα βάθη τής αρχαιότητος και τής παρουσίας τού αυτόχθονα Έλληνος - ανθρώπου στην ιερή Ελληνική Γη.

Ένας πρωτοελληνικός λαός πού δεν θα μπορούσε παρά να έχει ένα πανάρχαιο Ελληνικό όνομα πού προέρχεται από την σύνθεση στοιχείων τού πανάρχαιου βίου του.


Η Ελληνικότητα των Σαρακατσάνων ήταν πάντοτε αδιαμφισβήτητη, ακόμη και μετά τον εκχριστιανισμό τους, και όλοι γνωρίζουν πόσο ευλαβείς και πιστοί άνθρωποι είναι οι Σαρακατσάνοι.


Όμως ως Έλληνες - Χριστιανοί έχουν μια μοναδική ιδιαιτερότητα. Από τα χριστιανικά ονόματα αποδέχονται μόνο τα Ελληνικά ή ελληνοποιημένα. Είναι αδύνατον να βρεις Εβραϊκό όνομα σέ Σαρακατσάνο, όπως Δανιήλ, Ιωσήφ, Ραφαήλ, Δαυίδ, Εμμανουήλ κλπ. Η παράδοση των Σαρακατσάνων, και ειδικά οι πανάρχαιοι ιδιωματισμοί τους, χρειάζονται ειδική μέριμνα.

Η "γλώσσα" των Σαρακατσάνων κρύβει την ιστορία τής Ελληνικής γλώσσας, γιατί περιέχει στοιχεία πρωτοελληνικά, Πελασγικά, Ομηρικά και αρχαϊκά. Αλλά χρειάζεται μεγάλη προσοχή, διότι πολλές λέξεις προέρχονται από παραφθορά και είναι δύσκολος ο εντοπισμός τής πραγματικής λέξεως.

Όπως η λέξη κλίτσα αποτελείται από τη ράβδο και την κλίτσα, το καπέλο τής ράβδου δηλαδή η κατσούλα, πού υποκοριστικά ελέγετο Κατσουλίτσα (μικρή κατσούλα), και με παραφθορά κατσ`λίτσα και στο τέλος κλίτσα.


Ιδιαίτερη προσοχή χρειάζεται στο νόημα που έχουν ορισμένες λέξεις. Λόγου χάριν οι Σαρακατσάνοι τίς βελανιδιές τίς αποκαλούν δένδρα, και όλα τα υπόλοιπα κλαριά. Δένδρα όμως ονομάζει κι` ο Όμηρος τίς βελανιδιές (δρύς) αλλά και σέ άλλους στίχους τα δένδρα τα αποκαλεί δένδρα. (ΙΛΙΑΔΑ Μ 131-134 και Λ 86-89).


Επίσης Λούρα λένε οι Σαρακατσάνοι τούς μακρινούς λεπτούς κορμούς χωρίς φυλλωσιές κι` ο Όμηρος χρησιμοποιεί τον όρο Δούρα (Δούρατα - Δόρατα, Δόρυ. -ΟΔΥΣΣΕΙΑ, Ε 162 - 164, Ζ 167).


Ο Όμηρος, Κρής (Κάρα) αποκαλεί το κεφάλι, από την ίδια λέξη προέρχεται και το Σαρακατσάνικο κρητσούνας πού σημαίνει κεφάλας, και το κρητσούνι = κεφάλι.


Η λέξη τσοτίνα η τσουτίνα πού σημαίνει την περιοχή τού ινιακού η κροτάφων στο κεφάλι, και είναι παραφθορά τής λέξης κοτίνα, εξ` ού και ο αρχαίος "κότινος", το στεφάνι των Ολυμπιονικών.


Ένα ακόμη παράδειγμα πρωτοελληνικής Πελασγικής λέξης είναι η Εστία τής Κατσούλας την οποία οι Σαρακατσάνοι αποκαλούν Βάτρα, ονομασία πού προέρχεται από το πελασγικό Βατάρα (Ησύχιος, "Πελασγικά", Ιάκωβος Θωμόπουλος, Αθήνα 1912). Πρόκειται για μία καθαρά Ελληνοπελασγική λέξη την οποία λανθασμένα μερικά λεξικά αποδίδουν στη Λατινική γλώσσα.

Οι Σαρακατσάνοι φέρουν και αρχαιότατα πελασγικά ονόματα όπως το Χαραλής (Πελασγικά, Ι.Θ.) και σήμερα Καραλής πού έχει βρεθεί σέ πελασγική επιγραφή. το όνομα Καραλής, πού δεν έχει καμία σχέση μέ το τουρκικό Καρά - Αλής, το βρίσκουμε στους Σαρακατσάνους τής Ελλάδας, Γιουγκοσλαβίας αλλά και Βουλγαρίας.

Το Ακοίτης, είναι ένα άλλο χαρακτηριστικό Πελασγικό όνομα πού έχει βρεθεί κι` αυτό σέ Πελασγική επιγραφή και το οποίο συναντάμε μόνο στους Σαρακατσάνους σαν Κοίτας και είναι το αντίστοιχο τού νεοχριστιανικού Χρήστος.

Πελασγικής προελεύσεως είναι πολλές λέξεις όπως; κρούτα, ρούγα, κάλεσος, βελέντζα, ζαλίκι, μερτζέλι, τσούπρα, λούγκα, κούπα, κούρνια, λιγκιάζω κ.α., αλλά και πάρα πολλές Αρχαϊκές όπως: πυροστιά (πύρ + εστία), πυρόμαχος (πύρ + μάχομαι), σκ` τί - σκουτί (σκύτος=δέρμα ένδυμα), κουρνιαχτός (κορνιαχτός) κ.α. Η Ελλοπική - Πελασγική γλώσσα φυσικά ήταν αρκετά διαφοροποιημένη από τη γνωστή σ` εμάς Αττική διάλεκτο η τα νεοελληνικά πού ομιλούμε σήμερα.

Η Ελλοπική - Πελασγική ήταν γεμάτη φθόγγους και πολλά σύμφωνα, λίγα φωνήεντα και σχεδόν καθόλου άρθρα, όπως άλλωστε και η Ομηρική γλώσσα πού δεν έχει άρθρα.


Από τούς επηρεασμούς πού δεχόταν ο πρωτόγονος άνθρωπος των ήχων πού παρήγαγε το φυσικό του περιβάλλον, συνετέλεσαν στή διαμόρφωση τής γλώσσας, με ηχοποιητές λέξεις.


Όπως πολύ εύλογα μάς λέει ο Γ. Μπαμπινιώτης ("Θεωρητική Γλωσσολογία", 1986, σελίς 25): "Οι φθόγγοι μιας γλώσσας ως συνδιασμοί, ως συγκεκριμένες φωνολογικές μορφές υπάρχουν ένεκα σημασιών, ως φορείς δηλαδή ορισμένων σημασιών. οι δέ σημασίες μιας γλώσσας υπάρχουν μόνο διά των φθόγγων. οι ορισμένοι κατά γλώσσα συνδυασμοί φθόγγων που με τη σειρά τους συνδέονται προς ορισμένες σημασίες, συνθέτουν τη γλώσσα".


Αλλά και ό Όμηρος μάς λέει κάτι σχετικό (ΙΛΙΑΔΑ, Δ 452):

"Ώς δ` ότε χειμαρόοι ποταμΟι κατ` όρεσφι `ρέοντες ες μεσγάγκειαν ξυμβάλλετον όμβιμον ύδωρ. κρουνών εκ μεγάλων κοίλης ενυασθε χαράδρης των δέ τε τηλόσε δούπον εν ούρεσιν έκλυε ποιμήν".
(Και καθώς όταν οι σαν ποτάμια χείμαρροι κατέρχονται απ` τα βουνά και σμίγουν αυξάνοντας την δύναμη των οχετών πού κρημνίζονται μέσα στη βαθιά χαράδρα αυτών, βεβαίως το μακρινό δούπο στα βουνά άκουε ο βοσκός). Και ο αείμνηστος Ηλίας Τσατσόμοιρος ("Ιστορία Γεννέσεως τής Ελληνικής Γλώσσας", εκδόσεις Δαυλός, 1991) θα συμπληρώσει: "Σελλός, Ελλός και Έλλην υπήρξαν οι κτηνοτρόφοι πού εποίμαναν τον λόγο". Από τίς παραπάνω παραπομπές βγαίνει αβίαστα θάλεγα το συμπέρασμα πώς οι κτηνοτρόφοι είναι εκείνοι πού δημιούργησαν τον λόγο - γλώσσα μα και το τραγούδι. Η ανάγκη για έκφραση στό τραγούδι ώθησε στό να επινοηθούν τα φωνήεντα μεταξύ των συμφώνων και φθόγγων δημιουργώντας ηχητική καλαισθησία.
Στους Σαρακατσάνους παρατηρούμε πώς ενώ στην καθομιλουμένη "γλώσσα" τους κάνουν ευρεία αποκοπή φωνηέντων στίς λέξεις, αντίθετα στα τραγούδια τους προφέρουν όλα τα φωνήεντα των λέξεων, ούτως ώστε να μην παρατηρείται χασμωδία στα Σαρακατσάνικα τραγούδια.

Το Σαρακατσάνικο τραγούδι είναι θα έλεγα πρωτόγονο τραγούδι γιατί κανένα παραδοσιακό Σαρακατσάνικο τραγούδι δεν συνοδεύονταν από μουσική κάποιου οργάνου.


Όσοι γνωρίζουν τη Σαρακατσάνικη παράδοση των τραγουδιών εύκολα μπορούν να διακρίνουν τη διαδοχή συλλαβών - ήχων μέ μιά συνεχή ροή πού προσφέρει μία ηχητική μελωδία σαν κελάρυσμα.


Η απουσία μουσικού οργάνου στά τραγούδια των Σαρακατσάνων τούς έκανε να αναπτύξουν τη φωνητική των τραγουδιών τους. το μόνο μουσικό όργανο πού έχουν είναι η φλογέρα (και ένα είδος μεγάλης φλογέρας η Τζαμάρα), η οποία αποτελεί την πηγή έκφρασης τού ψυχικού κόσμου τού μοναχικού τσομπάνη πού βοσκά τα πρόβατα μόνος.


Όταν οι Σαρακατσάνοι θέλουν να εκφράσουν τον ρυθμό των τραγουδιών τους χρησιμοποιούν τον όρο: ν` χό, μιά λέξη πού κρύβει πολλά. Η λέξη: ν`χός, έχει προέλθει εκ παραφθοράς από τη λέξη νεροηχός. Δηλαδή ο ήχος τού κελαρίζοντος τρεχούμενου νερού ήταν η αιτία δημιουργίας αυτού τού όρου μα και ότι ο ρυθμός τής ροής των ήχων - συλλαβών των τραγουδιών τους.

Οι Σαρακατσάνοι είναι οι πρώτοι πού "εποίμαναν το λόγο" καθώς λέει ό Η. Τσατσόμοιρος, οι οποίοι ακούγοντας τα τρεχούμενα νερά, όπως μάς πληροφορεί ο Όμηρος, δημιούργησαν και το τραγούδι.

Και ο αξιέπαινος επιστήμονας ανθρωπολόγος Δρ. Άρης Πουλιανός ("Σαρακατσάνοι: Ο αρχαιότερος λαός τής Ευρώπης", Πρακτικά συνεδρίου Σερρών 1983, Αθήνα 1985, σελ. 26) θα μάς επιβεβαιώσει: "Οι Σαρακατσάνοι τής πρωτοχάλκινης εποχής είναι αυτοί πού κατέχουν, και πρώτοι μιλούν, την Ελληνική και με τις διαρκείς μετακινήσεις τους στον Ελλαδικό χώρο ενεργούν σαν φορείς διαδίδοντας τη γλώσσα τους". οι Σαρακατσάνοι οι ίδιοι και η παράδοσή τους είναι ανεκτίμητοι διότι κουβαλούν τη μαρτυρία τής ιστορίας τού Ελληνισμού. Είναι το αποδεικτικό στοιχείο τής αδιάκοπης ιστορικής και βιολογικής συνέχειας και πορείας του διά μέσου των χιλιετιών.


Σαρακατσάνοι και Ελληνισμός είναι όροι ταυτόσημοι, φορείς τού μοναδικού και ανεπανάληπτου Ελληνικού πολιτισμού, ταγμένοι στην ιερή και πανανθρώπινη αποστολή τους.


Η Σαρακατσάνικη παράδοση είναι σαν τα κάρβουνα μέσα στη χόβολη, όσο σκαλίζεις τη στάχτη τόσο ανάβει η φωτιά. Κι` εμείς, οι απόγονοι τους, πρέπει να δώσουμε πνοή σ` αυτή τη φωτιά να γίνει τρανή φλόγα να φωτίσει την κακοποιημένη και διαστρεβλωμένη στους δύσκολους αυτούς για τον Ελληνισμό καιρούς, αλήθεια.


ΜΟΛΑΡΗΣ ΒΑΣΙΛΗΣ

Βιβλιογραφία:
-Αδελφότητα Σαρακατσαναίων Ηπειρωτών Αθήνας "Σαρα- κατσάνικα Τραγούδια τής Ηπείρου", ΑΘΗΝΑ 1983.
-Εκδ. Γεωργιάδη:"Άπαντα των Αρχαίων Ελλήνων Συγγ/φέων" -Αραβαντινός Π"Χρον/φία τής Ηπείρου",τόμ.Α/Β,Αθ `56
-Γρανίτσας Στ.:"Τα άγρια και τα ήμερα τού βουνού & λόγγου"
-Θωμόπουλος Ιάκωβος:"Πελασγικά", ΑΘήνα, 1912.
-Γρηγοριάδης Π. "Μινωικό Ημερολόγιο",εκδ.Ν. Θέσις,Αθ. `91 -Πρακτικά συν/ρίου Σερρών:"Σαρακ/άνοι:Ένας Ελληνικός νομαδικός, κτηνοτροφικός πληθ/μός",Αθήνα `85.
-Δομπαράκη:"Επίτ. Λεξ. Αρχ. Ελλην. Γλώσσ."εκδ. Κολλάρου-Εστία -Ιωαννίδη Π. "Η άγνωστη προιστορία των Ελλήνων",εκδ. Δίον 1987
-Τσατσόμοιρος Ηλίας"Ιστορία Γενέσεως τήςΕλληνικής Γλώσσας", εκδ. Δαυλός `91.
-Καββαδίας Γ.:"Σαρακατσάνοι",εκδ. Λούση Μπρατζιώτη, ΑΘ.
-Καρατζένη Ν."Οι νομάδες κτην/φοι των Τζουμέρκων",Άρτα -Μπαμπινιώτης Γ.:"Θεωρητική Γλωσσολογία",Αθ. `86
-Κάρκου-Κορμεκιάρη:"Ετυμ. Λεξικό Αρχ. Ελλην. Γλώσσ." ,Λάρισ.`68
-Μάτσας Νέστωρ "Στέγη από ουρανό" εκδ.Κολλάρου
-Μακρής Ευριπίδ."Ζωή και παράδοση Σαρακ/ναίων",Ιωάννινα`90
-Χρήστου Π.:"Οι περιπέτειες των εθνικών ονομάτωντών Ελλήνων", εκδ. Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη 1989.
-Π.Ο.Σ.Σ.: "Πανελλ. Ομοσπ.Συλλόγων Σαρακ/άνων",τόμ.Α/Β `83. -Πουλιανός Ά."Η προέλευση των Ελληνων"εκδ.Μόρφωση `60.
-Μπότος Γιάννης:"Οι Σαρακατσάνοι", Αθήνα 1982
-Ρώσση Ιωάν. "Λεξικό ανωμ. ρημ. αρχ. Ελλην. γλώσσ.",εκδ. Ρώσση Ι. -Χατζημιχάλη Αγγελ. "Σαρακατσάνοι",τόμ. Α/Β Αθ. ``56
-Τομπαίδη Δ.:"Επιτομή Ιστορίας τής Ελλην. Γλώσσ.",εκδ. Ο.Ε.Δ.Β. -Πρεάρη Νίκου:"Ο ΟΡΦΕΑΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΡΦΙΚΟΙ", Αθήνα 9

Sorry, this website uses features that your browser doesn’t support. Upgrade to a newer version of Firefox, Chrome, Safari, or Edge and you’ll be all set.