Στη σελίδα 58 των ΑΡΜΑΝΩΝ-ΒΛΑΧΩΝ του ο Νικ. Μέρτζος γράφει:
"Πολυάριθμοι είναι οι Βλάχοι που συναντά, το 1830 ο Αγγλος Έρκουαρτ που περιηγείται την Πελοπόννησο και την Αιτωλοακαρνανία, ο οποίος και γράφει:
"Αν και η Βόνιτσα ήταν το αρχηγείο, δεν υπήρχε εκεί κανένα άλλο στρατιωτικό σώμα εκτός από αυτό του Καπετάνιου Τζιώγκα, αρχηγού των Βλάχων, ένα πληθυσμό που συνέβαλε στην Επανάσταση σε διάφορες χρονικές περιόδους έως και με δέκα χιλιάδες άνδρες. Ο Τζιώγκας είχε μαζέψει διά μιας μέχρι και δύο χιλιάδες".
Το όνομα του Τζιώγκα ως βλαχόφωνου το αναφέρει και στη σελίδα 41.
Στη δε σελ. 200 κατατάσσει μεταξύ των βλαχοφώνων αγωνιστών του 1821 και τον Δ. Τσιόγκα.
Προφανώς εννοεί τον Γ. Τζιόγκα. Λεν μπόρεσα να ανεύρω το όνομα του Λ. Τσόγκα μεταξύ των αγωνιστών του 21. Εκείνος όμως που είναι σύγχρονος και συμπολεμιστής των βλαχόφωνων, όπως τους θέλει ο Ν. Μέρτζος, Ανδρέα Ίσκου και Λ. Σκαλτσά και μάλιστα πολέμησε στην ίδια περιοχή με αυτούς είναι ο Γεώργιος Τζόγκας.
Ήταν Βλαχόφωνος Έλληνας ο Τσόγκας ή μήπως ήταν και αυτός Σαρακατσιάνος;
Απαντώντας στο ερώτημα αυτό έχω να κάνω τις εξής παρατηρήσεις:
Επαναλαμβάνω κατ’ αρχήν όλα όσα εκτίθενται για το περιεχόμενο των εννοιών Βλαχοποιμένες, Γραικόβλαχοι, Βλάχοι, σκηνίτες, ποιμένες. Παρατηρώ απλώς ότι η κρατούσα επιστημονική άποψη από τα χρόνια της Άννας της Κομνηνής είναι η ανωτέρω αναφερόμενη που συνάγεται από τη φράση: "και οπόσοι την ομάδα Βίον είλοντο Βλάχους τούτους η κοινή καλείν οίδε διάλεκτος".
Και ειδικότερα για τη Θεσπρωτία κα την Αμφιλοχία είναι επίκαιρο σημείο να παρατεθεί εδώ η σελ. 38 εκδ. 1905 της "Μονογραφίας περί Κουτσόβλαχων" του Παν. Αραβαντινού. Γράφει λοιπόν το 1860 ο Π. Αραβαντινός:
"Τοιούτους φερεοίκους ποιμενοβίους ολιγίστους απαντώμεν εν Θεσσαλία και Μακεδονία Σαρακατσάνους καλουμένους καταχρηστικώς, διότι οι Σαρακατσάνοι ορμώνται εξ Ελλήνων και αυτόχρημα Έλληνες εισί... Ποιμένες φερέοικοι και ούτοι, ως οι Αρβανιτοβλάχοι δε διαιτώμενοι, λείψανα εισίν των αρχαίων νομάδων Ακαρνάνων και Ηπειρωτών, ως καταδεικνύεται εκ των εθνικών αυτών χαρακτηριστικών, της γλώσσης δηλ. των ηθών και της φυσιογνωμίας αυτών. Τούτων ομάδες τινές άγουσι τα ποίμνια αυτών εις τα όρη του Ζαγορίου και του Μαλακασίου κατά το θέρος, κατά δε τον χειμώνα κατέρχονται εις Θεσπρωτίαν και Αμφιλοχίαν, τούτων δε συγγενείς και σύμφυλοί εισιν οι εν Ακαρνανία φερέοικοι ποιμενόβιοι και εκ τούτων ουκ ολίγοι ηνδραγάθησαν προ της Επαναστάσεως και κατά τον Ελληνικόν αγώνα, ως αρματωλοί και οπλαρχηγοί, οίοι ο Κατσαντώνης, ο Τσόγκας και έτεροι...".
Κατά τον Π. Αραβαντινόν επομένως ήταν Σαρακατσιάνος ο Γ. Τσόγκας. Και έχει ιδιαίτερη αξία ο λόγος αυτός του συγγραφέα αυτού. Έγραψε τη "Μονογραφία των Κουτσοβλάχων". Ήξερε επομένως ποιοι ήταν εκείνοι και ποιοι ήταν οι Σαρακατσιάνοι.
Αλλά και περαιτέρω:
Γράφει ο Ν. Κασομούλης στα Στρατιωτικά του Ενθυμήματα (Τ.Α' σελ. 14-15)
Ο Μακρυγιάννης τον οποίο ονομάζει αρχιποιμένα είχε τέσσερα αγόρια, τους 1. -Αντ. Κατσαντώνη (1770 ή 1773-1808 ή 1809), 2) Λεπενιώτη (1780-1810), 3- Γεώργιο Χασιώτη (1790-1804), 4) Χρήστο Κούτζικο (πρέπει το όνομα του να είναι Κούτσικος, γιατί ήταν ο μικρότερος από τα αδέλφια κα το μικρότερο οι Σαρ. τον λένε κούτσικο) και μία κόρη, σύζυγο Πατζιούρα και υιός αυτής Κωνσταντής Λεπενιωτάκης. Ο Κατζιαντώνης συγγενείς Βλάχους έσχεν πολλούς, αλλ'ουδείς εμιμήθη τούτον εκτός του Τζιόγκα". Και στη συνέχεια "Οπαδοί, διάδοχοι, πρωτοπαλλήκαρα αναφέρει το Γεωργάκη Τζιόγκα και τον Γ. Καραϊσκάκη.
Στις σημειώσεις του ο Γιάννης Βλαχογιάννης την ανωτέρω λέξη "Βλάχους" την επεξηγεί ως "Σαρακατσάνους Ελληνόφωνους".
Είναι γνωστό ότι ο Κοζανίτης Νικ. Κασομούλης ήταν γραμματικός του Νικ. Στουρνάρη. Γνώρισε τα πρόσωπα που έδρασαν κατά τον απελευθερωτικό αγώνα του 1821 στα Άγραφα και στον Ασπροπόταμο, στο Μεσολόγγι και όπου αλλού πολέμησε ο Νικ. Στουρνάρης μέχρι το θάνατο του. Έζησε την εποχή της δράσης τους. Και πάνω απ' όλα είναι σύγχρονος τους.
Ο Νικ. Κασομούλης λοιπόν ονομάζει τον Γεώργιον Τζιόγκαν συγγενή του Κατσαντώνη. Και ο Κατσαντώνης αναμφισβήτητα ήταν Σαρακατσιάνος. Εύκολα βγαίνει το συμπέρασμα ότι και ο Γ. Τζιόγκας ήταν Σαρακατσιάνος.
Από τις παρατηρήσεις του Γιάννη Βλαχογιάννη, διευθυντή επί πολλά χρόνια της Εθνικής Βιβλιοθήκης, στον οποίο οφείλουμε τη διάσωση μεγάλου μέρους των ιστορικών ντοκουμέντων της Επανάστασης του 1821 συνάγεται και το ότι όταν ο Νικ. Κασομούλης χαρακτηρίζει ως "βλάχο" τον πατέρα του Κατσαντώνη και τους συγγενείς του χρησιμοποιεί τη λέξη αυτή με τη γνωστή της έννοια στον Πανελλήνιο ήτοι ως εννοούσα τον ορεινό, τον κτηνοτρόφο, τον αγράμματο και άξεστο ίσως ακόμη άνθρωπο. Τέτοιοι ήταν και οι Σαρακατσιάνοι, που και οι ίδιοι λένε ότι είμαστε βλάχοι, με την ανωτέρω έννοια όμως και όχι με την έννοια βλαχόφωνοι.
Ο Γιάννης Βλαχογιάννης, που εξέδωσε και σχολίασε τα Στρατιωτικά Ενθυμήματα του Νικ. Κασομούλη στον Τ.Α' σελ. 395 σημ. 2 αναφέρει ότι "ο Τζόγκας ήταν κι' αυτός Σαρακατσάνος". Στο έργο του "Καραϊσκάκης - Ιστορικά Ντοκουμέντα", στη σελίδα 82, - παρατηρεί. "Σημειώνω πως και το επίθετο του περίφημου αγωνιστή στρατηγού Γεωργάκη Τσόγκα (ή Βλαχοτσόγκα, Σαρακατσάνοι), από τον περίφημο ταϊφά (συμμορία) του Κατσαντώνη ήταν στην αρχή βαφτιστικό". Στην επόμενη σελίδα 396 αναφέρει μια φράση του Γ. Τζόγκα για τον Γ. Καραϊσκάκη "...τον ηξεύρω ... τι πορδήλας είναι". Ο άδικος αυτός χαρακτηρισμός του Καραϊσκάκη είναι μία πολύ συνηθισμένη σαρακατσιάνικη λέξη, που σημαίνει φοβητσιάρης, μέχρι τέτοιου σημείου που του ξεφεύγουν π.... από τον τρόμο του. Τον αδικεί τον Καραϊσκάκη, του οποίου ήταν δικαστής στη γνωστή δίκη του και βεβαίως απαλλακτικός κατά την έκδοση της απόφασης.
Ο Γ. Τσόγκας είχε και το παρατσούκλι "ξυνογαλάς". Δεν ξέχασε φαίνεται το συνηθισμένο ρόφημα του ή και φαγητό του ακόμη με το οποίο μεγάλωσε στη στάνη.
Γεννημένος στις κορυφές των Βουνών και μεγαλωμένος στη στάνη του πατέρα του, στις πλαγιές και στα ξέφωτα των δασών και στο τσελιγκάτο των συγγενών του καίτοι στρατιωτικός διοικητής στο Μεσολόγγι δεν άντεξε την "κλεισούρα" του, όταν το πολιόρκησαν οι Τούρκοι και εγκατέλειψε αξίωμα και διακρίσεις για να αναπνεύσει τον ελεύθερο αέρα των Βουνών της Πίνδου.
Η Αγγελική Χατζημιχάλη στους "Σαρακατσάνους" της Τόμος Α' - ά μέρος - σελ. 9 γράφει:
«Επίσης στον περίφημο ταϊφά του Κατσαντώνη ήταν και ο έπειτα στρατηγός Τσόγκας ή Βλαχοτσόγκας που ο Κασομούλης τον αποκαλεί ξινόγαλο δηλαδή ξινογαλά, επειδή ήταν Σαρακατσάνος».
Και στη φράση αυτή της Αγγελικής Χατζημιχάλη Βρίσκομε τη λέξη βλάχος ως παρατσούκλι και πρώτο συνθετικό του ονόματος του Τσόγκα. Και όμως η μεγάλη μας αυτή λαογράφος μας γράφει ότι ήταν Σαρακατσάνος.
Για τον Γ. Τσόγκα και Αλεξάκη Βλαχόπουλο ο Π. Αραβαντινός στα ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ του παραθέτει και το τραγούδι με αριθ. 82 με επικεφαλίδα "Γ. ΤΣΟΓΚΑΣ ΚΑΙ ΑΛΕΞΗΣ ΒΛΑΧΟΠΟΥΛΟΣ"
“Σ' όλον τον κόσμο…”
Το τραγούδι αυτό το ακολουθεί τούτη η σημείωση:
"Εις την άλωση του Βραχωρίου συμβάσαν κατά το 1821 δεν παρευρέθη ο Γεώργιος Τσόγκας αυτοπροσώπως, αποστείλας τον Δήμον Τσέλιου μετά 300 μαχητών. Ο Σαρακατσάνος Τσόγκας, πρωτοπαλλήκαρον των Κατσαντωναίων μετά την εξόντωσην αυτών επροσκύνησε και υπηρέτησεν τον Αλήν Πασσά ... Ο Τσόγκας εντίμως κατά την επανάστασιν αγωνισθείς απεβίωσεν άτεκνος τω 1832 εν Αιτωλικώ".
Η εφημερίδα ΑΙΩΝ με αφορμή την σφαγή του Δήλεσι έγραψε το 1870: "Οι Αρβανιταίοι, η τόσην τραγικήν και απεχθή επισημότητα αποκτήσαντες διά της τελευταίας πράξεως των ανήκουσιν εις την κτηνοτροφικήν φυλήν των Σαρακατσάνων... Εκ της φυλής ταύτης κατήγετο ο Κατσαντώνης, Ο Λεπενιώτης, ο Τσόγκας και άλλοι προέχοντες κλέφται των ηρωικών χρόνων". Ο ισχυρισμός βέβαια ότι οι Αρβανιτάκηδες (Αρβανιταίοι) ήταν Σαρακατσάνοι δεν είναι ακριβής. Το μάλλον ορθό είναι ότι εκτός ενός με το επώνυμο Σπανός της συμμορίας των Αρβανιτάκηδων κανένας άλλος δεν ήταν Σαρακατσιάνος.
Σαρακατσιάνος κατά τον ποιητή μας Στέφανο Γρανίτσα ήταν ο Γρηγόρης Λιακατάς και ο Γεωρ. Τσιόγκας: "Η ράτσα των Σαρακατσαναίων έδωκεν εις την τουρκοκρατουμένην Ελλάδα τον Κατσαντώνη, τον Λεπενιώτη... τον Λιακατάν, τον Τσιόγκαν... και χίλιους άλλους τουρκομάχους...". Ο ίδιος χαρακτηρίζει τους Σαρακατσιάνους ως τους "καταλαγαρότερους έλληνες".
Ο καθηγητής της Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου Θράκης Διονύσιος Μαυρόγιαννης στην τρίτομη μελέτη του "Οι Σαρακατσάνοι της Ανατολικής Θράκης και της Ανατολικής και Κεντρικής Μακεδονίας" αναφέρει τον Γεωρ. Τσιόγκα ως Σαρακατσιάνο (τόμος 3ος σελ. 93).
Ο Σπανδωνίδης στο έργο του "Οι Κλεφταρματολοί και τα τραγούδια τους" - Εισαγωγή σελ. 43 - αφού αναφέρει τον Κατσαντώνη ως καταγόμενο από οικογένεια Σαρακατσαναίων αναφέρει ως σωματάρχες του τους επίσης Σαρακατσιάνους Δίπλα, Γεώρ. Τσιόγκα, Γεώργιο Καραϊσκάκη, Νάσο κ. α.
Το όνομα Τσόγκας είναι και σαρακατσιάνικο επώνυμο. Είναι επώνυμο που υπάρχει στην Ήπειρο. Και μάλιστα κάποιοι από τους Τσογκαίους της Ηπείρου έχουν μακρυνή συγγένεια με τους Σαρακατσιάνους Μπαλαίους του Ξηροχωρίου Θεσ/νίκης, όπως μου αποκάλυψε εδώ και πολλά χρόνια ο Γρηγόρης Κων. Μπαλάς.
Μετά τα ανωτέρω μόνον από άγνοια επιτρέπεται η αμφισβήτηση της σαρακατσιάνικης καταγωγής του Γεωργίου Τσιόγκα, του "ξυνογαλά" κατά τη σαρακατσιάνικη λέξη. Οι Αρμανοί - Βλάχοι το "ξυνόγαλο" το λένε "ζάλα", κι' αν ηταν βλαχόφωνος ο Γ. Τσιόγκας θα έπρεπε το παρατσούκλι του να ήταν "ζάλας" και όχι " ξυνογαλάς".
Από το βιβλίο του Νίκου Κατσαρού, «Σαρακατσιάνοι και Αρμάνοι – Οι Βλάχοι»