Τελευταία εβδομάδα της κόρης στο τσελιγκάτο του πατέρα της, την Κυριακή παντρεύονταν και θα πάγαινε μακριά στα αφιλόξενα ξένα. Η εβδομάδα πριν τον γάμο είναι η εβδομάδα που η κόρη εκθέτει τα προικιά της σε συγγενείς και φίλους και δέχεται τα δώρα τους, είναι η εβδομάδα που πιάνονται κυριολεκτικά τα προζύμια για το ψωμί του γάμου, παρακάτω θα αναφερθώ για την ιδιαίτερη σημασία που έδιναν στο προζύμι του γάμου και τις δοξασίες που το συνόδευαν. Ένα ψωμί ποιο φροντισμένο και διπλά-τριπλά ζυμωμένο κάτι σαν το εφτάζυμο. Έδιναν ιδιαίτερη σημασία στο ψωμί του γάμου, ώστε να ξεχωρίζει από το καθημερινό. Όλα στο γάμο ήταν ξεχωριστά, άσε εκείνες οι πίτες και τα ψητά από το κοκορέτσι μέχρι το σπληνάντερο και το σφαχτό στη σούβλα. Όλοι χαίρονταν και τραγουδούσαν και τα κορίτσια με τις γυναίκες να πηγαινοέρχονται στο καλύβι της νύφης πάντοτε πρόθυμες να βοηθήσουν για να κάνουν τις τελευταίες στιγμές της κόρης στους δικούς της ευχάριστες.
Το 1996 ο ραδιοφωνικός παραγωγός Γεώργιος Παπαγεωργίου, επισκέφτηκε το Samokov της Βουλγαρίας και ηχογράφησε μαρτυρίες των εκεί Σαρακατσιαναίων, για τα ήθη, έθιμα και τραγούδια των αρραβώνων και της Χαράς.
Ο Γιώργος Παρλάτζας εμπνεύστηκε από την κτηνοτροφική ζωή των Σαρακατσιαναίων και έγραψε δώδεκα ποιήματα για τον κάθε μήνα του χρόνου.
ΤΟ ΚΑΜΑΡΙ ΤΗΣ ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΑΣ
Μπορεί σήμερα να λέμε ότι η κουζίνα είναι «ο καθρέφτης της νοικοκυράς», τότες όμως η βιτρίνα όλου του κονακιού ήταν σίγουρα ο γίκος!
Ο γιούκος < τουρκική yük < πρωτοτουρκική *yü- (φορτώνω, μεταφέρω), (ιδιωματικό) (παρωχημένο) κοίλωμα σε τοίχο, όπου τοποθετούνται τα στρωσίδια, (ιδιωματικό) (παρωχημένο) στοίβα με στρωσίδια. Ο γιούκο(υ)ς ή κρεβαταριά, ή γίκος, για τους Σαρακατσάνους, που υπήρχε σε κάθε κονάκι, δεν ήταν απλά μια κρεβαταριά με σαία, ήταν ένας συμβολισμός, ήταν μια απόδειξη αξιοσύνης και πίστη στις αρχές που διαπερνούσαν την Σαρακατσάνα γυναίκα, νοικοκυρά, σύντροφο, μάνα, αδερφή.
Οι κτηνοτρόφοι όταν οδηγούσαν τα κοπάδια τους στη βοσκή, «επικοινωνούσαν» με τα ζώα τους με φωνές και σφυρίγματα. Ήχους που τα ζώα αναγνώριζαν και στο άκουσμά τους αντιδρούσαν ανάλογα. Χαρακτηριστικά στοιχεία των ήχων αυτών όπως η ένταση, η χροιά, ο χρόνος διάρκειας, η επανάληψη, καθόριζαν και τη συμπεριφορά τους. Εκτός από τη φωνή του τσομπάνου που αποτελούσαν χαρακτηριστικοί και αναγνωρίσιμοι από τα ζώα ήχοι, κυρίαρχο στοιχείο της επικοινωνίας του ήταν και το σφύριγμα.
Ο Φλάμπουρας είναι η σημαία, το λάβαρο της χαράς (γάμου) και είναι κατ’ εξοχήν σύμβολο των Σαρακατσαναίων.
Το εθιμοτυπικό του Σαρακατσιάνικου Γάμου αποτελεί ένα είδος στρατιωτικής επιχείρησης με το “ψίκι” του γαμπρού για το πάρσιμο της νύφης (απαγωγής) κι αυτό αντανακλάται στα μιμητικά δρώμενα του γάμου όπου εμπεριέχεται απαγωγή “νύφης” που μας παρεπέμπει στη μυθολογία με την απαγωγή της Περσεφόνης.
Σαρακατσιαναίοι σπάνια παρασκεύαζαν και έτρωγαν σαλάτες. Και αυτό γιατί εκεί επάνω στα βουνά που έστηναν τις στάνες τους δεν εύρισκαν τα απαιτούμενα υλικά. Τα αναπλήρωναν μερικές φορές με χόρτα που αφθονούσαν στα λιβάδια τους. Κυρίως «κυνηγούσαν» τις «νάνες», τα «τσουκνίδια» και τα «λάπατα». Σαλατικό όμως ήταν μόνο οι «νάνες», ποώδες φυτό όχι πολύ συνηθισμένο στα λιβάδια, που βρασμένο με ξύδι και λάδι γινόταν ευγευστότατο. Τα άλλα δυο τα χρησιμοποιούσαν στις λαχανόπιτες.
Η στράτα είναι ένα μεγάλο κεφάλαιο. Είχα την τύχη να ζήσω τη ζωή αυτή τη Σαρακατσάνικη, που παρ’ όλο που ήταν δύσκολη, την έζησα από τότε που κατάλαβα τον εαυτό μου. Μέσα στην ψυχή μου έχει ριζώσει όλο αυτό το μεγαλείο, στα πρόβατα, στη στρούγκα και στα β'νά. Αυτό το συναίσθημα δεν περιγράφεται με λόγια.
(Ένα απόσπασμα από τη συνέντευξη που έδωσε ο Νίκος Γιαννακός στον Γιώργο Κολοβό)
«Νομάδες από πανάρχαια μήτρα κτηνοτρόφων, τσελιγκάδες, προβαταραίοι, χωρίς δική τους γη και μόνιμη κατοικία, περπατάρηδες και κόσμος από λόγγα, αυτοί είναι οι Σαρακατσάνοι»
Της Αγγελικής Χατζημιχάλη
"Σαρακατσάνικη πατρίδα δεν είναι ένας ορισμένος τόπος εγκατάστασης, απ’ όπου στα πολύ παλιά χρόνια έφυγαν και σκορπίστηκαν. Πατρίδα τους είναι όλα τα φιλόξενα για την προβατοτροφία βουνά. Με τα ποίμνιά τους αλώνιζαν την ηπειρωτική Ελλάδα αλλά και τις λοιπές Βαλκανικές χώρες".
Ο θάνατος, το συνταρακτικότερο γεγονός της φύσης, ήταν φυσικό να αποτελέσει ένα από τα κεντρικά αντικείμενα της επιστημονικής έρευνας, της θρησκευτικής σκέψης, του φιλοσοφικού στοχασμού και της τέχνης. Η ιδέα του θανάτου, σ όλη τη διάρκεια της ανθρώπινης πορείας, ταλαιπωρεί τον άνθρωπο, που το βιώνει σαν το τέρμα της ύπαρξής του. Γι αυτό από την αρχαία εποχή φιλοσοφικές ή θεολογικές θέσεις προσπάθησαν να ηρεμήσουν την ανθρώπινη ψυχή από την αγωνία του θανάτου. Παράλληλα, στο λαό επικρατεί πλούσια εθιμολογία που χαρακτηρίζεται τόσο από σεβασμό προς το νεκρό και τη μνήμη του όσο και από τη σκέψη να αποτραπεί ή να εξουδετερωθεί οποιοδήποτε κακό θα μπορούσε να προέλθει από το θάνατο ενός οικείου προσώπου.
Ο Γάμος (Η Χαρά)
Οι Σαρακατσάνοι ονομάζουν τον γάμο χαρά, καθώς αποτελούσε το σημαντικότερο γεγονός στη ζωή τους, τη μεγαλύτερη χαρά. Στους ανύπανδρους ευχότανε : «Κι σ' τ'ς χαρές σας οι ανύπανδροι».
Η παντρειά στους Σαρακατσάνους γινόταν, τουλάχιστον μέχρι τη δεκαετία του ΄50, με προξενιό, ήταν δηλαδή υπόθεση της οικογένειας και όχι της κοπέλας. Ωστόσο, υπήρχαν και περιπτώσεις που δυο νέοι αγαπιούνταν και δεν συνηγορούσαν οι γονείς τους. Τότε γινόταν κλέψιμο ή απαγωγή της κοπέλας.
(Κάθε παραλληλισμός με την σημερινή κατάσταση αφήνεται στην κρίση του καθενός)
Μια εργασία στις απόψεις του Γ.Β Καβαδία περί δικαίου των Σαρακατσάνων.
Οι πηγές του Σαρακατσάνικου δικαίου είναι το έθιμο, το αίσθημα δικαιοσύνης και ο κοινός νους. Παρ όλα αυτά,
1.Υπήρχαν έθιμα που αφορούσαν αποκλειστικά το δίκαιο και κατά συνέπεια εντοπίσιμα, αυτά καθ' εαυτά, υπήρχαν όμως και άλλα με πολλές σημασίες, των οποίων η άποψη για την δικαιοσύνη και το δίκαιο συγχέεται με τις άλλες απόψεις
Γενάρ'ς = Ιανουάριος
Φλεβάρ'ς =Φεβρουάριος
Μάρτ'ς = Μάρτιος
Απρίλ'ς = Απρίλιος (Σημαδιακός μήνας για τους Σαρακατσιαναίους, επειδή τον Απρίλιο ξεκινούσαν για τα βουνά, για το ξεκαλοκαιριό)
Μάης = Μάϊος
Οι Σαρακατσάνοι με την σκληρή νομαδική ζωή που ζούσαν, όφειλαν να προσαρμόζουν και τη διατροφή τους.
Τα πρόβατα είχαν καθορισμένο ρόλο. Εκτός ότι τους εξασφάλιζαν την ενδυμασία τους, επηρέαζαν και τη διατροφή τους σε σημαντικό βαθμό με τα γαλακτοκομικά προϊόντα και το κρέας τους. Το τυρί, η μυζήθρα, το ξινόγαλα, η «διαούρτι» (γιαούρτι), το γαλοτύρι, είναι μερικά από αυτά. Το τυρί είναι το βασικότερο από όλα και το έχουν όλη τη διάρκεια του χρόνου. Διατηρείται σε τομάρια (ασκιά) και σπανιότερα σε βαρέλι.
Για να υπενθυμίσω στους παλιούς σαν κι εμένα σαρακατσαναίους -και όχι μόνο- αλλά και να μαθαίνουν οι νεώτεροι κάποια έθιμα της φυλής μας που τείνουν να ξεχαστούν, αν δεν ξεχάστηκαν κιόλας.
Κυριακή βράδυ, λοιπόν, παραμονή της καθαρής Δευτέρας, μαζεύονταν η φαμίλια γύρω από το στρόγγυλο τραπέζι κι έφερνε η μάνα, ή η τρανήτερη αδερφή, την πίτα,στριφτόπτα ή κουλουρόπτα ανάλογα, ζεστή και να τρυπάνε τα ρουθούνια από την ευωδιά των ψημένων αγνών υλικών!
Κάθε ελληνική φορεσιά ή καλύτερα ελληνική τοπική φορεσιά είναι ένα σύνολο ενδυμάτων, που χαρακτηρίζει μια ομάδα ανθρώπων που ζουν μέσα στον ελληνικό χώρο. Λειτουργεί όπως κάθε ενδυμασία: ντύνει και στολίζει το κορμί, και παρουσιάζει την όψη που επιθυμεί να δώσει εκείνος που την φορά στους τρίτους, παρέχοντας στον εαυτό του σιγουριά και άνεση. Μέσα στη συντηρητική και αυστηρή κοινωνία των Σαρακατσιαναίων, η σιγουριά και η άνεση πετυχαίνονται με την ομοιομορφία που προσφέρει μια στολή.