Δυσκολεύομαι να πιστέψω ότι έχουν περάσει είκοσι οχτώ χρόνια από τότε που κυκλοφόρησε αυτό το βιβλίο για πρώτη φορά. Δεν έχω να προσθέσω πολλά πράγματα στην εισαγωγή που είχα γράψει εκείνο τον καιρό, παρά μόνο για να πω ότι οι αλλαγές στην Ελλάδα συνεχίστηκαν με ακόμα πιο γοργό ρυθμό, ως και στην απομακρυσμένη και όμορφη γωνιά της Μάνης όπου γράφονται αυτά τα λόγια.
Εκεί ψηλά, στη Βόρεια Ελλάδα, που είναι το θέμα αυτού του βιβλίου, φαίνεται ότι τα πράγματα έχουν αλλάξει με ανάλογη ταχύτητα. Οι Σαρακατσάνοι έχουν σχεδόν όλοι αποκτήσει μόνιμες εγκαταστάσεις. Όταν μια ολιγάριθμη πλέον οπισθοφυλακή αποφασίζει να ξεκαλοκαιριάσει σε κάποια απόκρημνη πλαγιά της Πίνδου, τα κοπάδια είναι πολύ μικρότερα από τα μεγάλα ποίμνια που ξεκινούσαν ανήμερα τ' Αϊ-Γεωργιού για τα καλοκαιρινά τους βοσκοτόπια.
Τα μαντριά τους που ήταν φτιαγμένα με κλαριά και τα κυλινδρικά τους καλύβια έχουνε χαθεί. Τώρα πια η αυλακωτή λαμαρίνα σού πληγώνει τα μάτια αντανακλώντας το βορινό φως. Και όταν ξεκινάνε να κατέβουν από τα βουνά, του Αγίου Δημητρίου, κι αυτοί, όπως κι οι άλλοι πρώην νομάδες, οι Βλάχοι, ταξιδεύουν με τα φορτηγά. Οι καταπληκτικές φορεσιές των γυναικών τους μένουν διπλωμένες ταχτικά σε μπαούλα και σε ντουλάπες, ή τις βλέπουμε μέσα στις βιτρίνες, στα λαογραφικά μουσεία.