Patrik 100Δυσκολεύομαι να πιστέψω ότι έχουν περάσει είκοσι οχτώ χρόνια από τότε που κυκλοφόρησε αυτό το βιβλίο για πρώ­τη φορά. Δεν έχω να προσθέσω πολλά πράγματα στην εισαγωγή που είχα γράψει εκείνο τον καιρό, παρά μόνο για να πω ότι οι αλλαγές στην Ελλάδα συνεχίστηκαν με ακόμα πιο γοργό ρυθμό, ως και στην απομακρυσμένη και όμορφη γωνιά της Μάνης όπου γράφονται αυτά τα λόγια.
Εκεί ψηλά, στη Βόρεια Ελλάδα, που είναι το θέμα αυτού του βιβλίου, φαίνεται ότι τα πράγματα έχουν αλλάξει με ανάλογη τα­χύτητα. Οι Σαρακατσάνοι έχουν σχεδόν όλοι αποκτήσει μόνιμες εγκαταστάσεις. Όταν μια ολιγάριθμη πλέον οπισθοφυλακή απο­φασίζει να ξεκαλοκαιριάσει σε κάποια απόκρημνη πλαγιά της Πίνδου, τα κοπάδια είναι πολύ μικρότερα από τα μεγάλα ποί­μνια που ξεκινούσαν ανήμερα τ' Αϊ-Γεωργιού για τα καλοκαιρινά τους βοσκοτόπια.

Τα μαντριά τους που ήταν φτιαγμένα με κλα­ριά και τα κυλινδρικά τους καλύβια έχουνε χαθεί. Τώρα πια η αυλακωτή λαμαρίνα σού πληγώνει τα μάτια αντανακλώντας το βορινό φως. Και όταν ξεκινάνε να κατέβουν από τα βουνά, του Αγίου Δημητρίου, κι αυτοί, όπως κι οι άλλοι πρώην νομάδες, οι Βλάχοι, ταξιδεύουν με τα φορτηγά. Οι καταπληκτικές φορεσιές των γυναικών τους μένουν διπλωμένες ταχτικά σε μπαούλα και σε ντουλάπες, ή τις βλέπουμε μέσα στις βιτρίνες, στα λαογραφι­κά μουσεία.

Διαβάστε το κεφάλαιο "Μαύροι Αποδημητές" που αναφέρεται στους Σαρακατσιάνους της Θράκης και σε στιγμιότυπα της ζωής τους

Sorry, this website uses features that your browser doesn’t support. Upgrade to a newer version of Firefox, Chrome, Safari, or Edge and you’ll be all set.