Katsaros NΕίναι καταρχήν σχεδόν αδύνατο να κατανοηθεί σήμερα αυτό το συναίσθημα της ντροπής και κυρίως είναι αδύνατο να κατανοηθεί η έκταση και η ένταση του. Καταλάμβανε όλους, μέχρι τον τελευταίο στο τσελιγκάτο: παππούδες, γιαγιάδες, άνδρες, γυναίκες και παιδιά. Όλοι κάποιον ντρέπονταν και τον ντρέπονταν βαθιά και με ειλικρίνεια. Και ο κάποιος αυτός ήταν ο μεγαλύτερος στην ηλικία. Πολύ δε περισσότερη ντροπή αισθάνονταν απέναντι στους μεγαλύτερους, στους σεβάσμιους.

Δεν ταυτίζω την ντροπή με τον σεβασμό προς τους μεγαλύτερους, που κι εκείνος ξεχείλιζε από ποιότητα και πληρότητα απέραντη. Ο σεβασμός ήταν δεδομένος. Ήταν κανόνας ζωής. Είχε τα πρόσωπα προς τα οποία εκδηλωνόταν και τα πρόσωπα που τον όφειλαν. Ο σεβασμός θα έλεγα ήταν θεσμός με ιδιαίτερους κανόνες συμπεριφοράς. Ήταν ένας θεσμός ο οποίος ακολουθούσε ένα αυστηρό τυπικό, που όλοι το τηρούσαν αβίαστα και όλοι τον αποδέχονταν και τον βίωναν πιστά και απαρέγκλιτα. Ο σεβασμός ήταν δεδομένος, αναμφισβήτητος, υποχρεωτικά επιδεικνυόμενος. Μπορεί να διέφερε στο ποιόν του από άνθρωπο σε άνθρωπο, στην ειλικρίνεια του, στη θέρμη του. Ήταν όμως μια συνήθεια που την ακολουθούσε η μια μετά την άλλη γενιά με πλήρη πιστότητα, τουλάχιστον στα εξωτερικά της γνωρίσματα.

Η ντροπή όμως ήταν κάτι άλλο. Κατέκλυζε όλον τον εσωτερικό κόσμο και εμπότιζε όλο το είναι του Σαρακατσιάνου και της Σαρακατσιάνας. Τους μεταμόρφωνε τα συναισθήματα, όταν συνέτρεχε κάποιος λόγος εκδήλωσης της. Ξεπηδούσε από μέσα τους δυνατή, ρωμαλέα, κυρίαρχη και χρωμάτιζε τα μάγουλα τους με το ομορφότερο χρώμα που υπάρχει, «το της αιδούς ερυθρίασμα». Ένιωθαν ένα σφίξιμο της καρδιάς και του νου τους από τη συστολή που διέτρεχε όλο τους το είναι οι νεότεροι προς τους πρεσβυτέρους, οι κατώτεροι προς τους ανώτερους, οι γυναίκες προς τους άνδρες, τα παιδιά προς όλους.


Η ντροπή, η αρχαία ΩΡΑ Αιδώς, είναι ένα πολύμορφο, πολύπλευρο και πολύπλοκο συ-ναίσθημα, που είναι αποκλειστικά ανθρώπινο. Ξεχωρίζει τον άνθρωπο από τα ζώα. Τονίζει την ιδιαιτερότητα του, τη θεία προέλευση του, το σκοπό για το οποίο έρχεται στη ζωή. Εμπεριέχει και δέος και σεμνότητα και φιλοτιμία και χάρη. Μαρτυρεί και καλοσύνη και πειθαρχία. Η ντροπή είναι το ειλικρινέστερο των ανθρώπινων συναισθημάτων. Δεν μπορεί να εκδηλωθεί ως γέννημα υποκριτικής συμπεριφοράς. Κι αν επιχειρηθεί, δεν μπορεί να πληρεί το αληθινό της περιεχόμενο. Δεν θα είναι αυθόρμητη, γνήσια, καθαρή και ατόφια. Οι κινήσεις που θα την εξωτερικεύουν, οι ίδιες θα αποδεικνύουν την υποκρισία της, το πεποιημένο της, τη νοθεία της, την ασχετοσύνη της με το αγνό της περιεχόμενο και το αυθόρμητο της παρουσίας της. Η ντροπή είναι συναίσθημα που δεν κρύβεται. Εκδηλώνεται χωρίς όρους και προϋποθέσεις, όταν κάποιο γεγονός, μια παρουσία, ένας λόγος, μία συμπεριφορά κινήσει τον μηχανισμό παρουσίας της.


Θα περιγράψω μερικές συμπεριφορές από τη ζωή στη στάνη, με την ελπίδα να φανεί απ' αυτά το ακριβές περιεχόμενο της ντροπής.

Και επιλέγω τη στάνη και τους ανθρώπους της, γιατί ο τρόπος της οργάνωσης της ζωής τους, η απομόνωση τους από τον άλλο κόσμο, η μη επίδραση σ' αυτούς του περιβάλλοντος, η μη εξοικείωση προς άλλους περισσότερο ελεύθερους τρόπους ζωής, μπορεί να μας φέρει πιο κοντά στην έννοια της αρχαιοελληνικής αιδούς, της σημερινής ντροπής.

Είναι φυσικότερο και πιθανότερο να εμφορούνται πιστότερα και ειλικρινέστερα ως προς το περιεχόμενο της από ένα τέτοιο συναίσθημα άνθρωποι που μεταφέρουν στους ώμους τους και στην ψυχή τους ό,τι τους μετέδωσαν οι γονείς, οι πάπποι, οι προπάπποι κ.λ.π. ό,τι ανάγεται στο απώτατο παρελθόν. Και για τους Σαρακατσιάνους έχω την απόλυτη βεβαιότητα και πεποίθηση ότι είναι το καθαρότερο αρχαιοελληνικό φύλο του Έθνους μας, που βρίσκεται πολύ κοντά στα συναισθήματα και τα ήθη των αρχαίων μας προγόνων.


Στις στάνες που ήταν στημένες στις πλαγιές και στις κορυφές των βουνών δεν θα μπορούσε να γίνει λόγος για τουαλέτες. Τουαλέτες δεν είχαν ακόμη και πολλά από τα ορεινά χωριά, που κατοικούνταν μόνο το καλοκαίρι και το χειμώνα εγκαταλείπονταν. Έχω ιδίαν εμπειρίαν από ένα από αυτά τα χωριά και μάλιστα στη 10ετία του 1960. Αργότερα κατασκεύασαν έξω από τα σπίτια και σε αρκετή απόσταση, όπου το επέτρεπε ο τόπος, τις «σκοπιές», όπως τις ονόμασε χαριτολογώντας ο τότε Πρόεδρος του χωριού.

Αν αναφέρομαι στις τουαλέτες στις στάνες το κάνω για να προβάλω, όσο κι αν είναι οξύμωρο, μια αρετή της σαρακατσιάνας την αρετή της αιδούς, της ντροπής. Εκείνο το κατέβασμα των ματιών για να μη σε αντικρίζει κατάματα. Εκείνο το κοκκίνισμα του μάγουλου, το «της αιδούς ερυθρίασμα».

Ως τουαλέτες χρησιμοποιούνταν οι γούρνες, το πίσω μέρος των βράχων και των θάμνων που δεν είχαν οπτική επαφή με τις καλύβες της στάνης. Τέτοιοι τόποι υπήρχαν πολλοί. Δεν ήταν πρόβλημα η ανεύρεση τους. Αλλού ήταν το πρόβλημα. Θα το συναντήσουμε πιο κάτω. Και όταν κάποιοι τέτοιοι χώροι ήταν απομακρυσμένοι αυτό δεν πείραζε τους ενοίκους της στάνης. Τους εύρισκαν όπου κι αν ήταν. Το πρόβλημα που τους ενοχλούσε και τους ανάγκαζε την κρίσιμη ώρα να περισκοπούν τα πέριξ και καλά-καλά να μη βλέπουν πού κάθονται ήταν μήπως ερχόταν κάποιος προς τα καλύβια, από το ακάλυπτο δηλαδή μέρος και τους έβλεπε. Και το πρόβλημα αυτό ήταν οξύτερο για τη ντροπαλή Σαρακατσιάνα.


Μερικών εβδομάδων νύφη η Σαρακατσιάνα πήγε σε μια τέτοια υπαίθρια τουαλέτα. Προτού να καθίσει άρχισε να περισκοπεί τα πέριξ. Το ίδιο και όταν κάθισε. Γι' αυτό και δεν είδε την κουλουριασμένη οχιά και «κάθισε» από πάνω της. Ένιωσε όμως σε λίγο το φαρμακερό της δάγκωμα στα οπίσθια της. Σηκώθηκε και το' βαλε στα πόδια τρέχοντας φοβισμένη. Έφτασε αλαφιασμένη στο κονάκι. Ντρέπονταν όμως να αποκαλύψει το μυστικό της. Το δάγκωμα ήταν σε τέτοιο μέρος που ήταν ντροπή να το αναφέρει και στην πεθερά της ακόμη. Πίστεψε ότι θα της περνούσε. Ο σύζυγος ήταν στα πρόβατα, αρκετές ώρες μακριά από τα κονάκια. Νύχτωνε επίσης. Ποιος να πήγαινε και τι να του έλεγε; Υπέφερε όλη τη νύχτα. Το πρωί φώναξε την πεθερά και της το αποκάλυψε κατακόκκινη από ντροπή και πόνο. Ετοίμασαν αμέσως τρία άλογα για κείνη, την πεθερά και τον αδελφό του συζύγου και ξεκίνησαν για το γιατρό στην πόλη που απείχε 5 ώρες πορεία. Δεν έφτασαν ποτέ εκεί. Πέθανε καθ' οδόν. Το δηλητήριο της οχιάς είναι θανατηφόρο.


Τη γούρνα, δίπλα στα καλύβια, σε απόσταση 200 περίπου μέτρων, επισκέφθηκε η παντρεμένη αδελφή, που είχε τέσσερα παιδιά ηλικίας πάνω από τα τριάντα και μια κόρη 25άρα. Η γούρνα, αθέατο καταφύγιο από τις τρεις μεριές, είχε ένα αδύνατο σημείο από το οποίο μπορούσε να προκύψει ο κίνδυνος. Ήταν ένα από τα πολλά δρομάκια που οδηγούσε από μια άλλη στάνη στη δική της. Σπάνια όμως ερχόταν από κει άνθρωπος. Κάθισε η αδελφή με τη βεβαιότητα ότι δεν υπήρχε κίνδυνος κάποιος να ταράξει τη μοναξιά της. «Έκανε όμως το λογαριασμό χωρίς τον ... αδελφό». Μικρότερος της εκείνος, ερασιτέχνης, αλλά πολύ καλός κυνηγός, γύριζε από το κυνήγι, κρατώντας και ένα λαγό από τα δύο του αυτιά. Την είδε από τα 100-150 μέτρα. Για να μην την ντροπιάσει γύρισε προς τα πίσω. Τον είδε όμως κι εκείνη όταν γύριζε. Κατάλαβε ότι την είδε. Κατάλαβε γιατί γύρισε πίσω. Σηκώθηκε. Της «κόπηκαν» τα πόδια από ντροπή. Και με κατεβασμένο το κεφάλι, κατακόκκινα τα μάγουλα, ξεκίνησε για τη στάνη. Την είδε έτσι αλαφιασμένη και ξαναμμένη και κατακόκκινη η γυναίκα του αδελφού. «Τι έπαθες κυρά», «Μη με ρωτάς, αφησέ με στη ντροπή μου»! Και σε επιμονή της νύφης, που τρόμαξε από την εικόνα της της αποκάλυψε το μεγάλο μυστικό! «Με συγχωρείς κυρά Μ., αλλά μ' φαίνεται ότι είσαι χαζή. Δεν θα σε παρεξηγήσει ο αδελφό σ’. Αυτά συμβαίνουν. Όλες θα μπορούσαμε να το πάθουμε». Και εκείνη: «Πες εσύ ότι θελ'ς. Εγώ «χούμπωσα». Δεν θα τον ξανακοιτάξω στα μάτια τον αδελφό μου. «Το πάθημα της όμως πήρε έκταση. Έφτασε και σε μας τα παιδιά. Αρχίσαμε να την πειράζουμε πετώντας κάποια υπονοούμενα. «Κρυψ' θειά. Έρχεται ο αδελφό σ'». Και το βάζαμε στα πόδια για να γλιτώσουμε το ξυθάλι, τη ρόκα, την κανάτα, ό,τι κρατούσε στα χέρια της. Τελικά την λύση την έδωσε ο αδελφός. Μέρα μεσημέρι πήγε στο κονάκι της. «Τι πίτα έφκιασες σήμερα αδελφή»; «Ψαρόπτα Ε... μου», του απάντησε χωρίς να τον κοιτάξει στα μάτια. «Πότε θα τη βγάλεις απ' το γάστρο»; «Την έβγαλα;» «Φκιάσι μ' και λίγο βούτυρο με αυγά (τυρί και αυγά τηγανισμένα με βούτυρο) και έρχομαι να φάμε μαζί». Και αφού έφαγαν με κείνη και την οικογένεια της σοβαρά-σοβαρά της είπε. «Άκουσα Μ. ότι πήγες στο χ...λόγο και ότι τάχα σε είδα και ντροπιάσκες. Ε δεν σε είδα. Πίστεψε με. Όταν πλησίασα το μέρος αυτό από το οποίο βλέπει κανένας τη γούρνα το ζαγάρι βρήκε τορό από πέρδικες και κοίταζα προς τα εκεί. Δεν κοίταζα προς τη γούρνα. «Ψέματα λες Ε.... μου!» «Όχι λέγω την αλήθεια ... Το ζαγάρι κυνηγώντας τον τορό έφθασε μέχρι την μπάρα, τον ποτιστή και αναγκάσθηκα και εγώ να πάω μέχρι εκεί.» «Αλήθεια λες Ε... μου;» «Μα χαζή είσαι; Αν σε έβλεπα τι με πείραζε να το πω; Αύριο μπορεί να είναι μια από τις νύφες μου ή ξαδέλφες μου. Δεν θα φταίνε αυτές. Εγώ θα φταίω που δεν άλλαξα δρόμο». Ηρέμησε η αδελφή. «Μπορεί να μη με είδε» θα σκέφθηκε.


Πέρασαν αρκετά χρόνια. Γεροντάκια και οι δυο. Μεγαλύτερη η αδελφή. Πειραχτήρι όμως και ο μεγαλύτερος γιος του άλλου αδελφού τους και γνωστός χωρατατζής». Τον αγαπούσαν και οι δυο. Δεν τον παρεξηγούσαν γιατί κι εκείνος τους έδειχνε την ειλικρινή του αγάπη. «Ακούστε εδώ. Υπάρχει και ζωή και θάνατος. Οι άνθρωποι εξομολογούνται προτού πεθάνουν. Τα μυστικά τους δεν πρέπει να τα πάρουν μαζί τους. Αν τα πάρουν τότε το χώμα που θα τους πλακώσει θα είναι βαρύτερο. Και σεις έχετε ένα μυστικό. Την αλήθεια την ξέρει ο ένας από σας. Τώρα πέρασαν πολλά χρόνια. Μπορεί θείε να είσαι καλός διπλωμάτης αλλά και τα μυστικά αρχεία των κρατών δημοσιοποιούνται ύστερα από 30 χρόνια. Πες μας λοιπόν την είδες ή δεν την είδες τη θειά στην γούρνα –τουαλέτα-; Θα πάρω και το εικόνισμα του Αη Λιά να μας ορκισθείς ότι μας είπες την αλήθεια». Γέλασε εκείνος. Έμεινε άναυδη η θειά. «Την είδα! Και τι έγινε; Όλοι εκεί δεν πηγαίναμε; Κοντέψατε να την τρελάνετε με τα πειράγματα σας. Είπα ένα ψεματάκι και εκείνη την ηρέμησα και σας έκλεισα το στόμα!» «Μπράβο θείε είσαι λεβέντης. Μα γι' αυτό και σ' αγαπώ πολύ». Στη θεία η αποκάλυψη δεν είχε κανένα επακόλουθο. Τη δέχθηκε γελώντας.


Στους Σαρακατσιάνους οι γάμοι γινόταν κατά κανόνα με προξενιό. Δεν υπήρχαν ειδικοί ή ειδικές προξενητάδες. Υπήρχαν απλά μερικοί και μερικές που «ανακατώνονταν» σε τέτοιες δουλειές και οι πολλοί ήταν αδιάφοροι. Μόνο αν τους ρωτούσαν έλεγαν τον καλό τους λόγο ή αν είχαν άσχημη εικόνα για το μελλόνυμφο ή τη μελλόνυμφη έλεγαν «δεν κάνει αυτός ή αυτή για σένα» ανάλογα μ' αυτόν που τους ρωτούσε. Ο κανόνας ήταν να μην εξηγούν γιατί δεν κάνει. Οι Σαρακατσιάνοι απέφευγαν το κουτσομπολιό. Δεν τους άρεσε να ασχολούνται με τους άλλους και με ό,τι ήταν σχετικό με κείνους. Κοίταζαν τη δουλειά τους, την οικογένεια τους, το «βιό» τους.


Σπάνια αναπτυσσόταν κάποιος ερωτικός δεσμός ανάμεσα σε δυο νέους. Ήταν πολύ δύσκολο να αναπτυχθεί λόγω της πολύ κλειστής ωής της στάνης και της σύνθεσης 
της από στενούς συγγενείς. Οι μόνοι ξένοι ήταν κατά κανόνα οι βοσκοί, που δεν ήταν της σειράς των κοριτσιών της στάνης. Ήταν ξένοι συνήθως και η δουλειά τους στα κοπάδια της στάνης ήταν ένα εξάμηνο συνήθως, που μπορεί και να μη τους έβλεπαν τα κορίτσια καθόλου ή να τους έβλεπαν ελάχιστες φορές. Και συνήθως οι βοσκοί ήταν μεγάλοι στην ηλικία, παντρεμένοι και μη Σαρακατσιάνοι. Ήταν δύσκολο για όλα αυτά να αναπτυχθούν ερωτικά ειδύλλια.

Ανάμεσα στο Σαρακατσιάνικο ζευγάρι αναπτυσσόταν ειλικρινή τρυφερά αισθήματα. Πιστός ο ένας στον άλλο αγωνίζονταν μαζί κάνοντας ο σύζυγος τις ανδρικές δουλειές και η σύζυγος τις γυναικείες για να ανταπεξέλθουν στις υποχρεώσεις τους, να κάνουν την οικογένεια τους, να μεγαλώσουν τα παιδιά τους. Οι συνθήκες ζωής και εργασίας τους έδεναν ακόμη πιο πολύ και, καίτοι ο γάμος τους με προξενιό, υπήρχε μεταξύ τους αγάπη, τρυφερότητα, αλληλοεκτίμηση και σεβασμός. Ο άνδρας βέβαια ήταν ο κυρίαρχος που αποφάσιζε. Η έξυπνη όμως Σαρακατσιάνα είχε τον τρόπο της να επηρεάζει τις αποφάσεις του και να ελέγχει τις σχέσεις του με τα άλλα μέλη του τσελιγκάτου.


Τα αισθήματα τους όμως αυτά ήταν ανεπίτρεπτο από τα σαρακατσιάνικα ήθη και έθιμα να τα εκδηλώνουν παρουσία οποιωνδήποτε άλλων. Ακόμη ούτε και μπροστά στα μέλη της ευρύτερης αλλά και της στενότερης οικογένειας του δηλαδή στα ίδια τα παιδιά τους, μέχρι και στους λοιπούς στενούς τους συγγενείς στο τσελιγκάτο ή οπουδήποτε αλλού. Η εκδήλωση τους σήμαινε ελαφρότητα και προκαλούσε το δημόσιο ψόγο.


Ο Σαρακατσιάνος παρουσία τρίτων δε φιλούσε τη γυναίκα του, ούτε εκείνη το δεχόταν, ούτε στο στόμα ούτε κατά τον στα τελευταία χρόνια στην πατρίδα μας παραδοσιακό τρόπο «σταυρωτά» ακουμπώντας με τα μαγουλά του τις παρειές της.


Ο Σαρακατσιάνος δεν εκδήλωνε την τρυφερότητα, την αγάπη του, την εκτίμηση του στη γυναίκα του παρουσία τρίτων. Μπορεί να τα αισθανόταν όλα αυτά, η εκδήλωση τους όμως εκλαμβανόταν ως αδυναμία έναντι της γυναίκας, που ήταν ανεπίτρεπτο να γίνεται παρουσία ανθρώπων. Και η επίδειξη μιας τέτοιας αδυναμίας και τρυφερότητας έναντι της συζύγου του δεν συμβιβαζόταν με την κυρίαρχη, υπερέχουσα θέση του άνδρα μέσα στην οικογένεια έναντι της συζύγου του. «Γυναικούλες» έλεγαν οι παλαιότεροι Σαρακατσιάνοι όσους επιδείκνυαν τρυφερότητα και αδυναμία έναντι των γυναικών. Ο παππούς μου ο Μητρούλας Κατσαρός στις αρχές του προηγούμενου αιώνα έδιωξε από το τσελιγκάτο του τον αδελφό του το Χρίστο Ν. Κατσαρό, γιατί κείνος ερωτεύθηκε μια «παληοχωρίσια» (ντόπια κάτοικο της Οξυάς Καρδίτσας) και την παντρεύτηκε παρά την αντίδραση του, γιατί δεν ήταν Σαρακατσιάνα και γιατί ήταν από φτωχή οικογένεια της περιοχής, ενώ ο παππούς μου μεγαλοτσέλιγκας Σαρακατσιάνος. Και η επωδός του παράπονου του ήταν: «Ντρέπομαι να δω τους άλλους τσελιγκάδες» της περιοχής, που κανένας δεν με συγχάρηκε για το γάμο του αδελφού αλλά όλοι το έπραξαν, όταν τον τιμώρησα διώχνοντας τον από το τσελιγκάτο».


Οι συζυγικές τους σχέσεις ήταν κρυφές και απόκρυφες καίτοι ζούσαν και κοιμόταν κατά κανόνα στο ίδιο καλύβι και με τους γονείς και με τα παιδιά. Πολλοί απορούσαν πώς γεννήθηκαν τα παιδιά. Υπήρχε πλήρες άβατο στις προσωπικές τους σχέσεις. Στους Σαρακατσιάνους δεν υπήρχαν επιδείξεις αντικειμένων αποδεικτικών της παρθενικότητας της συζύγου. Ακόμη δεν θα έβλεπες πουθενά κρεμασμένα γυναικεία εσώρουχα που είχαν πλυθεί, για να στεγνώσουν. Και αυτό γιατί ήταν ντροπή να τα κρεμάσει η Σαρακατσιάνα και να τα δουν οι διερχόμενοι. Ένας άλλος λόγος, που επίσης αφορούσε πολλές Σαρακατσιάνες είναι ότι δεν φορούσαν εσώρουχα. Και αυτό γιατί δεν μπορούσαν να τα κρεμάσουν για να στεγνώσουν, όταν τα έπλεναν.


Ήταν ντροπή να παρευρεθεί ο σύζυγος όταν γεννούσε η γυναίκα του τα παιδιά του. Ήταν ντροπή να είναι μέσα στο καλύβι και να βοηθά τη γριά-μαμμή στο ξεγέννημα της γυναίκας του. Όταν άρχιζαν οι πόνοι απομακρυνόταν εκείνος από τη στάνη, για να μάθει το ευχάριστο γεγονός από κάποια παιδιά που θα έτρεχαν να του το αναγγείλουν. Και μάλιστα τα παιδιά έκαναν και μια μορφή αγώνα δρόμου, ποιο θα φτάσει πρώτο για να πάρει και το χαρτζιλίκι του για την αναγγελία στον πατέρα του παιδιού του που γεννήθηκε.


Όταν δεχόταν ξένους επισκέπτες ο Σαρακατσιάνος στο καλύβι του σε όλη τη διάρκεια της παραμονής του ξένου η συζήτηση γινόταν ανάμεσα σ' αυτόν και τους άνδρες της οικογένειας αλλά και άλλων ανδρών της στάνης, που έρχονταν να δουν τον ξένο και να συζητήσουν μαζί του. Οι κόρες της οικογένειας έκαναν την εμφάνιση τους μόνον για να κεράσουν τον ξένο και όλους τους άλλους άνδρες που βρίσκονταν στο καλύβι, μηδέ και του οικοδεσπότη εξαιρουμένου. Το κέρασμα ήταν ούζο, λικέρ ή και κρασί αν ήταν φαγωμένος ο ξένος. Γλυκά δεν κερνούσαν οι Σαρακατσιάνοι εκτός από λουκούμι, με το οποίο ήταν εφοδιασμένες όλες οι οικογένειες και «μπιμπίλια» και σταφίδες. Το λουκούμι προσφερόταν στο δίσκο μαζί με το ποτό. Τα «μπιμπίλια» (στραγάλια) και οι σταφίδες έμειναν σε ένα πιάτο στο τραπέζι μαζί με το μπουκάλι με το τσίπουρο και τα ποτηράκια. Ο ξένος ξανάβλεπε την κόρη του οικοδεσπότη αν έμενε στο φαγητό. Και τότε δεν έτρωγε όλη η οικογένεια μαζί. Οι άνδρες έτρωγαν ξεχωριστά μόνοι τους. Μόνο στο στρώσιμο της τάβλας και στο σερβίρισμα έκαναν την εμφάνιση τους οι γυναίκες.


Μια κίνηση της γυναίκας που κερνούσε τον ξένο, και η οποία αποτύπωνε το σεβασμό προς αυτόν, ήταν και τούτη: μετά το κέρασμα του ξένου και όλων των ανδρών, που συνήθως κάθονταν στα πεζούλια, στο βάθος της καλύβας ή στα κρεβάτια, η γυναίκα έβγαινε από το καλύβι με κινήσεις προς τα πίσω, με την «όπισθεν» θα λέγαμε σήμερα ή «τ' κώλ» όπως έλεγαν οι Σαρακατσιάνοι. Και αυτό για να μη γυρίσει τα οπίσθια της προς τους άνδρες. Από το καλύβι η κοπέλα που κερνούσε τον ξένο συνήθως έβγαινε με το πρόσωπο κατακόκκινο από ντροπή. Πάντοτε περνούσε η σκέψη μέσα της, ιδιαίτερα όταν ήταν σε ηλικία γάμου, ότι ο ξένος μπορεί να είναι και ένας μελλοντικός της συγγενής, ο πατέρας, ο θείος, ένας οποιοσδήποτε συγγενής του μέλλοντα συζύγου της. Κάποιες τέτοιες επισκέψεις ήταν ύποπτες διερεύνησης των εκατέρωθεν προθέσεων για ένα μελλοντικό γάμο. Ήταν και ευκαιρία να δουν από κοντά οι ενδιαφερόμενοι την κόρη για την οποία ενδιαφέρονταν, κι αν συνέβαινε ο φιλοξενών Σαρακατσιάνος να έχει περισσότερες κόρες έβγαινε μόνο η πρώτη, η μεγαλύτερη που είχε σειρά γάμου. Οι άλλες δεν έβγαιναν. Δεν τις έβλεπε καθόλου ο ξένος. Και για να μη γίνουν οι συγκρίσεις, αν δεν συνέφεραν, και για να του μείνει η εικόνα της μεγαλύτερης.


Η συστολή, η ντροπή της Σαρακατσιάνας ήταν εμφανής και σε άλλες εκδηλώσεις της. Μία από αυτές ήταν ο χορός. Στην κυριολεξία έσερνε στο έδαφος τα βήματα της, σίγά-
σιγά, ακολουθώντας το ρυθμό του τραγουδιού. Γι' αυτό και τα Σαρακατσιάνικα τραγούδια είναι σιγανά, ρυθμικά, κοφτά, χωρίς φωνητικές εξάρσεις (π.χ. «βαρκούλα έρχεται απ' τη χιό», «θάλασσα τώρα το Μαριώ μου»).
Η Σαρακατσιάνα ντρεπόταν να προσφωνήσει τον άνδρα της με το μικρό του όνομα. Δεν αναφέρομαι στη Σαρακατσιάνα μετά το 1920 και προς τα εδώ. Αναφέρομαι στη Σαρακατσιάνα της στάνης και του τσελιγκάτου, όταν απομονωμένη από τον υπόλοιπο κόσμο ζούσε επάνω στις ψηλές κορυφές στο στενό οικογενειακό και συγγενικό της κύκλο. Ο Σαρακατσιάνος άνδρας ήταν περισσότερο τολμηρός αλλά κι εκείνος παρουσία άλλων απέφευγε να προσφωνήσει τη γυναίκα με το μικρό της όνομα. Ήταν μια μορφή αδυναμίας κατά τις κρατούσες αντιλήψεις στη σαρακατσιάνικη κοινωνία. Και ήταν ντροπή ο άνδρας να εκδηλώσει μια τέτοια αδυναμία. Η συνήθης προσφώνηση της Σαρακατσιάνας από όλους στο τσελιγκάτο ήταν: από τους μεγαλύτερους με το όνομα του άνδρα της Λίαινα, Γιώργαινα, Χρήσταινα, Νίκαινα κ.λ.π., από δε τους μικρότερους θειά - Λίαινα, Θειά-Γιώργαινα, θειά Νίκαινα κ.λ.π. Για τη Σαρακατσιάνα οι αδελφοί του άνδρα της, τα ξαδέλφια τους, ακόμη και τα αγόρια των αδελφών του συζύγου της, έστω κι αν ήταν ανήλικα, τα αποκαλούσε με το όνομα «αφέντη». «Μάνα» αποκαλούσε την πεθερά. «Πατέρα» τον πεθερό. «Κυρά» τις κουνιάδες της και σιγά-σιγά, όταν ξεθάρρευε, με το όνομα τους. Όλοι οι μεγαλύτεροι" της μακρινότεροι συγγενείς του συζύγου της προσφωνούνταν με το όνομα Μπάρμπας.

Τα Σαρακατσιάνικα ήθη δεν επέτρεπαν αστεϊσμούς και ανέκδοτα που το περιεχόμενο τους υπερέβαινε τη σεμνότητα που χαρακτήριζε όλες τις σαρακατσιάνικες εκδηλώσεις. Ήταν μεγάλη ντροπή για 'κείνον που θα «του έβγαινε το όνομα».

«Έγκλημα» που προκαλούσε μεγάλη ντροπή, ήταν να καβαλικεύσει το ζώο «αντρίκια» η γυναίκα, δηλαδή χιαστί, με το καθένα πόδι της στη καθεμιά πλευρά του ζώου. Και σε βαθμό «κακουργήματος» έγκλημα ήταν να καβαλικέψει γάιδαρο ξεσαμάρωτο.

Και μάλιστα αν το ξεσαμάρωτο γαϊδούρι το καβαλίκευε και αντρίκια τότε ήταν ακόμη βαρύτερο το παράπτωμα της!!! Οι Σαρακατσιάνοι για να χαρακτηρίσουν κάποιο άνθρωπο ξεδιάντροπο τον αποκαλούσαν «γομάρι ξεσαμάρωτο».


Για τις γυναίκες υπήρχε η γυναικεία θέση με τα δύο πόδια στην ίδια πλευρά του ζώου. Και νομίζω γίνεται αντιληπτός, χωρίς άλλες προσθήκες, ο λόγος για τον οποίο ήταν μεγάλη ντροπή η αντρίκια καβάλα της γυναίκας!!!

Μια «ξεδιάντροπη» Σαρακατσιάνα
Ένα περιστατικό χαρακτηριστικό του ήθους των Σαρακατσιάνων.
Στα μέσα της 10ετίας του 1920, κάπου επάνω στ' Άγραφα ξεκαλοκαίριαζαν αρκετά σαρακατσιάνικα τσελιγκάτα. Βαριά η ντροπή για την οικογένεια, που η κόρη της «πιάστηκε» να κάνει έρωτα με ένα νέο από την γειτονική στάνη. Κλείνονταν στο κονάκι και δεν έβλεπαν κανέναν όλα τα μέλη της οικογένειας. «Χούμπωναν» όλοι και πέρναγαν το δράμα της ντροπής τους. Στην καλυβούλα κατέληξε η «αμαρτωλή» που προσέβαλε την οικογένεια και τη γέμισε ντροπή για λίγες όμορφες στιγμές, που έζησε με τον καλό της. Ασήκωτο το βάρος και για τους γονείς και για τ' αδέλφια. Ιδιαίτερα για τον 25άρη μεγαλύτερο αδελφό. Ήταν ο προστάτης των μικρότερων και ιδίως των γυναικών. Ένιωθε να τον βαραίνει η ευθύνη για ό,τι έγινε. Και έγινε κάτω από τα μάτια του. κι εκείνος δεν κατάλαβε τίποτε. «Η αδελφή του Γιώργου» έλεγαν όλοι όσοι ασχολιόνταν με το περιστατικό. Κάτι έπρεπε να κάνει για να ξεπλύνει τη ντροπή της οικογένειας. Κάτι προς την πλευρά αυτών που έφταιξαν για το δράμα της οικογένειας του και εκείνου προσωπικά. Σκέφθηκε να βρει ποιος έφταιγε περισσότερο. Ο άνδρας; Μα αυτός, άνδρας ήταν, έκανε αυτό που ήθελε. Ποιος δε θα έκανε το ίδιο, αν του προσφερόταν μια γυναίκα; Οι ανδροκρατικές του αντιλήψεις ως Σαρακατσιάνου σχεδόν δικαιολογούσαν την συμπεριφορά του νέου. Τον καταλάβαινε και ο ίδιος. Από άλλη στάνη ήταν. Είχαν και κάποιες διαφορές με τους Σαρακατσιάνους αυτής της στάνης, που διεκδικούσαν τη βοσκή ενός τμήματος του λιβαδιού τους. Είχε όμως και ο επιβήτορας τις ευθύνες του. Ευθύνες που δικαιολογούσαν και επέτρεπαν το πολύ ένα άγριο σαρακατσιάνικο ξυλοφόρτωμα, δηλαδή ένα δυνατό ξύλο σε όλα τα μαλακά μέρη του σώματος για να μείνει μήνες ξαπλωμένος, χωρίς όμως να «βγάλει αίμα». «Έχω όμως καιρό γι' αυτό, σκέφθηκε». «Πρέπει να βρω και την κατάλληλη ευκαιρία».

Και τώρα η αδελφή. Δεν σκέφθηκε το ντρόπιασμα της οικογένειας. Δεν σκέφθηκε το μεγάλο της αδελφό που είχε μεγάλη εκτίμηση απ' όλους στο τσελιγκάτο και τον προόριζε ο πατέρας του ως το μέλλοντα τσέλιγκα! Δεν σκέφθηκε τα άλλα αδέλφια της! Δεν σκέφθηκε τι παράδειγμα δίνει στ' άλλα κορίτσια της στάνης! Σκέφθηκε μόνο τις δικές της απολαύσεις. Και με ποιον πήγε; Με ένα τσοπάνο αρβαντόβλαχο στο τσελιγκάτο της γειτονικής στάνης που δεν είχαν ούτε καλημέρα σχεδόν. «Θα ξεπλύνω τη ντροπή μ' αυτή που φταίει». Έχω κι άλλες αδελφές. Θα τιμήσουν εκείνες την οικογένεια μας. Μα ίσως πάω φυλακή. Η τιμή όμως αξίζει περισσότερο και από την ίδια την ελευθερία».


Κάποια ώρα το απόγευμα ακούσθηκε ένας πυροβολισμός κυνηγετικού όπλου μέσα στα κονάκια της στάνης. Τον είδαν να βγαίνει από την καλυβούλα με τον αργαλειό. Και όταν μπήκαν μέσα είδαν την «αμαρτωλή» αδελφή με διαλυμένο σχεδόν το κεφάλι της πεσμένη πάνω στο διασίδι που ύφαινε. Ήταν το κρουστό αγέννωτο ύφασμα, που προοριζόταν για την επίσημη «αλλαξιά» του αδελφού, όταν θα πήγαινε στο παζάρι ή σε κάποιο γάμο ή σ' οποιαδήποτε άλλη εκδήλωση!!!

Απόσπασμα από το βιβλίο του Νίκου Κατσαρού, "Σαρακατσιάνικα Τσελιγκάτα του Βερμίου"

Sorry, this website uses features that your browser doesn’t support. Upgrade to a newer version of Firefox, Chrome, Safari, or Edge and you’ll be all set.