Γεννήθηκα στον Αλμυρό Βόλου κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου. Σε σύνολο επτά παιδιών στην οικογένεια ήμουν ο 6ος. Η εξιστόρηση γεγονότων από τη ζωή μου αφορά την ηλικία επτά ετών και πάνω, δηλαδή από το 1955 και εντεύθεν. Τα χρόνια εκείνα με τη λήξη του πολέμου μετακομίσαμε στην Ευξεινούπολη Αλμυρού σε κρατικά σπίτια που παραχωρήθηκαν κυρίως για τους πρόσφυγες της Μικράς Ασίας (εξού και το όνομα του χωριού) και τα κενά σπίτια που απέμειναν εδόθησαν σε πολύτεκνες κυρίως οικογένειες των Σαρακατσαναίων.
Τα ως άνω σπίτια είχαν δύο δωμάτια και στη μέση ένα χωλ. Εκεί έπρεπε να χωρέσει όλη φαμίλια που απαρτιζόταν από τους δύο παππούδες, τους δύο γονείς και τα επτά παιδιά. Δεν υπήρχε κουζίνα ούτε τουαλέτα. Αμέσως οι γονείς μου έφτιαξαν δίπλα ένα καλύβι ορθογώνιο παλαμισμένο στην μπροστινή όψη από έξω και από μέσα. Σε αυτό το καλύβι το 1/3 του χώρου αποτελούσε η «κουζίνα» και το υπόλοιπο το δωμάτιο, όπου κοιμόντουσαν οι παππούδες και τα μικρότερα παιδιά, ένα από τα οποία ήμουν και εγώ. Η τουαλέτα του σπιτιού απείχε 20 μέτρα μακριά από το σπίτι και ήταν με ξύλινη κατασκευή. Στους παρακάτω χώρους λοιπόν των δύο δωματίων, διαστάσεων 4x4 το καθένα και μιας καλύβας, έπρεπε να διαβάζουμε πέντε από τα επτά παιδιά της οικογένειας. Ο πατέρας μου, ο Αθανάσιος Μπασδάνης διατηρούσε τσελιγκάτο, τα μεν χειμαδιά στους πρόποδες του βουνού «Όρθρυς», περιοχή που λέγεται «Καρανταναλί» και το καλοκαίρι στην Τζουμαγιά του Βερμίου.
Σε εκείνο λοιπόν το σπίτι, εκείνο που θυμάμαι τα χρόνια από το 1955 έως το 1960 ήταν η δυσκολία να μελετήσω από την πολυκοσμία των συγγενών που μπαινόβγαιναν οτο σπίτι και από την ένταση των ομιλιών που διαπερνούσαν τους ψεύτικους τοίχους των κρατικών σπιτιών. Οι περισσότερες συζητήσεις αφορούσαν τα κατορθώματα και τις περιπέτειες με τους αντάρτες του ΕΑΜ, που το βράδυ περνούσαν από τη στάνη και ζητούσαν τρόφιμα, σφαχτά και μπότες.
Χαρακτηριστική ήταν η προετοιμασία του κοπαδιού για το Βέρμιο μετά του Αγίου Κωνσταντίνου το Μάιο. Απ' το «Καρανταναλί» το κοπάδι με τα δύο άλογα και δύο γαϊδούρια (κυπρέικα) και τα 5-6 σκυλιά κατέβαιναν στην Ευξεινούπολη την προηγουμένη της αναχώρησης για το βουνό. Όλοι στο πόδι.
Τζαμαλαίοι και Μπασδαναίοί στο λιβάδι τους Τζουμαγιά.
Οι γυναίκες έπρεπε να ετοιμάσουν ψωμιά, σκυλόψωμα, ξηρά τροφή, κουβέρτες, κάλτσες, μαλλιότα κ.λ.π. και οι άντρες να συζητήσουν για το βιό, εάν θα έπρεπε να μην επιτρέψουν τα άρρωστα πρόβατα να ταξιδέψουν στο βουνό, καθώς επίσης ποιο δρομολόγιο θα ακολουθούσαν πεζοί στις επόμενες 16-18 ημέρες, πού θα άρμεγαν, πού θα έδιναν το γάλα κ.λ.π.
Μετά τις 15 Ιουνίου, με το κλείσιμο του σχολείου ακολουθούσε δεύτερη και πιο δύσκολη ετοιμασία για την αναχώρηση όλης της φαμίλιας για το βουνό. Πρωί-πρωί κατέφθανε στο σπίτι ένα μεγάλο φορτηγό όπου στοιβαζόταν δύο οικογένειες με όλα τα συμπράγκαλα (κυρίως πολύχρωμες βελέντζες), τα 15 παιδιά των δύο οικογενειών (της δικιάς μας και του θείου μου Ηλία Μπασδάνη) και οι 4 γονείς, σύνολο 19 νοματαίοι. Στο πίσω μέρος του φορτηγού και σε στενή επαφή με εμάς, έμπαιναν τα άρρωστα πρόβατα, τα μανάρια, τα σκυλιά και οι κότες. Αυτή η διαδρομή θα μείνει χαραγμένη βαθιά στη μνήμη όλων μας. Αυτό το συνονθύλευμα ανθρώπων, οικόσιτων ζώων και πραγμάτων σε μια δύσκολη διαδρομή έως την κορυφή του Βερμίου, δημιουργούσε σύνθετα συναισθήματα αφ' ενός χαράς, διότι φεύγαμε από τη ζέστη του κάμπου, αλλά και δυσαρέσκειας διότι τόσα άτομα πάνω σε ένα φορτηγό, στις στροφές του Σαρανταπόρου και του Βερμίου δημιουργούσαν σε όλους έντονη ζάλη, ναυτία και διαρκή εμετό.
Το φορτηγό έφθανε στην Ακρινή Κοζάνης (στους πρόποδες του Βερμίου) κοντά στη Χαραυγή και έπρεπε να ξημερώσει καλά για να ανεβούμε στο βουνό. Η διαδρομή μέχρι τα καλύβια στην Τζουμαγιά ήταν ένα μαρτύριο διότι ο δρόμος ήταν στενός, με πολλές στροφές και κατεστραμμένος από τις πολλές βροχές του χειμώνα. Η επικινδυνότητα και η δυσκολία της ανάβασης συμψηφιζόταν με την αλλαγή της ατμόσφαιρας, το δροσερό αεράκι, τις έντονες μυρωδιές από τα αγιοκλήματα και τα πολύχρωμα λουλουδιαστά καταπράσινα λιβάδια του Μπεη Μπουνάρ (καλύβια των Κατσαραίων) και της Τζουμαγιάς. Στο Μπέη Μπουνάρ, μας υποδέχονταν συνήθως ένα τσούρμο παιδιών που έπαιζαν αμέριμνα και ένα κοπάδι σκυλιά που λες και ήθελαν να μας κόψουν το δρόμο, να μας σταματήσουν και να μας καλοσωρίσουν.
Η άφιξη στην Τζουμαγιά προς το μεσημέρι της ίδιας ημέρας σήμαινε το τέλος ενός δύσκολου οδοιπορικού. Η ομορφιά της φύσης, η απλή και γνήσια Σαρακατσάνικη ζωή του βουνού, άλλαζε αμέσως τα συναισθήματα μας και το μυαλό και η καρδιά μας ζούσαν μια άλλη πραγματικότητα.
Η ζωή στο βουνό
Στη Τζουμαγιά κατέφθαναν σχεδόν συγχρόνως και οι άλλες οικογένειες (τρεις οικογένειες Αρκούδα, δύο οικογένειες Μπασδάνη, τρεις οικογένειες Τζαμαλή και συνήθως δύο ή τρεις οικογένειες τσομπαναραίων) και άρχιζε η προετοιμασία επιδιόρθωσης των καλυβιών από τις γυναίκες, κυρίως το παλάμισμα του δαπέδου των καλυβιών και των πλαϊνών πλευρών με λάσπη που γινόταν από χώμα και βουνιές των αλόγων. Κάθε οικογένεια διατηρούσε ένα πλαγιαστό και ένα όρθιο καλύβι αντίκρυ στον ήλιο, το τσαρδάκι, το οποίο ήταν φτιαγμένο από οξυά και φτέρη και ο πυκνός ίσκιος του αποτελούσε το χώρο ξεκούρασης, συζήτησης και συλλογισμού για την οικογένεια. Επίσης, ήταν και ο χώρος υποδοχής των συγγενών και φίλων. Στο μέσο από αυτά τα τρία «κτίσματα», ο Σαρακατσάνος «αρχιτέκτων» έφτιαξε την υπαίθρια εστία με τη γάστρα, όπου οι γυναίκες έψηναν τα φαγητά και συγχρόνως παρακολουθούσαν και όλα τα τεκταινόμενα και συζητούμενα στο τσαρδάκι. Τέλος, έξω από το παραπάνω συγκρότημα και σε απόσταση 20 μέτρων περίπου, υπήρχε ο κτιστός φούρνος, ο οποίος σχεδόν μέρα παρά μέρα λειτουργούσε για το ψήσιμο του ψωμιού σκυλόψωμου ή άλλων φαγητών.
Αυτή η λειτουργική από κάθε άποψη κατασκευή των καλυβιών και του τσαρδακίου υπήρχε σχεδόν σε όλες τις οικογένειες της στάνης. Το τσαρδάκι ήταν ο αγαπημένος μου χώρος, όπου το μεσημέρι στην πυκνή σκιά, το παχύ στρώμα του κρεβατιού από φρέσκιες φτέρες που σκεπάζονταν από πολύχρωμες κουβέρτες, χαλάρωνα και απίθανο να μην έπαιρνα έναν βαθύ και ονειρεμένο ύπνο. Η στάνη συμπληρωνόταν από τη δεξιά πλευρά με τις στρούγγες, που σχεδόν εφάπτονταν των καλυβιών και όπου αρμέγονταν ή παρέμεναν και φυλάσσονταν τα πρόβατα το βράδι από τους λύκους. Παραδίπλα από το γρέκι, υπήρχαν τα τσαρδάκια για τα πρόβατα, όπου στάλιζαν το μεσημέρι. Άρα λοιπόν, όλο το βιό (άνθρωποι, πρόβατα, σκυλιά και άλλα ζώα) ήταν σε κοντινή θέση και έπρεπε να γνωρίζει κανείς πώς να διασχίσει τον χώρο αυτό χωρίς να λερώσει τα παπούτσια του. Η αριστερή πλευρά της στάνης ήταν ένα ύψωμα απ' όπου κανείς αγνάντευε τα γύρω βουνά, το «Καρατσαϊρ», τον Μπρούφα (που θεωρείται η κορυφή του Βερμίου) και τα γύρω δάση με οξυές. Ο χώρος κάτωθεν του υψώματος αυτού αποτελούσε και υπαίθριο χώρο για την σωματική ανάγκη των ανθρώπων της στάνης.
Η ζωή στη στάνη κυλούσε ήρεμα. Τα παιδιά έπαιζαν αμέριμνα στα γύρω καταπράσινα λιβάδια, οι γυναίκες ασχολούνταν με τις οικιακές δουλειές και οι άνδρες μόλις τελείωναν με το άρμεγμα των προβάτων και το φτιάξιμο των τυριών ή και άλλων παραγώγων (γαλοτύρι, γιαούρτι, μυζήθρα, βούτυρο κ.λ.π.) μαζευόταν εναλλάξ στα τσαρδάκια των καλυβιών και συζητούσαν για το βιό, για την πρόοδο των παιδιών και το σπουδαιότερο για κάνα προξενιό, διότι πολλά κορίτσια είχε η κάθε οικογένεια (εμείς με το θείο μου μόνο είχαμε 9 κορίτσια) και αποτελούσε σοβαρό και μόνιμο πονοκέφαλο η παντρειά. Πάντως ήταν τρομερό να συζητούν οι άνδρες εν αγνοία των γυναικών για διάφορα προξενιά και αξιολογούσαν τους υποψήφιους γαμπρούς από το «όνομα», τα κτήματα ή τα γιδοπρόβατα που είχε και όχι εάν θα ταίριαζε από κάθε άποψη με τα κορίτσια τους.
Η θέση της γυναίκας στη στάνη ήταν συγκεκριμένη. Δουλειά, προσήλωση στην οικογένεια και υποταγή στους άγραφους νόμους της Σαρακατσάνικης κοινωνίας. Η συμπεριφορά της γυναίκας μέσα στη στάνη έπρεπε να είναι άψογη. Οι Σαρακατσάνοι σε θέματα ηθικής τάξης ήταν άτεγκτοι. Απαγορευόταν σε μια κοπέλα να πάει κάπου μόνη της. Έπρεπε απαραίτητα να συνοδεύεται από κάποιον, να έχει συντροφιά. Τυχόν παρεκτροπές δημιουργούσαν ανεπιθύμητες καταστάσεις. Πριν τον εμφύλιο, τα κορίτσια δεν μάθαιναν γράμματα ενώ τα αγόρια μάθαιναν λίγα για να λογαριάζουν και να γράφουν. Έβαζαν δάσκαλο στη στάνη. Μετά τον εμφύλιο άλλαξαν τα πράγματα και σχεδόν όλα τα σαρακατσανόπουλα πήγαιναν σχολείο για να σπουδάσουν, να γίνουν επιστήμονες (δικηγόροι, γιατροί κ.λ.π.) να φύγουν απ' τη μιζέρια της Σαρακατσιάνικης ζωής. Και όμως παρ' ότι κι εγώ αργότερα πέρασα στο Πανεπιστήμιο και έγινα γιατρός δεν έπαψε το μυαλό μου το καλοκαίρι να βρίσκεται στο βουνό και έβρισκα πάντα ευκαιρία να πετάγομαι έστω και λίγες ημέρες για να πάρω καθαρό αέρα, να κοιμηθώ στην καλύβα το κατακαλόκαιρο με χρωματιστή βελέντζα.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό του βουνού ήταν η τροφοδοσία της στάνης με τρόφιμα. Κάθε Παρασκευή αντιπροσωπεία 2-3 ανδρών της στάνης με 4-5 άλογα κατέβαινε πρωί-πρωί στον κάμπο της Κοζάνης, όπου στο χωριό Τζουμά, και αργότερα Χαραυγή, γινόταν παζάρι και εκεί ψώνιζαν τα απαραίτητα τρόφιμα και φρούτα κυρίως ντομάτες και καρπούζια. Χαρακτηριστικό ήταν το γεγονός ότι τα καρπούζια εάν τα τοποθετούσες μια βραδιά κάτω από τα κρεβάτια κατάχωμα στις καλύβες, την άλλη ημέρα ήταν δροσερά, σχεδόν παγωμένα. Επίσης, στο βουνό, Ιούλιο και Αύγουστο κατέφθαναν από τη Νάουσα με άλογα πωλητές φρούτων (ροδάκινα κ.λ.π.) και αντάλλαζαν τα φρέσκα φρούτα με μαλλιά ή τυριά.
Ένα άλλο γεγονός που γινόταν με κάθε λαμπρότητα και θρησκευτική κατάνυξη ήταν η γιορτή του 15Αύγουστου. Προηγούνταν νηστεία από την 1η Αυγούστου, που τηρούνταν με μεγάλη αυστηρότητα. Η τελετή γινόταν εναλλάξ σε κάποια από τις γειτονικές στάνες (Μπεημπουνάρ, Καρατσαίρ, Τζουμαγιά, Καλύβια Ράπτη κ.λ.π.) σε υπαίθριο χώρο με κάθε ευλάβεια. Συνήθως ο προσκεκλημένος Ιερέας με έναν ιεροψάλτη ερχόταν από την Ακρινή ή τον Αγιο Δημήτριο και οι πιστοί που μαζεύονταν από τις διάφορες στάνες ανέρχονταν σε 70-80 άτομα. Η όλη τελετή, παρ' όλη την απλότητα της ήταν κατανυκτική. Μέσα στην ησυχία της φύσης και του κόσμου, ήταν παράξενο να ακούς τη φωνή του παπά και του ψάλτη και τον αντίλαλο από το απέναντι τσουγκάνι. Χαρακτηριστικό επίσης ήταν το γεγονός ότι όλοι οι πιστοί λάμβαναν τη θεία Κοινωνία και κατόπιν η γιορτή συνέχιζε στη στάνη με τρικούβερτο γλέντι, που συνοδευόταν από άφθονο κρέας (συνήθως ζυγούρι ή προβατίνα) και κρασί και κρατούσε έως αργά το βράδι. Έτσι λοιπόν το καλοκαίρι με όλη αυτή την ανεμελιά, την πανέμορφη φύση, την πρωτόγονη ζωή, τη συγγενική σύναξη, τα γάργαρα και ιδιαίτερα χωνευτικά νερά, πέρασε χωρίς να το καταλάβουμε και ήλθε ο Σεπτέμβρης, ο μήνας αναχώρησης για τα χειμαδιά.
Η επιστροφή στον κάμπο συνοδεύετο αφ' ενός με μέγιστη λύπη, διότι εγκαταλείπαμε αυτόν τον πραγματικό παράδεισο και αφ' ετέρου χαρά, διότι επιστρέφαμε σε ένα «καλύτερο» επίπεδο ζωής, όπου θα συναντούσαμε τους σχολικούς φίλους μας, πολλοί από τους οποίους επέστρεφαν από άλλα βουνά, από άλλους παραδείσους. Οι διηγήσεις για τη ζωή στο βουνό κρατούσαν αρκετό χρονικό διάστημα και μέσα μας σιγόκαιγε μία μικρή φλόγα ελπίδας που θα άναβε το επόμενο καλοκαίρι.
Γεώργιος Αθ. Μπασδάνης
(Από το βιβλίο του Νίκου Κατσαρού, "Τα Σαρακατσιάνικα Τσελιγκάτα του Βερμίου")