Στο Βιβλίο του «ΑΡΜΑΝΟΙ-ΟΙ ΒΛΑΧΟΙ» ο έγκριτος δημοσιογράφος Νίκος Μέρτζος, βλαχόφωνος Έλληνας ο ίδιος, δήμαρχος Νυμφαίου Φλώρινας, συμφοιτητής και στενός μου φίλος, παρουσιάζει "επιφανείς, αλλά όχι όλους τους επιφανείς βλαχόφωνους Έλληνες", σπουδαίους επιστήμονες, καθηγητές ανωτάτων σχολών, κληρικούς, επιχειρηματίες, ευεργέτες, καλλιτέχνες, πολιτικούς, πολεμιστές, μάρτυρες. Στο βιβλίο του και στο συνημμένο σ' αυτό λεύκωμα "παρελαύνουν οι ίδιοι αυτοπροσώπως". Και όπως παρατηρεί στο ερώτημα που απευθύνεται στον καθένα τους "τι είσθε" εκείνοι "αρνούνται αγέρωχοι να απαντήσουν. Δεν απολογούνται. Διότι λόγο δίδουν μόνο στη συνείδηση τους και στο Έθνος τους. Ωστόσο ομιλούν τα έργα τους, ο πολιτισμός τους, η κοινωνία τους και η ίδια η ζωή τους". Οι σελίδες του έργου του, όπως γράφει ο ίδιος, "είναι σελίδες γραμμένες με το αίμα της καρδιάς".
Τον πρόλογο του τον ακολουθεί μια πολυσέλιδη εισαγωγή του καθηγητή Ν. Κ. Μουτσόπουλου, αντ. μέλους της Ακαδημίας Αθηνών, με αναφορά στην μακραίωνα ιστορία του Βλαχόφωνου ελληνισμού και όχι μόνον, που καταλήγει: Μελετώντας τις κατοικίες των ορεινών Βλάχικων οικισμών... προσέκρουσα πάντα επάνω σε μιαν εμφανή προβολή μορφολογικών στοιχείων που αποπνέουν ελληνικότητα ...Σε τίποτε δεν διαφέρει η κατοικία των βλάχων από την αντίστοιχη των άλλων ελληνικών οικισμών του ευρύτερου μακεδονικού χώρου ... Μοναδική διαφορά είναι η γλώσσα που σπάνια πια ακούγεται ...... Οι βλάχοι θεωρούσαν τους εαυτούς τους πάντοτε Έλληνες..."
Έρχεται έπειτα το μέρος του έργου του Νίκου Μέρτζου που έχει ως τίτλο "ΑΡΕΙΜΑΝΙΑ ΠΟΡΕΙΑ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ" . Είναι το μέρος του βιβλίου-του που αποτελεί τη σύντομη ιστορική προσέγγιση της διαδρομής των Βλάχων ανά τους αιώνες. Έπεται το λεύκωμα της "ΑΡΕΙΜΑΝΙΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ" με παρουσιάσεις μέσα από ζωγραφικούς πίνακες και φωτογραφίες πολλών βλαχόφωνων προσωπικοτήτων. Για να καταλήξει με το "ΠΡΩΤΟΙ ΣΤΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ" και το "ΣΥΛΛΕΙΤΟΥΡΓΟΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ", στα οποία εκθειάζει παλιούς και νέους Βλαχόφωνους που διέπρεψαν στις τέχνες και στα γράμματα, στην πολιτική, στον αθλητισμό και σε όλους τους τομείς της ανθρώπινης παρουσίας και δραστηριότητας.
Είναι πράγματι όλες οι σελίδες του γραμμένες "με το αίμα της καρδιάς" του Νίκου Μέρτζου. Και αποδεικνύεται η καρδιά του Νίκου Μέρτζου "πλήθουσα" θερμής αγάπης προς τις βλαχόφωνες ρίζες του. Και είναι το αίμα αυτής της καρδιάς πολύ ζεστό και γρήγορο για να τις ποτίσει με απέραντο θαυμασμό και ευγνωμοσύνη για όσα πρόσφεραν στη πατρίδα μας.
Νοιώθω χρέος μου να συγχαρώ τον αγαπητό φίλο. Αισθάνομαι την ανάγκη να τιμήσω την προσπάθεια του και το έργο του. Παράλληλα χωρίς υπερβολή να εξάρω το ίδιο το επίτευγμα του. Είναι ένα έργο - μνημείο παρουσίας και προσφοράς στην Ελλάδα του Βλαχόφωνου ελληνισμού. Ένα έργο αναφοράς. Μια βροντερή απάντηση σε όσους ανιστόρητους επιχείρησαν να αμφισβητήσουν την ελληνικότητα του βλαχόφωνου στοιχείου της Ελλάδας μας.
Χωρίς όμως να μειώνονται ούτε στο ελάχιστο, όσα επαινετικά για το συγγραφέα και το έργο του γράφω, νομίζω ότι θα προσφέρω υπηρεσίες στην ιστορία και στην αλήθεια με τις παρατηρήσεις μου που θα ακολουθήσουν. Η δίκαιη προβολή ενός ελληνικού φύλου ή μιας ελληνικής γενιάς ή μιας ελληνικής πατρειάς δεν έχει ανάγκη δανείων από άλλα ελληνικά φύλλα. Αντίθετα μια τέτοια προσπάθεια είναι μειωτική για τον ίδιο. Δίδει την εντύπωση ότι έχει κενά, ελλείψεις τις οποίες επιχειρεί να καλύψει με "υιοθεσίες" απογόνων άλλης γενιάς. Ο αυτοπεριορισμός του σε ό,τι είναι δικό του του δίδει και κύρος και σοβαρότητα και αξιοπρέπεια. Οι ακούσιες έστω και από λάθος ακόμη "υπεξαιρέσεις" και "υφαιρέσεις" προκαλούν το κοινό αίσθημα, την περί δικαίου αντίληψη όλης της κοινωνίας. Είναι "αδικήματα", που συνεπάγονται αντιδράσεις, διαφοροποιήσεις, αντιθέσεις. Και "δεν είναι καιρός" για τέτοιες συμπεριφορές. Οι Σαρακατσιάνοι και οι βλαχόφωνοι Έλληνες, λόγω κυρίως επαγγελματικής αντιζηλίας και σύγκρουσης συμφερόντων, ήλθαν σε παλαιότερες εποχές πολλές φορές στα χέρια. Λίγα τα λειβάδια, πολλά τα ζώα. Εκατοντάδες χιλιάδες τα γιδοπρόβατα των σαρακατσιάνικων και των βλαχόφωνων τσελιγκάτων. Ντόπιοι οι δεύτεροι στ' Άγραφα και στον Ασπροπόταμο. Εισβολείς οι πρώτοι ως μισθωτές και όχι μόνον. Θερμά μέτωπα και οι δυο πλευρές ως ορεσίβειοι. Με ισχυρούς προστάτες κλεφταρματολούς οι Σαρακατσιάνοι. Δυνατούς προστάτες επίσης, αλλά και δυνατές προσβάσεις στην εξουσία οι βλαχόφωνοι ως εγγράμματοι πολλοί απ' αυτούς, ως περισσότερο διπλωμάτες, ως πολυαριθμότεροι στα πλούσια χωριά του Ασπροποτάμου. Οι αντιθέσεις τους αυτές είναι αποκρυσταλλωμένες σε αρκετά από τα δημοτικά μας τραγούδια. Τώρα όμως "Ουκέτι Φοίβος έχει καλύβην, ουδέ μάντιδα δάφνην, ου παγάν λαλέουσαν ...απέσβετο και λάλον ύδωρ". Τα πράγματα άλλαξαν. Τα παιδιά των βλαχοφώνων δεν μιλούν το βλαχόφωνο ιδίωμα. Σπάνιες οι εξαιρέσεις. Τα τσελιγκάτα και οι στάνες των Σαρακατσιάνων υπάρχουν στα παραμύθια του παππού, το πολύ στις διηγήσεις από πρώτο χέρι του ηλικιωμένου πατέρα. Το άβατο του γάμου του Σαρακατσιάνου με την Βλαχόφωνη ή του Βλαχόφωνου με την Σαρακατσιάνα καταλύθηκε. Τα σαρακατσιανάκια και τα βλαχάκια είναι μαζί στα σχολεία, μαζί στις θάλασσες, μαζί στα βουνά, σε διπλανό διαμέρισμα στην πολυκατοικία. Δεν υπάρχει πλέον στη ζωή τίποτε απ' όσα χώριζαν τις δυο αυτές ελληνικές γενιές. Αντίθετα όλα τώρα τις ενώνουν και μεταξύ τους, αλλά και με όλες τις άλλες ελληνικές γενιές (Πόντιους, Θράκες, Μακεδόνες, Θεσσαλούς, Ηπειρώτες, Ρουμελιώτες, Μωραϊτες, Κρητικούς, νησιώτες κ.λ.π.).
Ο Νίκος Μέρτζος ένοιωσε χρέος να πλέξει το εγκώμιο της δικής του βλαχόφωνης γενιάς. Πίστεψε ότι θα υπηρετούσε καλύτερα το σκοπό του αν την αποκαλούσε και "αρειμάνια". Αν ονόμαζε τους Βλαχόφωνους "συλλειτουργούς πολιτισμού" και συλλειτουργούς κοινωνίας". Αν τους ήθελε "πρώτους στις τέχνες και στα γράμματα". Είναι δικαίωμα του αναφαίρετο να εκφρασθεί όπως πιστεύει και όπως αισθάνεται.
Είναι όμως και δικαίωμα ενός συμφοιτητή του Σαρακατσιάνου "μητρός τε και πατρός και των προγόνων απάντων", που αριθμεί το τσελιγκάτο της οικογένειας του, όσο φθάνει η μνήμη και η παράδοση της, διακόσια και πλέον χρόνια, να υπερασπισθεί την δική του τη γενιά. Να ποτίσει κι αυτός τις δικές του ρίζες. Τις ρίζες του σαρακατσιάνικου γεροπλάτανου που ρίζωσε βαθιά κάπου πάνω στον Ασπροπόταμο και άπλωσε τα κλωνάρια του από τον Έβρο μέχρι το Μωριά, αλλά και σ' όλη την Βαλκανική (Βουλγαρία, Σερβία, Σκόπια, Τουρκία). Τις ρίζες του σακατεμένου από τις ανεμοθύελλες και τα αστροπελέκια γεροέλατου, που κάθισαν στη σκιά του και έπλυναν τις πληγές τους με τα μήλα του, κατά το δημοτικό μας τραγούδι, ο γέρο-Δίπλας, ο πολέμαρχος Αντώνης Κατσαντώνης, τα αδέλφια του Κώστας Λεπενιώτης, Χασιώτης, Γιώργος Κούτσ'κος (αλήθεια πόσο Σαρακατσιάνικο επώνυμο!!!), οι Βλαχόπουλοι ή Συκάδες, ο Γ. Τσιόγκας, ο Γρηγ. Λιακατάς, ο Αντώνης Ζαραλής, ο Μήτρος Κατσαρός, ο Ζαρκάδας, ο Κιάγκελης οι Κουτελιδαίοι και τόσοι άλλοι. Είναι και δικό του χρέος να παρουσιάσει στις νεότερες σαρακατσιάνικες γενιές τους ήρωες της δικής τους γενιάς, για παραδείγματα προς μίμηση, για να νοιώσουν και κείνες υπερήφανες, να καταλάβουν "από πού κρατάει η σκούφια τους" και να συνειδητοποιήσουν ότι όπως οι πρόγονοί τους προσέφεραν πολλά στην πατρίδα είναι κι αυτές ικανές για πολλά, για πολύ περισσότερα.
Και βεβαίως είναι και υποχρέωση του ως ιδρυτή του πρώτου Συνδέσμου Σαρακατσαναίων στην Ελλάδα προ 45 περίπου ετών να μη επιτρέψει την αμφισβήτηση της σαρακατσάνικης καταγωγής των ανωτέρω ηρώων της γενιάς του. Και πολύ περισσότερο να αντιταχθεί με όλη του τη δύναμη στην οικειοποίηση τους από το βλαχόφωνο ελληνικό φύλλο αλλά και απ' οποιονδήποτε άλλον. Παράλληλα είναι και επιταγή της ιστορίας να προστατεύσει την αλήθεια της. Αρκετά αποσιωπήθηκαν πολλά γεγονότα από τους ιστορικούς της νότιας Ελλάδας. Εκείνοι θέλουν τους Σαρακατσιάνους απλά Ρουμελιώτες. Αρκετή λήθη πλάκωσε την προσφορά της σαρακατσιάνικης γενιάς στους αγώνες του Έθνους. Ήταν ελάχιστα γνωστό και το όνομα τους ακόμη. Ήταν απλά "οι σκηνίτες νομάδες" ή "οι σκηνίτες ποιμένες".
Είναι καιρός πλέον να ακουσθεί και η δική τους φωνή δυνατή και στεντόρια, ταγμένη πάντοτε στην υπηρεσία της ιστορικής αλήθειας. Και την ανάγκη να ακουσθεί δεν την επιβάλει κάποια ιδιοτέλεια, κάποια σκοπιμότητα, κάποιος ξέφρενος εγωισμός, κάποια πρόθεση οικειοποίησης προσφοράς άλλων.
Την επιβάλει η χωρίς πρόθεση και από εσφαλμένη σίγουρα γνώση, πρόκληση, που είναι και αρκετά εκτεταμένη στους "ΑΡΜΑΝΟΥΣ - ΒΛΑΧΟΥΣ" του Νίκου Μέρτζου.
Κατά το Νίκο Μέρτζο:
ο Γρηγόρης Λιακατάς, ο Γ. Τσιόγκας, ο Κώστας Λεπενιώτης, ο Αλεξάκης Βλαχόπουλος και ο Γεωρ. Καραϊσκάκης, ήταν Βλαχόφωνοι Έλληνες.
Μήπως όμως ήταν Σαρακατσιάνοι; Ιδού το ερώτημα στο οποίο δίδεται απάντηση στην παρούσα μελέτη.
Προ της απάντησης όμως θα σχολιάσω ένα δημοτικό τραγούδι που παρουσιάζεται στο βιβλίο "ΑΡΜΑΝΩΝ-ΒΛΑΧΩΝ" αλλοιωμένο κατά το περιεχόμενο.
Δεν θα το σχολίαζα αν δεν είχε άμεση σχέση με το ανωτέρω ερώτημα.
Αν δεν αποδεικνυόταν από το αληθινό του περιεχόμενο οι συνθήκες κάτω από τις οποίες ζούσαν οι Σαρακατσιάνοι στο Βλαχόφωνο Ασπροπόταμο και στ' Αγραφα. Αν η αλλοίωση αυτή δεν επιβεβαίωνε το ότι οι ανέστιοι, οι απόλιδες, οι φερέοικοι κυνηγοί της πράσινης χλόης των κορυφών των ορέων της πατρίδας μας Σαρακατσιάνοι, άγνωστοι οι ίδιοι στους πολλούς, έγραψαν άγνωστη στους περισσοτέρους ιστορία. Και υπέστησαν και διώξεις και κατατρεγμούς. Ηρωικά κατορθώματα ανδρών της γενιάς τους αποδόθηκαν σ' άλλους. Και των ιδίων των ηρώων τους αμφισβητήθηκε η σαρακατσιάνικη καταγωγή.
Και κυρίως πρωτεργάτες οι ίδιοι του εθνικού ξεσηκωμού κατά του βάρβαρου κατακτητή, καταφύγια και στηρίγματα κάθε αγωνιστή που ανέβαινε στα Βουνά για να αναπνεύσει τον ζείδωρο αέρα της λευτεριάς και να ορμήσει ακάθεκτος, για να υπερασπισθεί μέχρι της τελευταίας του πνοής τα δίκαια του Έθνους, αντιμετωπίζονταν ως έρημοι και ξένοι, μέσα στην ίδια την πατρίδα τους και διώχνονταν από τους κατακτητές με αιτήματα Ελλήνων δυστυχώς, και εκπατρίζονται καταλήγοντας σε άλλες βαλκανικές χώρες.
Από το βιβλίο του Νίκου Κατσαρού, «Σαρακατσιάνοι και Αρμάνοι–Οι Βλάχοι» Διαβαστε τις απαντήσεις του συγγραφέα στον Νίκο Μέρτζο!