ΓΕΝΙΚΑΜια διαχρονική παρουσίαση της μετακινούμενης κτηνοτροφίας, που γέννησε την ανάγκη επινόησης και εφαρμογής του θεσμού του τσελιγκάτου και εξέθρεψε το νομαδισμό των κτηνοτρόφων.
Η χώρα μας έχει μια ιδιαιτερότητα, που δεν απαντάται σε πολλές άλλες χώρες ή, και σε όσες από τις λοιπές απαντάται, δεν έχει τη μορφή και τις διαφορές από εποχή σε εποχή που έχει στη χώρα μας.
Η ιδιαιτερότητα αυτή είναι η εξής: Ξηρά και άνυδρα και πολυ θερμά καλοκαίρια στους κάμπους και παγεροί και αφιλόξενοι χειμώνες στις ορεινές περιοχές. Πλούσια σε βλάστηση λιβάδια το ένα περίπου εφτάμηνο του έτους (Νοέμβριος - Μάϊος) και φτωχά σε χορτάρια και προβληματικά για τα ζώα τα ίδια λιβάδια το άλλο πεντάμηνο (Ιούνιος - Οκτώβριος).
Επίσης στη χώρα μας μέχρι και τη 10ετία του 1950 το κτηνοτροφικό επάγγελμα ήταν το κυριότερο επάγγελμα των ανθρώπων της υπαίθρου. Τα λιβάδια κοινοτικά, ιδιωτικά, μοναστηριακά, δημόσια δεν επαρκούσαν να καλύψουν τις ανάγκες διατροφής των ζώων. Ιδιαίτερα κατά το φθινοπωρινό-χειμερινό εξάμηνο το πρόβλημα ήταν οξύτατο λόγω του μεγάλου αριθμού των ζώων που συντηρούσαν.
Όλες οι ανωτέρω ιδιαιτερότητες μαζί με την μορφολογία του εδάφους, με την περισσότερη έκταση του στις ορεινές του περιοχές και την πλούσια βλάστηση στις ορεινότερες απ' αυτές, καθιστούσαν αναγκαίες τις εποχικές μετακινήσεις των ποιμνίων από τα χειμαδιά στα ξεκαλοκαιριά και το αντίστροφο.
Αυτές οι μετακινήσεις από τόπο σε τόπο προϋποθέτουν και μια οργάνωση των μετακινούμενων κτηνοτρόφων νομάδων και ένα θεσμικό καθεστώς που θα άντεχε στην αντιμετώπιση των πολλών προβλημάτων που ανέκυπταν. Και αυτή η οργάνωση πρέπει να στηριζόταν σε ανθρώπινες δυνάμεις ικανές να ανταπεξέλθουν στις αναγκαίες απαιτήσεις του κτηνοτροφικού επαγγέλματος και στους μύριους κινδύνους που αδιάλειπτα εμφανιζόταν και απειλούσαν την ίδια την ύπαρξη των κτηνοτρόφων.
Και οι μεν ανάγκες ήταν η φύλαξη και η βοσκή των αιγοπροβάτων, το άρμεγμα, η τυροκόμιση, η διαμονή του κοπαδιού, οι ασθένειες του και τόσα άλλα, οι δε κίνδυνοι προέρχονταν από διεκδικητές της βοσκής, επιδρομείς με αρπακτικές διαθέσεις, ληστές, κακές καιρικές συνθήκες και πολλά άλλα.
Τέτοιες έμπιστες και ασφαλείς δυνάμεις ήταν ασφαλώς ο ευρύτερος συγγενικός κύκλος ή ο κύκλος των προσώπων που συνδέονταν μεταξύ τους με δεσμούς φιλίας, κοινής καταγωγής κλπ.
Η ομοιότητα των προβλημάτων τότε και μεταγενέστερα και μέχρι την εποχή μας και η ανάγκη εξεύρεσης λογικών λύσεων για την αντιμετώπιση τους οδηγούσε ασφαλώς σε θεσμούς, σαν αυτούς των τσελιγκάτων, οι οποίοι μπορεί να διέφεραν από τόπο σε τόπο, αλλά στη γενική τους δομή και λειτουργία πρέπει να παρουσίαζαν αρκετές ομοιότητες.
Σ' αυτές τις ομαδικές μετακινήσεις της κτηνοτροφίας με οποιαδήποτε οργάνωση και μορφή αναφέρομαι στη συνέχεια.
Οι κτηνοτροφικές μετακινήσεις στην Αρχαία Ελλάδα
Ο νομαδικός βίος ήταν γνωστός στην αρχαία Ελλάδα. Η λέξη «νομάδες» με την έννοια φυλές ποιμενικές περιφερόμενες από τόπου εις τόπον μετά των ποιμνίων των, χωρίς να εγκαθίστανται πουθενά μόνιμα, απαντάται σε αρχαίους έλληνες συγγραφείς
(Ηρόδοτος 1.15, 125, 4.187, 7.85, - Αριστοτέλης Πολιτικά 1.8,6 - Αισχύλος Πρ. 709). Ειδικότερα αναφέρεται από τον Αριστοτέλη στα Πολιτικά του I, 125b, 1 - 5 με την περίφημη διαπίστωση ότι ο φτωχός «νομαδικός» βίος συμπληρώνει τα ελλείποντα του κτηνοτρόφου και τη φτώχεια του ακολουθώντας παράλληλα και τον «ληστρικόν» βίον.
Ο Ευριπίδης στην «Αλκηστη» στίχοι 590 και επ. αναφέρεται στα αμέτρητα κοπάδια του Αδμήτου, του βασιλιά των Φερών της Θεσσαλίας, του συζύγου της Άλκηστης, που δέχθηκε να πεθάνει για να σωθεί εκείνος και την οποία επανέφερε στη γη και στη ζωή από τον Αδη ο Ηρακλής, που έβοσκαν στη «Βοίβη, την καλλίρροη λίμνη» και έφθαναν μέχρι τα βουνά των Μολοσσών, της Ηπείρου δηλαδή.
Και στο χωρίο αυτό της Αλκηστης του Ευριπίδη υποκρύπτεται μετακίνηση των κοπαδιών του Αδμήτου από τη Θεσσαλική πεδιάδα, την οποία κατείχε ολόκληρη ο Αδμητος, στα γύρω βουνά, στο Πήλιο, σίγουρα στην Όρθρυ και στην Όσσα και στον Όλυμπο και οπωσδήποτε στα βουνά που χωρίζουν τη Θεσσαλία από την Ήπειρο, την Πίνδο κυρίως προς δυσμάς, στην οποία εκτεινόταν η χώρα των Μολοσσών.
Και ναι μεν εδώ έχουμε ένα ιδιοκτήτη των αμέτρητων κοπαδιών, το βασιλιά Αδμητο. Έχουμε όμως εποχικές μετακινήσεις των κοπαδιών του από τα χειμαδιά στα ξεκαλοκαιριά και αντίστροφα λόγω των καιρικών συνθηκών. «Οι Φεραίοι», δηλαδή οι κάτοικοι των Φερών και της ευρύτερης περιοχής τους, κατά τον Βαλκανιολόγο συγγραφέα Αχ. Λαζάρου (Βαλκάνια και Βλάχοι σελ. 31), των ρωμαϊκών χρόνων, όπως και προηγούμενων εποχών, έχουν μεγάλα κοπάδια, τα οποία προς ανεύρεση της απαραίτητης τροφής τους παραδοσιακά μετακινούν κατά εποχές του έτους σε σταθερά θέρετρα και επαναφέρουν στο χειμαδιό το προγονικό, πλην εκτάκτων περιπτώσεων πολεμικών περιπετειών, προσωπικών διώξεων κ.α.
Ο ίδιος στην ίδια σελίδα αναφέρεται και στον ανθρωπολόγο Αρη Πουλιανό, που στο έργο του «Περί καταγωγής των βλάχων», Σύγχρονα θέματα 1963 σελ. 285, γράφει: «Ίσως κάποτε στην αρχαιότητα, ένα μέρος από τους κατοίκους της Θεσσαλικής πεδιάδας το καλοκαίρι να ανέβαινε σε πιο βόρεια μέρη (Ήπειρο και Μακεδονία) και το χειμώνα να γύριζε στα παλιά γνωστά μέρη».
Ο ιστορικός Κεραμόπουλος γράφει για τους Περαιβούς:
«Εκ πάντων τούτων συνάγεται ότι εις την Θεσσαλικήν πεδιάδα κατήρχοντο εκ των γειτονικών ορέων...κτηνοτρόφοι και διέμενον μετά των κτηνών των εις την Θεσσαλικήν πεδιάδα κατά την ψυχράν περίοδον του χειμώνα και επανήρχοντο εις τα όρη περί το Έαρ. Ούτος ήτο ο βίος των αρχαίων Περραιβών, ελληνικής φυλής, ελληνόγλωσσου βεβαίως. Αλλά αυτός ούτος είναι και ο βίος των σημερινών Βλάχων λατινογλώσσων όμως». (ΕΕφΣΠΑ, 4, 1953 - 1954, 56)
Ο Γ. Χουρμουζιάδης (Εισαγωγή στο νεολιθικό τρόπο παραγωγής - Ανθρωπολογικά 1 (1980) 128») γράφει: «Με βάση τα ανασκαφικά δεδομένα θα πρέπει να πούμε με βεβαιότητα ότι τον κτηνοτροφικόν πλουτον των νεολιθικών τροφοπαραγωγικών δραστηριοτήτων τον αποτελούσαν μικρά και ευκολομετακινουμενα κοπάδια με αιγοπρόβατα, βοοειδή, γουρούνια και μερικά πουλερικά...Το συμπέρασμα είναι πως η κτηνοτροφία στους νεολιθικούς οικισμούς της Θεσσαλίας (και ίσως ολόκληρης της Ελλάδας) είχε αναπτυχθεί μέχρι τα χρόνια της πρώιμης Χαλκοκρατίας στη μορφή της οικοτεχνίας».
Στο Σοφοκλή (Οιδίπους Τΰρρανος στίχοι 1110-1222) ο Οιδίπους, με ένα Κορίνθιο βοσκό άγγελο συναντά ένα γεροβοσκό, που καυχάται ότι δεν είναι αγορασμένος (συνετός), αλλά οικόσιτος (οίκοτραφείς), έχοντας επομένως μια ξεχωριστή θέση στην οικογένεια, θυμίζει το βοσκό του σαρακατσιάνικου τσελιγκάτου, που δεν προσφέρει τις υπηρεσίες του «ξήψωμα» δηλ. ως εξωτερικός βοσκός χωρίς τροφή, αλλά με τροφή που βαρύνει το αφεντικό του. Ο γεροβοσκός βόσκει τα πρόβατα στον Κιθαιρώνα. Και ο άγγελος του θυμίζει «του Κιθαιρώνος τον τόπον», όπου εκείνος και ο γεροβοσκός συναντιόταν με τα κοπάδια τους, ο Θηβαίος (γεροβοσκός) με δυο κοπάδια και ο Κορίνθιος (άγγελος) με ένα από την Ανοιξη ως το Φθινόπωρο επί τρία ολόκληρα εξάμηνα (στίχοι 1132 - 1137). Το χειμώνα και οι δυο τους αποσύρονταν στα μαντριά για να ξεχειμωνιάσουν τα κοπάδια των κυρίων τους (1138 - 1139).
Έχουμε επομένως σ' όλα αυτά τα χρόνια μετακινήσεις κοπαδιών και σίγουρα και των οικογενειών των ποιμένων από τα χειμαδιά στα ξεκαλοκαιριά και αντίστροφα. Και μάλιστα μετακινήσεις κοπαδιών που οι ιδιοκτήτες τους ήταν πολίτες διαφορετικών πόλεων-Κρατών (Κόρινθος-Θήβα), με διαφορετική γεωγραφική επικράτεια η κάθε μια και όχι αναγκαία και γειτονική. Έχουμε κυρίως μετακινήσεις εξαμηνιαίες. Ίσως σε εποχές που οι διαφορετικές πόλεις της προέλευσης των κοπαδιών δε βρίσκονταν σε εμπόλεμη κατάσταση.
Τώρα ποια οργάνωση είχαν τα μετακινούμενα κοπάδια και ποιες σχέσεις τα διείπαν, όταν ενώνονταν και έβοσκαν μαζί και παρήγαγαν κοινά κτηνοτροφικά προϊόντα, δεν μπορούμε να το γνωρίζουμε αλλά ούτε και μπορούμε να αποκλείσουμε ότι πιθανότερη οργάνωση και μορφή πρέπει να ήταν η απλή εκείνη του τσελιγκάτου ή κάποια παραπλήσια μορφή της, που τη γεννούσε η ίδια η σύνθεση των κοπαδιών.
Εκείνο όμως που πρέπει να δεχθούμε ως βέβαιο είναι το ότι ο Κορίνθιος βοσκός που μαζί με τον Οιδίποδα συναντήθηκαν στον Κιθαιρώνα με το Θηβαίο βοσκό και οι οποίοι τα Καλοκαίρια έσμιγαν τα κοπάδια τους και τα βοσκούσαν μαζί και τα χώριζαν το Φθινόπωρο για να ξεχειμωνιάσουν στα χειμαδιά τους (Κόρινθο - Θήβα) επάνω στη κορυφή και στα λιβάδια του Κιθαιρώνα δεν ήταν μόνοι τους. Είχαν οπωσδήποτε και άλλους συντρόφους τους για τη φύλαξη των κοπαδιών. Και είχαν και τις οικογένειες τους για την εξυπηρέτηση των κάθε μορφής αναγκών των κοπαδιών τους και των ίδιων. Είχαμε δηλαδή μια μορφή στάνης στην οποία κατοικούσαν με τις οικογένειες τους και ικανοποιούσαν τις ανάγκες τους. Και βεβαίως ό,τι γινόταν στον Κιθαιρώνα συνέβαινε και σ' όλα τα λιβάδια όλων των βουνών της Ελλάδας. Ο μεγάλος αριθμός των ζώων των κτηνοτρόφων τους, η αναμφισβήτητη στενότητα των λιβαδιών και η ανισομερής κατανομή τους στις διάφορες περιοχές της χώρας καθιστούσαν αναγκαίες τις μετακινήσεις τους, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια των διαφορετικών κλιματολογικά συνθηκών μεταξύ ορεινών και χειμερινών περιοχών.
Στο σημείο όμως αυτό πρέπει να επισημανθεί και τούτο:
Οι μετακινήσεις των «τσελιγκάτων» εκείνης της εποχής πρέπει να συναντούσαν και πολλές δυσκολίες και πολλούς περιορισμούς, κυρίως από την τότε πολιτική διάρθρωση και οργάνωση των κατοίκων τους.
Ένας απ' αυτούς ήταν τα όρια του Κράτους - Πόλης. Είναι γνωστό ότι κάθε μεγάλη Πόλη, το κάθε μικρό νησί, οι μεγάλες πόλεις των μεγάλων νησιών, αποτελούσαν ιδιαίτερα κράτη με τους άρχοντες τους, τις αρχές τους, το στρατό τους, το ναυτικό τους, οι παράλιες πόλεις και κυρίως με την εδαφική τους περιφέρεια. Η τελευταία είχε ιδιαίτερη αξία και σημασία. Και αυτό γιατί ήταν μεγάλος ο αριθμός των ζώων (προβάτων, γιδιών, βοδιών και αλόγων) στα οποία κυρίως στηριζόταν η οικονομία των κατοίκων των περισσότερων Πόλεων - Κρατών. Αλλά και γιατί η γεωργία ήταν εκτατική καλλιέργεια μικρών αποδόσεων λόγω της επιφανειακής άρωσης με τις διάφορες μορφές των ησιόδιων αρότρων, των μη βελτιωμένων σπόρων και της απουσίας λιπασμάτων, πλην της κόπρου των ζώων. Εξαιτίας αυτών των λόγων οι μετακινήσεις γίνονταν εντός των ορίων της επικράτειας της Πόλης - Κράτους. Και απαραίτητη προϋπόθεση επομένως της μετακίνησης από τις πεδινές εκτάσεις στις ορεινές στο αέναο κυνηγητό της πράσινης χλόης, της δροσιάς το Καλοκαίρι και της ζέστης το Χειμώνα, ήταν η ύπαρξη τέτοιων εκτάσεων εντός των ορίων της εδαφικής περιφέρειας της Πόλης - Κράτους.
Η παράνομη είσοδος των ποιμνίων και των μεγάλων ζώων και η βοσκή στις εκτάσεις που ανήκαν σ' άλλη Πόλη - Κράτος πρέπει να αποτέλεσαν και αίτια πολεμικών συγκρούσεων μεταξύ ομόρων Κρατών - Πόλεων. Δεν υπέπεσαν όμως στην αντίληψη μου γραπτές μαρτυρίες τέτοιων διενέξεων και συγκρούσεων. Δεν μπορεί όμως να μην υπήρχαν. Για τον κτηνοτρόφο όλων των εποχών σίγουρα η αγάπη προς τα ζώα του και η επιδίωξη της καλύτερης κατάστασης τους και της μεγαλύτερης απόδοσης τους ήταν ισχυρό κίνητρο παράνομης βοσκής. Δεν μπορεί και σ' αυτό το βέβαιο και αποδεδειγμένο ελάττωμα των κτηνοτρόφων, οι σημερινοί να μην είναι μιμητές των προγόνων τους, όπως σ' όλα σχεδόν τα ελαττώματα τους. Πάντοτε πίστευα ότι η μεγαλύτερη απόδειξη του ότι είμαστε απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων είναι το ότι φέρουμε μέσα μας μέχρι της τελευταίας λεπτομέρειας τους και όλα τα ελαττώματα τους!!! Συγκρούσεις όμως τέτοιας μορφής δεν πρέπει να υπήρχαν στα χρόνια της Ρωμαϊκής, Βυζαντινής και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ίσως και στα ελληνιστικά χρόνια. Στα χρόνια του Φιλίππου και του Μεγαλέξανδρου και στα χρόνια του Βυζαντίου σώζονται περιστατικά συγκρούσεων για τις βοσκές και τα λιβάδια μεταξύ διαφόρων βόρειων φυλών και των Ελλήνων, που επιδίωκαν να τις καταλάβουν και να τις νέμονται, όπως παρακάτω αναφέρεται.
Βέβαια η ανάγκη των μετακινήσεων δεν ήταν στην αρχαία Ελλάδα τόσο μεγάλη, όσο εκείνη της μετακινούμενης Ανοιξη - Φθινόπωρο μεγάλης ποιμενικής κτηνοτροφίας στην εποχή μας. Στην αρχαία Ελλάδα οι βοσκήσιμες εκτάσεις ήταν πάρα πολλές, τα νερά άφθονα, η χλωρίδα πλουσιότερη και πρέπει και οι βροχοπτώσεις να ήταν πολύ περισσότερες. Φαινόμενα ξηρασίας, όπως στη σύγχρονη εποχή στις ίδιες περιοχές δεν υπήρχαν. Και βεβαίως δεν υπήρχε και το φαινόμενο όχι μόνον όλες οι επιδεκτικές καλλιέργειες σε πεδινές και ημιορεινές εκτάσεις να αποδοθούν στην εντατική καλλιέργεια με βαθιές αρώσεις μάλιστα αλλά και λίμνες ακόμη να αποξηρανθούν για να καταστήσουν τη χώρα μας αυτάρκη σε δημητριακά.
Παρ' όλα όμως αυτά γίνοταν μετακινήσεις από τις πεδιάδες (χειμαδιά) στα ορεινά λιβάδια (ξεκαλοκαιριά) και όταν εκείνα λόγω του καιρού γινόταν αφιλόξενα, ακολουθούσε η κάθοδος στα θερμά χειμαδιά, για να επαναληφθεί την άλλη χρονιά το ίδιο.
Την ύπαρξη μετακινούμενης νομαδικής κτηνοτροφίας στην Αρχαία Ελλάδα από τα μέσα του 19ου αιώνα την αμφισβήτησαν Ρουμάνοι κυρίως ιστορικοί και γλωσσολόγοι κήρυκες του «πανρουμανισμου» στην ελληνική χερσόνησο. Είναι γνωστή η επιδίωξη των Ρουμάνων εκείνη την εποχή, που διογκώθηκε και έλαβε επικίνδυνες διαστάσεις στις αρχές του 20ου αιώνα και δυστυχώς συνεχίζεται με μικρότερη ένταση και στις μέρες μας. Η επιδίωξη τους αυτή συνίστατο στην αναγνώριση ρουμανικής μειονότητας στην Ελλάδα. Και κύριος στόχος τους ήταν οι Βλαχόφωνοι Έλληνες της Ελλάδας, με την εκμετάλλευση της μερικής ομοιότητας του λατινογενούς γλωσσικού τους ιδιώματος με το λατινογενές γλωσσικό ιδίωμα του μη δακικής προέλευσης τμήματος του ρουμάνικου λαού. Πρόβλημα τους όμως ήταν οι αποκλειστικά ελληνόφωνοι νομάδες ποιμένες Σαρακατσιάνοι. Η προπαγάνδα τους βρήκε τη λύση και ήταν πολύ απλή και εύκολη. Χαρακτήρισαν τους Σαρακατσιάνους εξελληνισθέντες βλάχους!!! Και για να στηρίξουν την παράλογη αυτή λύση στο πρόβλημα τους προχώρησαν και σε δεύτερο ανιστόρητο παραλογισμό. Υποστήριξαν ότι δεν υπήρχε νομαδική κτηνοτροφία στην αρχαία Ελλάδα για να αποκλείσουν τους Σαρακατσιάνους από διαδόχους των αρχαίων ελληνικών νομαδικών φυλών. Με πρωτεργάτη τον Ivan Caragiani, καθηγητή ρουμάνικου πανεπιστημίου και με διαδόχους τον Rubin το 1913, με την ευκαιρία των εργασιών της συνδιάσκεψης του Βουκουρεστίου μετά το Β' βαλκανικό πόλεμο, τον Ν. lorga, και με τους Έλληνες, δυστυχώς, (πάντοτε ευδοκιμούσε στην πατρίδα μας το δένδρο εφιάλτης) Per. Papahagi, Th. Capidan, Τ. Papahagi, Γιαν. Ντόντο, Γ. Έξαρχο και άλλους υποστηρίχθηκε ότι από τον εξελληνισμό των βλάχων προήλθαν οι Σαρακατσιάνοι και ότι δεν υπήρχε νομαδική κτηνοτροφία στην Αρχαία Ελλάδα.
Το ζήτημα αυτό, το γνωστό ως «Κουτσόβλάχικο ζήτημα», το διαπραγματεύεται ο εντετ. Φιλόλογος Καθηγητής στο 4ο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης στον τομέα της Ρωμανολογίας και Ρουμανικής Διαλεκτολογίας, υπότροφος του ΙΚΥ και τριών Πανεπιστημιακών Ιδρυμάτων της Γαλλίας βλαχόφωνος έλληνας από τη Σαμαρίνα Αχιλλ. Λαζάρου, σε πολλά έργα του και ανάμεσα σ' αυτά και στα α) «ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΚΑΙ ΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΚΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ ΤΟΥ ΔΙΗΠΕΙΡΩΤΙΚΟΥ - ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ ΣΕ ΣΥΝΑΡΤΗΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΩΝ ΒΛΑΧΩΝ-ΑΡΜΑΝΩΝ» - ΑΘΗΝΑ 2006, β) «Συμβολή της ρουμανικής επιστήμης στην ορθή λύση του ζητήματος των βλάχων της Ελλάδος» - Αθήνα 2007 και γ) «ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΟΙ - Ρουμάνικες και άλλες θέσεις για την καταγωγή» - Αθήνα 1999.
Από τα έργα του αυτά θα παραθέσω μερικά σημεία τους:
Από τους «ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΟΥΣ» του:
Στη σελίδα 284 γράφει:
Στο δελτίο της Εταιρείας Ελλήνων Φιλολόγων καταχωρίζονται τα ακόλουθα: «Ότι οι νομάδες ποιμένες του ελληνικού και βαλκανικού χώρου, που καλούνται Σαρακατσαναίοι και ομιλούν μόνον Ελληνικά, αποτελούν την μερίδα εκείνην του Ελληνικού λαου που αντιπροσωπεύουν κατά την γνώμην όλων των ερευνητών την αρχαιοτάτην γηγενή μερίδα των Ελλήνων κατοίκων του τόπου μας, πολυ ολίγοι Έλληνες το γνωρίζουν. Και οι Σαρακατσαναίοι είναι άσχετοι προς τους άλλους νομάδας ποιμένας που' είναι δίγλωσσοι, ομιλούντες εκτός της ελληνικής και το λατινογενές βλαχικόν ιδίωμα».
Στη σελίδα 288 γράφει:
Η ενασχόληση των Ελλήνων με την κτηνοτροφία σε όλες πάντοτε τις μορφές της διαπιστώνεται συχνά στην αρχαιοελληνική γραμματεία με πρώτες πηγές τα έργα του Ομήρου. Ο καθηγητής του πανεπιστημίου Βουδαπέστης Mathias Gyoni τονίζει: «Από την Ομηρική περίοδο, η κτηνοτροφία αιγοπροβάτων αποτελούσε σημαντικό κλάδο της ελληνικής οικονομικής ζωής». Στην περίφημη ασπίδα του Αχιλλέα, του οποίου η επικράτεια εκτεινόταν από τη θεσσαλική Φθία έως την Ιωλκό και το Πήλιο, ο Όμηρος φιλοτεχνεί σαγηνευτικές πτυχές αγροτοποιμενικής ζωής, όπως άλλωστε επισημαίνονται ήδη από τον ειδικό ερευνητή και διδάκτορα του Παντείου Πανεπιστημίου Μ. Γκιόλια: «Αναφέρει ο Όμηρος κοπάδια από πρόβατα και αγέλες βοδιών που ποτίζονται σε λίμνες και ποτάμια, σκύλους που ακολουθούν τα ζωντανά και μάχονται με λιοντάρια, άλογα γοργόποδα κι ευκίνητους αναβάτες που φρουρούν οπλισμένοι τα κοπάδια, λιβάδια με κάτασπρα πρόβατα και στάνες και μαντριά και καλύβες να μένουν οι μηλοβοτήρες. Κοπέλες να φέρνουν χορεύοντας στους γονείς τους βόδια από τους μνηστήρες, στάβλους γεμάτους ζώα και προβατοβοσκους να λαλούν ευτυχισμένοι τις φλογέρες τους (Ιλ. Σ 573-590)».
Στη σελίδα 290 γράφει:
Σταθερά διατηρείται η μορφή αυτή της κτηνοτροφικής ζωής, «τουλάχιστον από της Ομηρικής εποχής», όπως ορίζει ο Αλέξανδρος Σίνος, «μέχρι σήμερον», γράφοντας μεταπολεμικά. Επικαλείται δε και τη γνώση του Maull, η οποία βλέπει το φως της δημοσιότητας κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου, περνώντας σχεδόν απαρατήρητη, παρά την προφανή σπουδαιότητα της: «Η κυριαρχούσα γενικώς μορφή της κτηνοτροφίας και το είδος των κτηνών, έχει πλήρως προσαρμοσθή με το ξηρόν κλίμα και το άγονον του εδάφους, και η κτηνοτροφία μεγάλων ζώων υποχωρεί τελείως προ της κτηνοτροφίας μικρών ζώων, των προβάτων και αιγών... Η αδυναμία της διατροφής εις σταύλους, λόγω ελλείψεως χόρτου και η πτωχεία του εδάφους, του οποίου η βλάστησις ανανεουται μόνον άπαξ του έτους - εις τας πεδιάδας τον χειμώνα και εις τα όρη το θέρος - έχουν επιβάλει εις την κτηνοτροφίαν τον νομαδικόν τύπον. Ύπό την οδηγίαν νομάδων ποιμένων συνοδευόμενων με ημιόνους, όνους ...ως ζώα μεταφορικά, ... και φυλασσομένων από ημιαγρίους σκύλους, προξενούντας τον φόβον εις όλους τους ταξειδιώτας από της αρχαιότητος (Οδυσσεύς) μέχρι σήμερον, πορεύονται τα ποίμνια κατά το τέλος της ανοίξεως (τέλος Απριλίου - Μαΐου) εις τα όρη και κατά τον χειμώνα (τέλος Οκτωβρίου) επιστρέφουν πάλιν εις τας πεδιάδας, όπου καταβάλλουν εις τας Κοινότητας δια την χρήσιν των βοσκοτόπων, ένα μίσθωμα. Το βαθύπεδον περί το Μεσολόγγιον, αι Θεσσαλικαί πεδιάδες, η Κάτω Μακεδονία και αι Μικρασιατικοί κοιλάδες, αποτελούν περιζήτητα χειμαδιά ... Παρά τους νομάδας τούτους ποιμένας κατοικούν επίσης (Πελοπόννησος) και ημινομαδικοί πληθυσμοί εις άγονα χωρία, όπου οι χωρικοί τα εγκαταλείπουν τον χειμώνα διά ν' αναζητήσουν τα βοσκοτόπια των πεδιάδων...»
Στη σελίδα 291 γράφει:
Επομένως αποτελεί μύθευμα η θεωρία περί ανυπαρξίας κτηνοτροφικού βίου στους αρχαίους Έλληνες και συνακόλουθης ξενικής καταγωγής των Σαρακατσάνων. Εξ ολοκλήρου δε ανατρέπεται χάρη στα αρχαιολογικά ευρήματα και στις αδιάψευστες μαρτυρίες αρχαίων Ελλήνων, και Λατίνων, συγγραφέων, Ομήρου, Ησιόδου, Αριστοτέλους, Ξενοφώντος, Πολυβίου, Στράβωνος, Αθηναίου, Αιλιανού, Αρριανου, Πλουτάρχου, Αουκρητίου, Βάρρωνος κ. α., θησαυρισμένες σε σειρά δημοσιευμάτων διακεκριμένων επιστημόνων, όπως είναι οι καθηγητές Κεραμόπουλλος, Πέτσας, Δάκαρης, Σαρικάκης, Glotz, Robert, Lozovan κ.α.
Στη σελίδα 298 γράφει:
Τον αφελληνισμό ευχερέστερα διαφεύγουν όσοι ασκούν το πατρογονικό κτηνοτροφικό επάγγελμα και διατηρούν τον κλειστό τρόπο ζωής, ο οποίος χάνεται σχεδόν καθ' ολοκληρίαν μετά τον β' παγκόσμιο πόλεμο. Ακριβώς αυτοί είναι προ πάντων Σαρακατσάνοι, τους οποίους ακόμη η ρουμανική πολιτική σκόπιμα θεωρεί «εξελληνισμένους» Βλάχους-Αρμάνους, με την έννοια Ρουμάνους, Μακεδο-Ρουμάνους (!), που αντηχεί οξύμωρα. Διότι περίτρανα αποδεικνύεται τόσο ο πανάρχαια διαχρονικός και πολύμορφος κτηνοτροφικός τρόπος ζωής Ελλήνων στην ηπειρωτική και νησιωτική χώρα όσο και η αδιάλειπτη συνέχεια του ελληνικού γλωσσικού οργάνου των Σαρακατσάνων παρά τις οποιεσδήποτε ιχνηλατήσεις ξενικών στοιχείων, τα οποία δεν αιφνιδιάζουν τους γνώστες και ερμηνεύονται άλλωστε εύκολα στα πλαίσια της βαλκανικής διαλεκτολογίας, όταν δεν υπεισέρχονται ανεπιστημονικές επιδιώξεις.
Και καταλήγει γράφοντας στη σελίδα 301 :
Όμως εξελλήνιση των Σαρακατσάνων, νομάδων, που λόγω του κλειστού τρόπου ζωής δεν συμβιώνουν συχνά με πληθυσμούς ελληνοφώνους στους χώρους θερινής και χειμερινής διαμονής, ώστε να υφίστανται τόσο ισχυρή επίδραση, ούτε μόνοι τους επιδίδονται στην καλλιέργεια των ελληνικών γραμμάτων, καταντά εντελώς απίστευτη. Τουναντίον θα ανέμενε κανείς ταχύτατη εξελλήνιση των Βλαχοφώνων, που ήδη από τον 11ο αιώνα αναγνωρίζονται ως αστοί, γαιοκτήμονες και κτηνοτρόφοι με μόνιμες εγκαταστάσεις και εποχικές μετακινήσεις, μετέπειτα δε ως πρωτοπόροι της ελληνικής εκπαιδεύσεως και παιδείας.
Για τον ομόγλωσσό του και κοντοχωριανό του βλαχόφωνο, Γ. Έξαρχο (Περιβόλι Γρεβενών) ο Αχιλλ. Λαζάρου (Σαμαρίνα Γρεβενών) γράφει ότι είναι χρήσιμη η παράθεση μερικών περικοπών από τα έργα του:
α) «Ο Γ. Έξαρχος διαλαλεί και τον δήθεν εξελληνισμό των Σαρακατσάνων, οπότε γι' αυτούς κατεπείγει η σύνταξη προγραμμάτων και η οργάνωση εντατικών μαθημάτων για να μάθουν «βλάχικα» στα προτεινόμενα από τον Γ. Έξαρχο βλάχικα σχολεία». (ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΟΙ σελ. 310)
Τι άραγε θα μπορούσε να παρατηρήσει κανένας για την απύθμενου βάθους και δυσθεώρητου ύψους ανοησία αυτή του Γ. Έξαρχου; θα μπορούσε μόνο να προβλέψει το σίγουρο λυντσάρισμά του αν επιχειρούσε εκείνος να διδάξει «βλάχικα» σε κάποια σαρακατσιανάκια!!!
β) «Ο Γ. Έξαρχος και άλλοι προσποιούνται άγνοια των προκαταλήψεων του loan Caragiani και προ πάντων του μισελληνισμου του, ο οποίος επεχείρησε να ματαιώσει την ενσωμάτωση με την Ελλάδα του Δομοκού με προσωπικά διαβήματα προς την Ιταλία αποτροπής ικανοποίησης των ελληνικών δικαίων». (ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΟΙ σελ. 298)
γ) Κατηγορώντας ο Αχιλλ. Ααζάρου την αδράνεια της Ελλάδος προς υποστήριξη των εθνικών ορθών θέσεων, όταν ξένοι επιστήμονες τις αποδέχονται, αναφέρει τις απόψεις του καθηγητή C. Poghirc (Δελτίο Ρουμάνικης βιβλιογραφίας ΙΜΧΑ θεσ/νίκη 1, 1971 5-8), σύμφωνα με το έργο του: «Ελληνική διάλεκτος η αρχαία Μακεδόνικη ... Η ελληνικότης της γλώσσας των αρχαίων Μακεδόνων», παρατηρεί:
«Το δε χειρότερο είναι ότι ελληνικές καθημερινές εφημερίδες, μάλιστα μεγάλης κυκλοφορίας, φιλοξενούν για άσχετο επιστημονικά ιλλυρολόγο εγκώμια, που φιλοτεχνεί πανάσχετος όπως ο Γ. Έξαρχος». (Ελευθεροτυπία 30-5-1994, 40-41)
(Ιστορικά και γλωσσολογικά δεδομένα κ.λ.π. σελ. 292-293)
δ) Στη σελ. 312 σημ. 71 του ίδιου βιβλίου γράφει: «Ο Γ. Έξαρχος, αν και έζησε χρόνια στη Ρουμανία και μας γύρισε «δρας Οικονομολόγος-Περιφερειολόγος», χωρίς κανένα δείγμα ειδικών σπουδών του, αδυνατεί στην παρακολούθηση της ρουμανικής ρωμανολογικής επιστήμης, όπως εκφράζεται από τον ακραιφνή Ρουμάνο Densusianu. Γι' αυτό εισάγει στην Ελλάδα παρωχημένα προπαγανδιστικά κείμενα του εκρουμανισμένου ακαδημαϊκού Th. Capidan και συντροφιάς του, παρουσιάζοντας τους Σαρακατσάνους σαν εξελληνισμένους βλάχους - Αρμάνους. Καμαρώνει δε ο Γ. Έξαρχος για το ογκώδες πρόσφατο βιβλίο του, επιγραφόμενο ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΟΙ, 438 σελίδων, από τις οποίες μόνο 15 του ανήκουν ...» κατά τον Δημ. Τάγκα.
Ο Ρουμάνος καθηγητής και ακαδημαϊκός Densusianu στις αρχές του 20ου αιώνα είχε υποστηρίξει ότι οι Σαρακατσιάνοι δεν είναι λατινόγλωσσοι-βλαχόφωνοι, αλλά απόλυτα ελληνόγλωσσοι. Ο ίδιος δε και πολλοί άλλοι ονομαστοί Ρουμάνοι (Α. Sacerdoteann, I. Sradbei, C. Daicovisiu - Η Daicovisiu) υποστηρίζουν ότι δεν υπήρξε κάθοδος των λαών της Ρουμανίας προς την Ελλάδα, αλλά άνοδος κατοίκων των ελληνικών περιοχών προς τη Ρουμανία. Άλλοι δε Ρουμάνοι επιστήμονες όπως οι Α. D. Xenopol, Τ. Papahagi, C. Poghirc τεκμηριώνουν αδιάσειστα την αυτοχθονία και την αδιάλειπτη διαχρονία τους στις περιοχές, όπου ακόμη υπάρχουν (οι Βλάχοι δηλ.), αποδυναμώνοντας εντελώς την εξ αρχής σαθρή θεωρία περί καθόδου.
Παρά ταύτα ο Γ. Έξαρχος μένει πιστός στις απόψεις του G. Veigand, που με δαπάνες της Ρουμανίας περιηγήθηκε τα βλαχοχώρια της Δυτικής Μακεδονίας και υποστήριξε κάθοδο των Ρουμάνων στην Ελλάδα και στις αρχικές απόψεις του μαθητή του Th. Capidan. Και ενώ οι τελευταίος αποδέχεται αργότερα την αυτοχθονία των Βλάχων της Ελλάδος, που είχαν διακηρύξει διασημότητες της ρουμανικής επιστήμης (Α. D. Xenopol, V. Parvan, Radu Vulpe, A. Procopovici), εκείνος εμμένει.
Και όχι μόνον αυτό. Ζητεί ίδρυση και βλάχικων σχολείων για να μάθουν «βλάχικα» οι Σαρακατσιάνοι. Ξέχασε φαίνεται την τύχη των ρουμάνικων σχολείων στα βλαχοχώρια της Δυτικής Μακεδονίας και της Θεσσαλίας και του Γυμνασίου τους στα Γρεβενά. Και δεν προβληματίσθηκε από όσα είπαν ο Eugen lonescu προϊστάμενος του Γραφείου των ρουμάνικων σχολείων του Εξωτερικού στο Υπουργείο Παιδείας: ότι «οι Κουτσόβλαχοι ανήκουν στον Ελληνισμό και η Ρουμανία μετά θυσίες οικονομικές δεκαετιών για την διαφώτιση των Κουτσοβλάχων ελάχιστο ποσοστό πήρε με το μέρος της». Και ο Dumitru Lazarescu Lecanta:"Δια την εξάπλωσιν της ρουμανικής εθνικής μορφώσεως έχομεν αρκετά σχολεία, διδασκάλους, καθηγητάς, ιερείς, αλλά δεν έχομεν ρουμανικό πληθυσμόν. Το ρουμανικόν έθνος ενταύθα...δεν συνίσταται ειμή από διαφοροτρόπως μισθοδοτουμένους και επιχορηγούμενους, των οποίων άμα παύσει η μισθοδοσία διαλύεται και το ρουμανικό αίσθημα. Εις χωρία όπου ο πληθυσμός αποτελείται αποκλειστικώς από Βλάχους, ενώ το ελληνικόν σχολείον βρίθει μαθητών, το ρουμανικόν στερείται... Ο Βλάχος συνεισφέρει εις το ελληνικόν σχολείο και αφήνει μετά θάνατον την περιουσίαν του προς εξάπλωσιν της ελληνικής μορφώσεως».
Επομένως τα φλιναφήματα των φερέφωνων της Ρουμανικής προπαγάνδας περί μη ύπαρξης νομαδικής μετακινούμενης κτηνοτροφίας στην αρχαία ηπειρωτική Ελλάδα και επομένως δεν είναι απόγονοι των κτηνοτρόφων εκείνων των χρόνων οι νομάδες Σαρακατσιάνοι, αλλά και οι ελληνικής καταγωγής βλαχόφωνοι νομάδες ή ημινομάδες, είναι ανάξια προσοχής, ανιστόρητες απόψεις, διαστρεβλώσεις της αλήθειας, πλαστογραφήσεις αρχαίων κειμένων, εντεταγμένες στο σχέδιο της δημιουργίας ανύπαρκτης μειονότητας.
Θα αποτελούσε τέλος σοβαρή παράλειψη αν σ' αυτό το σημείο δεν ανέφερα την εμπεριστατωμένη παρουσίαση του ζητήματος του νομαδισμού στην Αρχαία Ελλάδα και των μετακινήσεων των νομάδων κτηνοτρόφων από τον Ευρυτάνα συγγραφέα και ιστορικό Μάρκο Γκιόλια στο έργο του «ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΟΥ ΤΣΕΛΙΓΚΑΤΟΥ», σελίδες 37-46 με τίτλο «Το διαχρονικό σύστημα των εποχικών μετακινήσεων». Εκπλήττει η λεπτομερής παρουσίαση του ζητήματος αυτού από τον Μ. Γκιόλια και θα αποτελέσει σοβαρή παράλειψη σε όποιον θέλει να το ερευνήσει σ' όλη του την έκταση, αν δε μελετήσει το έργο αυτού του συγγραφέα.