Στα πουρνάρια πούταν στην άκρη απ’ τα κονάκια, ήταν ο χεζολόγος.
Δεν τον έφκιασε καένας, ούτε τον όρισε για τέτοιον. Το μέρος ήταν ανάμερο, κρυφό και πάαινε ο κόσμος εκεί.
Νιά βολά μ' έπιασε ο μπάρμπα Κολιός να κάνω τη δ(ου)λειά μ’. Ντροπιάστηκα, σηκώθηκα, έμασα τα βρακιά μ', μα αυτός ο καημένος μούπε:
«Άει κόπρισι τουν τόπου πιδί μ'...!».
Τα παιδιά τ’ μπάρμπα Χρήστου τράνεψαν ανύπαντρα. Ο Γιώργος, ο τρανύτερος από τ(ου)ς τρείς, κόντευε τα πενήντα. Γι αυτό ο συγγενής, που τους επισκέφτηκε στα βουνά, έπιασε κουβέντα μαζί του για την ανάγκη να βρει μια γυναίκα και να… νοικοκυρευτεί.
«Να πάει κατά διόλ’ να πάει, μουναχίσκαμαν μαναχάμας» δήλωσε ο Γιώργος συμφωνώντας μαζί του ότι πρέπει να αλλάξει η κατάσταση.
Ο μπάρμπα-Χρήστος, που άκουγε μέχρι εκείνη τη στιγμή τη συζήτηση σιωπηλός, μπήκε στην κουβέντα λέγοντας με καημό:
Το 2007 τ' Αϊ-Δημήτρη, ο μπάρμπα Γιάννος μπήκε στο Νοσοκομείο για εξετάσεις σε ηλικία 87 ετών. Γιατρό είχε να δει απ' όταν πήγε στο στρατό (Στο Τακτικό).
Ήρθε ο γιατρός στο κρεβάτι του για να πάρει το ιστορικό.
Μέσα σ' άλλα τον ρωτάει:
-Παππού καπνίζεις;
-Καπνίζω, κι αυτός ο διάλος θα με φάει...
-Πόσα χρόνια καπνίζεις;
Ο Μήτρος, πατέρας εννιά παιδιών, κατέβηκε στο παζάρι για... κατ' πέρα δώθε. Αφού τελείωσε τις δουλειές του, πέρασε και από το καφενείο όπου σύχναζαν οι σαρακατσιάνοι, «μπακ’ κι δει κανέναν γνωστό». Εκεί συνάντησε συγγενή του, ο οποίος καθόταν στο τραπέζι με κάποιον άγνωστο στο Μήτρο, και του πρότεινε να καθίσει μαζί τους. Αφού κάθισε, ακολούθησαν οι συστάσεις. «από εδώ ο Αποστόλης ο Βαρβάτος» είπε στον Μήτρο συστήνοντας τον ομοτράπεζό του ο ξάδερφος.
Τη δεκαετία του 70, πολλοί νέοι σαρακατσιάνοι φοιτητές, αντάμωναν στη Θεσσαλονίκη και δημιουργούσαν τις άτυπες σαρακατσιάνικες νεολαίες και εκεί... “σουμπουλιάστ'καν” και πολλά ανέκδοτα, αναφορικά με τη ζωή των σαρακατσιαναίων και την σταδιακή ένταξή τους στον αστικό κορμό της χώρας.
Ένα από αυτά είναι με τη λέξη τλουπόξ', δηλαδή τυλίξου με τα σκεπάσματα. Λέξη το άκουσμα της οποίας παραπέμπει σε ονομασία φαρμάκου.
Ρώτησα κάποτε τη γιαγιά μου:
-Γιατί δεν έδωσες στο πρώτο σου παιδί το όνομα του πεθερού σου;
-Αχ πιδάκι μ' δεν μας ρώτ'σαν! Έβαλε ου νουνός τ' όνομα απού 'θελε.
-Και γιατί δεν έδωσες ούτε στο δεύτερο παιδί σου το όνομά του και το έβαλες Ηλία;
-Ήθηλα να κάνου γκουρμπάν' στα β'νά... (Γκουρμπάνι=Γιορτή με σφάξιμο αρνιού και γλέντι)
Πολλές φορές οι νεότεροι πείραζαν τους γεροντότερους για τις επιδόσεις τους στον έρωτα. Έτσι και ένας ανιψιός άνοιξε παρόμοια κουβέντα με τον ηλικιωμένο μπάρμπα του:
-Τι γένεται μπάρμπα, φκιάνς τίποτα με τ' γριά σ';
-Παιδάκι μ' τι να σ' που, μια βολά του Χ'μώνα μια το Καλοκαίρ'.
-Έ, Άνοιξ' είναι τώρα, έρχεται και το Καλοκαίρ'.
Οπότε πετάζεται η γερόντισα, που άκουγε μέχρι εκείνη τη στιγμή σιωπηλά την κουβέντα και λέει αναστενάζοντας,
Ο Σαρακατσιάνος στον ξένο γενικά ήταν πολύ καχύποπτος. Δεν τον εμπιστευόταν. Δεν του άνοιγε την καρδιά του, ούτε εξέφραζε εύκολα τις σκέψεις του μπροστά του. Ο τρόπος της ζωής του, οι κίνδυνοι που αντιμετώπιζε, ζώντας λόγω του επαγγέλματος του στο μεταίχμιο της νομιμότητας και της παρανομίας, της εξουσίας και της παραεξουσίας, τον ανάγκαζαν να είναι ολιγομίλητος, ανέκφραστος, κρυψίνους.
Η παρακάτω ιστοριούλα δείχνει αυτή την τάση του Σαρακατσιάνου.
Ο Νίκος κι ο Αγγελής, δυο αδέρφια Σαρακατσιάνοι, για να πάνε με το τρακτέρ τους στο χωράφι τους, έπρεπε να στρίψουν αριστερά πατώντας τη διπλή γραμμή της ασφάλτου. Τους είδε όμως το περιπολικό της τροχαίας και τους σταμάτησε...
-Πατήσατε τη διπλή γραμμή, παρατήρησε ο τροχονόμος.
-Και σαν τ’ν πάτ’σαμαν, ωρέ παιδί, τι έπαθε, τ’ς βγήκαν τ' άντερα; Είπε ο Νίκος ο οποίος καθόταν δίπλα στον οδηγό.
Γέλασε ο τροχονόμος, γλίτωσαν την κλήση τ’ αδέλφια.
Τη δεκαετία του 80 έβγαινα για μερικά καλοκαίρια κοντά σε μια στάνη, από τις λίγες που είχαν απομείνει στα βουνά του Βερμίου και έμενα με την οικογένειά μου σε ένα κονάκι που είχα "ανακαινίσει".
Επειδή ένα απόγευμα δεν ντύθηκα καλά μετά απ' το μπάνιο, κρυολόγησα και έπεσα στο κρεβάτι με πυρετό. Εκεί δεχόμουν την επίσκεψη των γειτόνων κτηνοτρόφων. Ένα απόγευμα κόποιασε και ο 76χρονος μπαρμπα Γιώργης, ο οποίος μεταξύ άλλων συμβουλών, μου είπε:
Το παιδί του Σαρακατσιάνου πήγε στο στρατό και σαν ανειδίκευτος που ήταν τον... «επιλέξανε» για μάγειρα. Ο πατέρας του, για να κάνει τον… καμπόσο στα κονάκια, όταν τον ρώτησαν τι ειδικότητα πήρε το παιδί του, είπε:
-Ειδικός επιλεγμένος απ’ το ΓΕΣ για μάγειρας
Και αφού το έφερε η κουβέντα, ας θυμηθούμε και το στοίχο ενός τραγουδιού που αναφέρεται στο στρατό (τακτικό) και δείχνει τη σχέση των σαρακατσιαναίων με αυτό:
(Όταν ο μετέπειτα πρόεδρος της Δημοκρατίας Κ. Τσάτσος, συνάντησε τον Μήτρο Μαλαμούλη (1909))
Θα ‘μουνα δέκα χρονών. Το καλοκαίρι, όταν τέλειωνα το σχολείο κατέβαινα στο ισόγειο δικηγορικό γραφείο του πατέρα μου, όπου και με έβαζαν να αντιγράφω δικόγραφα. Για τις τέσσερις σελίδες χωρίς περιθώριο, πληρωνόμουν μια δραχμή.
Καθισμένος σ’ ένα από τα γραφεία των βοηθών χάζευα πού και πού τους πελάτες, κάθε λογής, που μπαινόβγαιναν.
Ο Νίκος και ο Άγγελος, δυο αδέρφια Σαρακατσιάνοι, είχαν αφήσει προ καιρού το νομαδικό βίο και εγκαταστάθηκαν σε μια κωμόπολή της Φθιώτιδας. Εκεί ασχολούνταν με τη Γεωργία και παράλληλα άνοιξαν και μια ταβέρνα-ψησταριά στο κέντρο του χωριού.
Ένα απόγευμα, ενώ ετοίμαζαν το μαγαζί, σταμάτησε εκεί μπροστά ένα αυτοκίνητο απ' το οποίο κατέβηκαν δυο κυρίες. Η μια απ' αυτές απευθυνόμενη στον Άγγελο τον ρώτησε:
Πολλοί σαρακατσάνοι με την εγκατάστασή τους σε χωριά, από λάθος επιλογές, αλλά και από θέμα τύχης, βρέθηκαν να τα περνάνε δύσκολα. "Δεν είχαν τον τρόπο τ'ς", όπως μου το είπε ο Γιώργος που μου διηγήθηκε την ιστορία. Ένας από αυτούς, ο μπαρμπα-Σπύρος, περήφανος σαρακατσιάνος, αλλά με... "στενάχωρα" οικονομικά, πήγε με τ' γριά τ' στον οδοντογιατρό για να τους εξετάσει τα δόντια. Αυτός διαπίστωσε ότι τέσσερα δόντια του ίδιου και 3 της γιαγιάς, ήταν σε τέτοια κατάσταση παραμελημένα, που δεν μπορούσαν πια να γιατρευτούν και έπρεπε να προχωρήσει στην εξαγωγή τους και ενημέρωσε σχετικά τον πελάτη.
Όξου ου αέρας σταματ'σει να φ'σάει. Ένα απαλό αηράκ' απόμ'νει μαναχά, θαρρείς κι ήθελ' ου Θεός να διωχν' τουν μπόχου απ' του θάνατου!
Τι βραδιά κι αυτή Θέ' μ'!
Ο Γιάννους τ'ς Αλέξινας, τον ήφεραν σήμηρα απ' του Νουσουκουμείου.
"Δεν γέννητι", ειπαν οι γιατροί "παρτη τουν στα καλύβια να παραδώσει τ' ψ'χή τ'!".
Ποιος; ...ου Γιάννους απ' έπιανει τ'ν πέτρα κι τ'ν έστυβει!!!
Η Γερογιάννενα επισκέφτηκε τα παιδιά τ’ς στ’ Σαλονίκ, να δει το καινούριο διαμέρισμα απ’ αγόρασαν. Την πήγε ο γιός της μέχρι την πόρτα της πολυκατοικίας και χτύπησε το κουδούνι να κατέβουν να την παραλάβουν. Κατέβηκε η νυφαδιά τ’ς και την έπιασε από το μπράτσο να την βοηθήσει να μπεί στο… ‘σανσέρ(ι).
Ζαλισμένη η... μάκου, λέει στη νύφη της:
Μια γυναίκα, για να αποφεύγει τις δουλειές, έπεφτε κάτω και κλοτσούσε τα πόδια της, τίναζε το κορμί της για λίγο και μετά ξάπλωνε και δεν έλεγε τίποτε μέχρι να απομακρυνθεί ο άντρας της.
Όταν ο δύστυχος άντρας της την ρωτούσε τι παθαίνει και κάνει έτσι, αυτή του απαντούσε πως την πιάνουν οι «ζάντζες» και δεν μπορεί να τις ελέγξει.
Τι να κάνει ο φουκαράς, πήρε τη γυναίκα του και την πήγε στο γιατρό να την εξετάσει. Ο γιατρός, αφού την εξέτασε και ρώτησε να μάθει σε ποιες περιπτώσεις αντιδρά με αυτόν τον τρόπο, πήρε παράμερα το σύζυγο και του εξήγησε πως η γυναίκα του δεν πάσχει από κάποια αρρώστια και πως πρόκειται μάλλον για κάποιο κόλπο της για να αποφεύγει τις δουλειές.
Στο Ιμπιλί, στο Βέρμιο, υπάρχει η εκκλησία της Αγίας Παρασκευής. Αυτή κατασκευάστηκε από ένα τμήμα του Ελληνικού Στρατού. Όταν άρχισαν οι στρατιώτες να διαμορφώνουν το χώρο για την κατασκευή της, τους πλησίασε ο Γερο Λίας, από τα παρακείμενα κονάκια, και ρώτησε τον επικεφαλής αξιωματικό.
-Τι φκιάν'τε εδώ ωρέ καλόπαιδο;
-Μια εκκλησία μπάρμπα, του απάντησε ο αξιωματικός.
Ο γερο Λίας, αφού σκεφτηκε για λίγο, λέει:
Καινούρια εμπειρία το ραδιόφωνο στα κονάκια, κάθονταν όλοι τριγύρω και άκουγαν το ραδιοφωνικό σταθμό Θεσσαλονίκης.
Κάποια στιγμή έβηξε ο εκφωνητής και απόρρησε ο Σαρακατσιάνος.
«Ωρε τηράτε που έφτασε η τεχνολογία! Να ‘ναι σ’ναχωμένος αυτός στ’ Σαλονίκ’ και να τον ακούμε εμείς στο Ιμπιλί!
Φοιτητές στη Θεσσαλονίκη τα παιδιά, ανέβηκαν το Καλοκαίρι στα κονάκια να δούνε τους δικούς τους. Ένα βράδυ, καθώς κάθονταν στο φριτζιάτο, το έφερε η κουβέντα στο σύμπαν, τα’ αστέρια και τη γη που γυρίζει γύρω από τον εαυτό της και γύρω από τον ήλιο. Ακούγοντας αυτά ο γερο-Κίτσιος που πλάϊαζε μέσα στο καλύβι, πετάχτηκε έξω και άρχιζε να φωνάζει: «Τι είν’ αυτά απ’ μουλογάτε ωρέ χαζά τ’ διάολ’; Αν γύρνα’ε η γη, εδώ θα να ‘ταν η ρούγα απ’ του καλύβ’; Τ’ν μια τ’ μέρα θα νάταν εδώ κι τ’ν άλλ’ να τηράει κατ’ εκεί»
Την Άνοιξη του σαρανταένα, οι δικοί μου με την ανωμαλία που υπήρχε, την κατοχή των Ιταλών κι επειδή είχαν και χωράφια σπαρμένα και για να μην είναι μοιρασμένοι μισοί στον κάμπο και μισοί στα βουνά, αποφάσισαν για πρώτη βολά να μην πάν στα βουνά, να κάτσουν στον κάμπο. Κι έτσι όταν γύρισα απ’ την Αλβανία, τους βρήκα στο χωριό, στη Νταουτζιά. Ο πατέρας μου πάντα στον κάμπο το πέρναγε λίγο πολύ το Καλοκαίρι με τα σπαρτά κι άλλες δουλειές που είχε. Το ίδιο και τ' αδέρφια μου δεν παραννοιάζονταν, όπως κι οι αδερφάδες μου. Η μάνα μου όμως, που απ’ τα γέννητά της, άμα έρχονταν η Άνοιξη, δεν είχε μείνει ούτε νιά μέρα στον κάμπο, δεν την χώραγε ο τόπος.
Λίγες εβδομάδες πριν βαφτίσω το γιό μου, έτυχα σε ένα συγγενικό τραπέζι, καθήμενος δίπλα στην γιαγιά μου, μάνα του πατέρα μου. Ενώ τρώγαμε, κάποια στιγμή που οι άλλοι ήταν αφοσιωμένοι στη συζήτηση κάποιου θέματος, έσκυψε να μοιραστεί μαζί μου κάτι που την απασχολούσε. "Δεν μ' λες, Γιώρ' θα το πεις το παιδί!" Έμοιαζε με συμβουλή, αλλά σε τόνο προστακτικής. Για να την πειράξω, της είπα ότι θα έδινα το όνομα του πεθερού μου. "Ούϊ, μάνα μ', πρώτο παιδί και δεν θα πεις στουν πατέρα σ'!", αντέδρασε ξαφνιασμένη.
Ένας Σαρακατσιάνος πήγε να δώσει εξετάσεις για δίπλωμα γεωργικού ελκυστήρα.
Μεταξύ των ερωτήσεων, στις εξετάσεις, ήταν και οι ταχύτητες.
-Πες μας τις ταχύτητες του μηχανήματος, του είπε ο εξεταστής.
-Είναι μίνια έτσ’, μίνια έτσ’, μίνια έτσ’ και μίνια έτσ’, απάντησε ο Σαρακατσιάνος, δείχοντας τις τέσσερις κατευθύνσεις.
Στη δεκαετία του 60 υπήρχαν συνεργεία κινηματογράφου τα οποία περιόδευαν τα χωριά και προβάλανε ταινίες στις πλατείες ή σε διάφορους στεγασμένους χώρους.
Σε μια τέτοια προβολή πήγε ο Αποστόλης τη μάνα του. Το θέμα της ταινίας «η Γκόλφω», η οποία ξεκίνησε δείχνοντας πλαγιές και πρόβατα να βόσκουν.
Βλέποντας αυτά η μάνα λέει:
Ο μπαρμπ'-Αχιλλέας, γέρος πια και ιδιότροπος, μάλωνε κάθε τόσο με τ’ γριά τ’. Αυτό ανάγκασε τον γιό του να φτιάξει ένα κονάκι παρέκει, για να βρει την ησυχία της η οικογένεια.
Εμμονικός ο μπάρμπας, ζητούσε κάθε τόσο απ' το γιό του να καλέσει γιατρό για να εξετάσει τη γιαγια. Γιατί, όπως έλεγε... «δεν είναι καλά η μάνα σ’ πιδί μ', φέρε γιατρό να τ’ν εξετάσ’!».
Κάποια κορίτσια απ’ τα κονάκια, που γνώριζαν την εμμονή του μπάρμπα, για να αστειευτούν μαζί του, σκέφτηκαν να ντύσουν μία απ’ αυτές με ένα άσπρο πουκάμισο και να την παρουσιάσουν στο κονάκι του μπάρμπα σαν γιατρό.
Δεκαετία του 1970 και ένας Σαρακατσιάνος πήγε στη Βέροια για να εξεταστεί για την απόκτηση διπλώματος οδήγησης γεωργικού ελκυστήρα.
Αφού δώσανε γραπτές και προφορικές εξετάσεις, στη συνέχεια θα εξετάζονταν στην πράξη. Μαζί με τους άλλους πήγε και ο... θ’κός μας. Εκεί τον ενημέρωσαν πως δεν θα συμμετείχε στην εξέταση οδήγησης, επειδή δεν πέρασε στην προηγούμενη διαδικασία.
Οπότε ο... θ’κός μας αντέδρασε φωνάζοντας στους εξεταστές, «Γιατί δεν μ’ αφήνετε κι εμένα να καβαλ’κέψω;»
Ο παππούς μ' ο Νάσιος είχε στο φύλαγμα του κοπαδιού έναν σύντροφο ο οποίος ήταν "νιόπαντρος" και, ίσως λόγω ανασφάλειας, όλο αναφέρονταν στην γυναίκα του, δήθεν απαξιωτικά ,για να ακούει τον παππού μου να την επαινεί.
Η συζήτηση εξελίσονταν κάθε φορά κάπως έτσι:
- Δεν πήρα καλή γ'ναίκα Νάσιου...
- Μα τί είναι αυτά απ' λες! Εσύ πήρες τ'ν καλύτερη και πιο άξια γ'ναίκα, έσπευδε να την επαινέσει ο παππούς μου.
Καλεσμένος σε γάμο το είχε παρακάνει με το ποτό και προσπαθούσαν οι δικοί του να τον συγκρατήσουν.
Άλλος καλεσμένος, που είδε το σκηνιικό, ρώτησε:
-Τι έπαθε αυτός, ήπιε;
-Ωρέ ήπιε τα ποδάρια τ'... ήταν η απάντηση...
Τόσο πολύ δηλαδή!
Συνάντησε τον κουμπάρο του την Άνοιξη στη Βέροια. Είχαν καιρό να συναντηθούν, ξεχειμώνιαζαν σε διαφορετικά μέρη.
Ο κουμπάρος είχε πληροφορηθεί για διάλυση του αρραβώνα της κόρης του και ρώτησε να μάθει λεπτομέρειες.
-Να σ’ που, άρχισε να λέει ο πατέρας.
-Είχα ανάγκη από ένα σκ΄λι. Μ' προξένεψαν ένα καλό πρατάρ’κο σκ’λί. Toυ πήρα κι το ‘φερα στα κονάκια.
Ου Θανάσ΄ς ήταν Κάλφας (βοηθός) σε ένα κοπάδ'.
Κάθε φορά που καθόταν να φάνε την "τριψάνα" (γάλα "παπάρα") μαζί με τον μεγαλύτερο σε ηλικία σύντροφό του, όταν προς το τέλος έμενε λίγο υπόλοιπο, άκουγε τον μεγάλο σύντροφό του να τον ρωτάει:
-Θα του μάσ΄ς ή θα του μάσου; (Δηλαδή θα μαζέψεις (θα αποφάς) εσύ το υπόλοιπο ή θα το μαζέψω εγώ).
Από ντροπή ο μ'κρότερος του απαντούσε,
Πολλοί Σαρακατσιάνοι θέλανε να παραστήσουν τον... "γραμματιζούμενο" και τον πολύξερο και ενίοτε χρησιμοποιούσαν λέξεις που άκουσαν και τους εντυπωσίασαν, για να εντυπωσιάσουν κι αυτοί με τη σειρά τους το ακροατήριο τους.
Ο Θωμάς Σ. επικοινώνησε με τον ιδιοκτήτη επιχείρησης χωματουργικών μηχανημάτων, για να του αναθέσει το ξεχέρσωμα του λιβαδικού του τόπου.
Στη χασαποταβέρνα των αδελφών Νίκου και Άγγελου -παλιοί σαρακατσιάνοι- μπήκαν μια μέρα δυο περαστικοί να φάνε. Πριν φύγουν ρώτησαν τους ιδιοκτήτες αν τους επέτρεπαν να αναρτήσουν στον τοίχο του καταστήματος μια διαφημιστική πινακίδα των ραπτομηχανών Singer. Με ευχαρίστηση το αποδέχτηκαν οι ιδιοκτήτες. Ήταν μια πινακίδα που απεικόνιζε μια γυναίκα να ράβει και από κάτω υπήρχε το κείμενο «ΡΑΨΤΕ ΤΟ ΜΟΝΗ ΣΑΣ», παροτρύνοντας τη νοικοκυρά να ράψει μόνη της το ρούχο της με την εν λόγω μηχανή.
Έτος 1962. Παραμονή Χριστουγέννων. Χρόνια δύσκολα, οι φαμπλιές μεγάλες, οι απαιτήσεις της νομαδικής ζωής πολλές. Τα αδέρφια σκορπισμένα σε διάφορες εργασίες, καθένας όπου έκρινε ο τσέλιγκας ότι θα μπορούσε να αποδώσει καλύτερα. Οι γναίκις στο κονάκι μέσα στις πυρετώδεις εργασίες των Χριστουγέννων. Ο γένους έχει αρχίσει, τα γυναικόπαιδα πρέπει να εκτελούν τις απαραίτητες προετοιμασίες για τα Χριστούγεννα στα χειμαδιά.
Χρειάστηκε να πάνε σε δημόσια υπηρεσία και έπρεπε να δώσουν τα στοιχεία τους.
Ρώτησε ο υπάλληλος πρώτα τον άντρα.
«Το όνομά σας;»,
«Μήτρος» απάντησε αυτός.
«Δηλαδή, Δημήτριος», διόρθωσε ο υπάλληλος.
«Το δικό σας όνομα», ρώτησε απευθυνόμενος στη σύζυγο του Μήτρου.
«Μήτραινα», πρόλαβε αυτός.
Ο σαρακατσιάνος πατέρας πήγε στην Αθήνα να επισκεφτεί την οικογένεια του γιού του. Έφτασε στο σπίτι αργά το απόγευμα και βρήκε εκεί τη μη σαρακατσιάνα νυφαδιά του, αλλά ο γιος έλειπε. Η γυναίκα τηλεφώνησε στον άντρα της να ρωτήσει που βρίσκεται και να του ανακοινώσει την άφιξη του πατέρα του. Εκείνος της απάντησε, «... σκ’λεύομαι, πες στον πατέρα ότι θα έρθω λίγο αργότερα, θα καταλάβει αυτός». Φράση την οποία μετέφερε αυτολεξεί η νύφη στον πεθερό της και αυτός... κατάλαβε.
Ρώτησε κάποιος έναν κτηνοτρόφο να του πει τι σπούδασε ο γιός του.
-Λύκος σπούδασε, απαντάει αυτός.
-Μα υπάρχει τέτοια επιστήμη, απόρησε ο άλλος.
-Δεν ξέρω αν υπάρχει τέτοια επιστήμη, απαντάει ο κτηνοτρόφος, αυτό που ξέρω είναι πως για να σπουδάσει μου έφαγε 300 πρόβατα και 100 γίδια…
Ακούγοντας τον πατέρα μου να αφηγείται για την πείνα που πέρασε με το σύντροφό του "στα ζυγούρια", τον ρώτησα γιατί καθότανε και πεινούσανε και δεν σφάζανε ένα ζυγούρι να φάνε!
Τότε αυτός με κοίταξε με αυστηρότητα και μου είπε:
-Εσύ αν πεινούσες θα έσφαζες το σύντροφό σου να τον φας; Εμείς φυσούσαμε στο στόμα τ' αρνί για να τα κάνουμε ζυγούρι και πρατίνα, και θα τα σφάζαμε με το παραμικρό να το φάμε;
Ήταν σαφέστατος..!
Με αφορμή τις ζεστές ημέρες του Καλοκαιριού, μου τηλεφώνησε ο φίλος μου ο Δημήτρης και μου αφηγήθηκε ένα... μολόημα:
Κάθονταν, απ' λες, ο Σαρακατσιάνος κατ' απ' τ'ν οξιά κι έτρωγε το ξ'νόγαλο όταν επέστρεψε ο Μήτρος απ' τον κάμπο.
Μια βολά πάνεγαν στ'ν Αθήνα δυό σαρακατσάνοι με το τραίνο. Μπήκαν απ' το Πλατύ και μέχρι να φτάσουν Αθήνα δεν αντάλλαξαν κουβέντα. Στα μουτφά 8-9 ώρες.
Μόλις έφτασαν στον σταθμό Λαρίσης στην Αθήνα λέει ο ένας:
- Αυτά απ' λές Μήτρο...
και απαντάει ο άλλος,
Έλεγε μια Σαρακατσάνα:
"'Οϊ μάτια μ' σκόρψαμαν σαν τα π'λια τ’ς πέρδικας, γίνκαμαν σκουρποχώρ', άλλ' σια δω κι άλλ' σια κει. Τώρα απ' τράνεψαν τα παιδιά, άλλος πάει στρατιώτης, άλλος πάει να μάθ' γράμματα, άλλος έφ’κε ντιπ απ' τα πρότα, χάλασε το τσελιγκάτο. Στενοχωρεύετι ου μαύρος ου γέροντας. Σκέφτιτι κι το 'πεσι κακός ταμπλάς. Θα μείνουν τα κ’δούνια κρεμασμένα, γράψ' αλίμονο σε μένα...»
Ο Μήτρος Π. ήθελε πάντα να παριστάνει τον πολύξερο και πάντα προσπαθούσε να βρίσκει κάποιες φράσεις που δεν αντιλαμβάνονταν οι άλλοι σκηνίτες, για να πει την... εξυπνάδα του.
Ο γερο-Πέτρος Γ. ήταν τσέλιγκας και άνθρωπος με επικοινωνιακά χαρίσματα. Φρόντιζε να προμηθεύεται καθημερινά την εφημερίδα και ενημερωνόταν για όλα τα νέα και τις εξελίξεις. Πάντα είχε επίσης μια συμβουλή για τον κάθε σκηνίτη και όλοι προσπαθούσαν να τον συμβουλεύονται.
Αυτό που μου άρεσε πάντα με τους παλιούς Σαρακατσιάνους, ήταν πως, με έναν πολύ ιδιαίτερο τρόπο, με μια φράση τους βγάζανε πάρα πολύ νόημα.
Εδώ θα αναφερθώ στη φράση, που άκουσα από το φίλο μου το Δημήτρη, "Εσύ του ψωμάκ' σ', του τυράκ' σ', τη δ'λουλα σ'" (το ψωμάκι σου το τυράκι σου και τη δουλίτσα σου).
Είναι μια φράση με την οποία βάζει κάποιος τον συνομιλητή του στην άκρη, δηλώνοντάς του παράλληλα πως τον θεωρεί κατώτερο των περιστάσεων. Kαι πως λένε οι νέοι μας... "το έστειλε κανονικά το άτομο!"
Οι δυο συνεφάδες είχαν ξεκαλοκαιριάσει μαζί στο ίδιο οτζάκι και στη στράτα για τα χειμαδιά έκαναν αντάμα «κονάκι», οι δυο οικογένειες, η μια δίπλα στην άλλη.
Την άλλη μέρα, νωρίς το πρωί, η οικογένεια που θα πήγαινε μακρύτερα, φόρτωσε τα πράγματά της και κίν'σει τ' στράτα τ'ς, αφήνοντας πίσω την άλλη συννυφάδα να κλαίει και να «ξενιτεύει», όπως συνήθιζαν οι Σαρακατσιάνες κατά τον αποχωρισμό.
Η Βούλα, ποντιακής καταγωγής, επισκέφτηκε τη σαρακατσιάνα συμφοιτήτριά της για να πάνε μαζί σε γάμο κοινής φίλης. Το βράδυ, μετά το γάμο, διανυκτέρευσε στο πατρικό της φίλης της, όπου κατοικούσε και η γιαγιά.
Την άλλη μέρα που ξύπνησαν τα κορίτσια, η γιαγιά ρώτησε τη φιλοξενούμενη, να μάθει πως πέρασε στο γάμο.
- Πως τα πόρεψες στο γάμο Βούλα μ’;
και η πόντια,
-Χόρεψα, γιαγιά, χόρεψα…
Η δεκαετία του 1950 πολλοί Σαρακατσιαναίοι στράφηκαν στη γεωργία αγοράζοντας τα πρώτα μηχανήματα για την καλλιέργεια της γης.
Τότε έγιναν πολλά ευτράπελα, αλλά και πολλά δυστυχήματα.
Ένας Σαρακατσιάνος, αγόρασε ένα τρακτέρ μάρκας Massey Haris. Ήταν τα κόκκινα τρακτέρ των οποίων οι μπροστινές ρόδες ήταν ή μία δίπλα στην άλλη και το έκανε να φαίνεται σαν τρίκυκλο. Γι αυτό δεν είχαν καλή ευστάθεια στις στροφές.
Περνώντας το καραβάνι έξω από ένα χωριό είδαν για πρώτη φορά ένα αλέτρι. Επειδή ο πιο κοσμογυρισμένος και πολύξερος της στάνης ήταν πάντα ο τσέλιγκας, τον φώναξαν να τους εξηγήσει τι ήταν αυτό το αντικείμενο που έβλεπαν.
Ο τσέλιγκας, ο Γεροκ'δούνας, αφού το περιεργάστηκε για λίγο, είπε:
Ο μπαρμπα-Γρηγόρης παζάρευε έναν γάϊδαρο που πωλούσε στο παζάρι ένας γύφτος. Αφού τα βρήκαν στην τιμή, ρώτησε ο υποψήφιος αγοραστής το γύφτο, αν ήταν πράγματι δικό του το ζώο και να τον διαβεβαιώσει πως δεν το είχε κλέψει από κάποιον, και πήρε τη διαβεβαίωση ότι αυτός ήταν ο ιδιοκτήτης του ζώου.
Αφού ο... πωλητής πήρε το συμφωνημένο ποσό και πριν απομακρυνθεί ο αγοραστής, του φώναξε:
Τόχαμε παλληκαριά να πειράξουμε κάνα σκ(υ)λί, να μας ριχτεί και να το αλικοτήσουμε, βαρώντας το με το ξύλο. Σε λίγα όμως σκυλιά κόταγαμε να το κάμουμε αυτό. Μόνο ο Λιγάκης ο Κόρκος, πούταν και τρανυτεράκος από μας, δε σκιάζονταν και τράβαγε ίσια απάνω τους και μόλις του ρίχνονταν τα σκυλιά, ανέμιζε την κλίτσα του πέρα δώθε σα σπάθα και σαν παλαβός. Γι’ αυτό και τον έλεγαν «Λία Θυμωμένο», ή ο «Θυμωμένος». Απ’ τα σκυλιά έχω πάθει πολύ μικρός, νήπιο, λαχτάρα που τα σημάδια της τάχω ακόμα στο χέρι μου. Είχαμε νιά ξένη φαμελιά τσιοπαναραίόυς κι είχαν φκιάσει παρέκει απ’ τα σπίτια μας καλύβι με φτέρες και μπάτσες.
Ο Μήτρος κι η Μήτραινα, κατέβηκαν στο παζάρι στα Βέροια για να ψωνίσουν κατ’ πέρα δώθε. Μεταξύ αυτών και βρακιά για το Μήτρο (μακριά βέβαια). Στο κατάστημα εσωρούχων, τους εξηγούσε ο πωλητής, ξέροντας και λίγο πως λειτουργούν οι βοσκοί, την ιδιότητα του συγκεκριμένου εσώρουχου: «…αυτό, μπάρμπα Μήτρο, θα το φορέσεις το Φθινόπωρο, την Άνοιξη θα το πλύνεις, θα το βάλεις στη ναφθαλίνη και το άλλο Φθινόπωρο θα το ξαναβάλεις σαν καινούριο». Ακούγοντας αυτό η θεια Μήτραινα είπε: «Άμα του βάλ’ δεν το ματαβγάν’ απου ψ’λά τ’».
Ο μπαρμπα-Κώστας πήγε με κατ' ανήψια τ' στ'ν Αθήνα για κατ' δ'λειές. Πρώτα όμως τον γκιζέρ'σαν στα διάφορα αξιοθέατα μεταξύ των οποίων και στην Ακρόπολη, από την οποία εντυπωσιάστηκε ο μπάρμπας. "Τι είν' ετούτο εδώ ωρέ παιδιά;" ρώτησε τους νεότερους. "Εδώ ήταν το στερφομάντρ' τ' Περικλή, μπάρμπα" έσπευσε να τον... ενημερώσει ο ανηψιός του, για να δει την αντίδρασή του.
Ένας Σαρακατσάνος πήγε στην εκκλησία. Δίπλα στο στασίδι καθόταν ένας παπάς με άσπρα γένια. Κοίταγε τον παπά και έκλαιγε. Καμιά φορά έλεγε «τσαπ, τσαπ» και έκλαιγε.
Τον ρωτάει ο παππάς: «τι έχεις τέκνο μου και κλαις;».
Και του απαντάει ο Σαρακατσάνος, «είχα ένα τραγί που έμοιαζε σαν εσένα και το 'χασα σε βλέπω και το θυμάμαι!».
Ο γέροντας επέστρεψε από τα... ειδήσια. Είχε πάει να ιδεί ένα κορίτσ' απ' προξένεψαν στο γιό τους. Η γ'ναίκα τ', τον κατάλαβε τα μακριά ότι δεν τ' άρεσε το κορίτσ' και ρώτησε να μάθει.
- Δεν σ’ άρεσε του κορίτσ’ γέροντα;
- Ήταν αφύσ'κου’ γριά, δεν ωδείζ’ με το θ'κό μας του παιδί.
- Κατί που ωδείζ'; Σαν τ’ν Μήτραινα;
- Ωρέ, τ’ μωρφομήτραινα βάν’ς εσύ!
Το παιδί τ’ Λαζιά ήταν μαθητής και διάβαζε φωναχτά το μάθημα των Θρησκευτικών για να το αποστηθίσει. Είχαν το κεφάλαιο "Η Κιβωτός του Νώε".
Ακούγοντας τον, ο Λαζιάς, να λέει πως ο Νώε πήρε στην Κιβωτό ένα ζευγάρι από το κάθε είδος ζώου για να διασώσει το είδος, λέει με καημό:
Οταν γεννήθηκε η κόρη του Δημήτρη, τηλεφώνησε σε όλα τα αδέλφια του πατέρα και της μάνας του, για να τους μεταφέρει το ευχάριστο νέο. Μεταξύ αυτών κάλεσε και τη Θειά τ' τ'ν Όλγα.
-Θεία, η Μαρία γέν'σει, έχουμε κορίτσι.
Και η απάντηση της θείας...
Στ’ στράτα για τα χειμαδιά, πέρασαν από το παζάρι των Τρικάλων να ψωνίσουν και τα… πέρα-δώθε για της ανάγκες του βιού και της οικογένειας. Η Γερογιάννενα πλησίασε έναν έμπορο που πουλούσε κοπάνες και τον ρώτησε για την τιμή τους.
- Εικοσιπέντε δραχμές, την ενημέρωσε ο πωλητής.
Επειδή ήθελε να παζαρέψει, όπως συνηθίζονταν εκείνα τα χρόνια, έκανε σαν παρέκ’» και ματαγύρ’σε κατ’ τον έμπορα.
- Θα μ’ τ’ δώκ’ς με τριάντα να τ’ν πάρου; …αντιπρότεινε στον πωλητή.
Τέλος της δεκαετίας του 1960. Ο Σαρακατσιάνος Νίκος Μπ. ντυμένος παραδοσιακά. αγένωτο, γκλίτσα, τσαρούχια με φούντες και "φεσάκι", μπήκε στο τρόλεϊ επι της Πατησίων και κάθισε στο κάθισμα. Ο γιος του, με τη στολή της σχολής δοκίμων αστυνομίας πόλεων, όρθιος στο πίσω μέρος. Δίπλα στον τσέλιγκα καθόταν μια κυρία η οποία τον περιεργαζόταν.
Ο μπαρμπα-Γιώργος, παλιός σαρακατσιάνος, μαζί με άλλους συγχωριανούς του, το Καλοκαίρι του 1974, μετέβαιναν με λεωφορείο, από χωριό της Λάρισας στη Θεσσαλονίκη, για να παρακολουθήσουν την ομιλία του Κ. Καραμανλή.
Όταν περνούσαν πάνω από τον Πλαταμώνα, στο σημείο που φαίνεται από κάτω η θάλασσα, ο μπαρμπα-Γιώργος, για να πειράξει τους συγχωριανούς του, αναφώνησε: « Ώι τι τρανό ποτάμ’!!!». Οι νεότεροι, νομίζοντας πως πράγματι δεν ξαναείδε ο μπάρμπας θάλασσα, έσπευσαν να τον διορθώσουν, «Τι ποτάμ’ λες ρε μπάρμπα-Γιώργο, θάλασσα είναι αυτό που βλέπεις». Και ο μπάρμπας, «Είναι τόσο τρανή η θάλασσα!!!»
Η ντροπαλοσύνη, η σεμνότητα και εντιμότητα, χαρακτήριζαν τους Σαρακατσάνους.
Αυτό μαρτυράει και το παρακάτω «μολόημα».
Στα «Σεβάσματα» έβαζαν το γαμπρό να καθίσει δίπλα, αλλά όχι και τόσο κοντά στη νύφη. Υπήρχε μια σχετική απόσταση μεταξύ τους.
Θανάσης Κ. ήταν πρόεδρος του κτηνοτροφικού συλλόγου της περιοχής του. Σε μια συγκέντρωση, που αφορούσε στα προβλήματα των κτηνοτρόφων, ζήτησαν από τον πρόεδρο να «βγάλει λόγο».
Ανέβηκε αυτός στο βήμα να μιλήσει, αλλά μόλις αντίκρυσε τα βλέμματα των συγκεντρωμένων να στρέφονται επάνω του και να περιμένουν το «λόγο του» είπε:
Όταν έμαθε ο χωριάτ’ς ότι η γ’ναίκα τ’ δεν είχε αφήκ’ σερκό για σερκό στο χωριό, τ’ν πήρε να πάν’ μακριά σ’ άλλον τόπο για να κάνουν μια νέα αρχή. Φόρτωσαν χαράματα τα λίγα υπάρχοντά τους σε ένα γαϊδουράκο απ’ είχαν και έφυγαν. Δρόμο παίρνουν, δρόμο αφήνουν, νύχτωσαν σ’ έναν μύλο. Εκεί παρακάλεσαν τον μυλωνά να τους φιλοξενήσει για μια βραδιά. Το βράδ’ η... σιαπερένια κοιμήθηκε και με τον μυλωνά. Αφού ξημέρωσε, φόρτωσαν πάλι τον γάιδαρό τους και ξεκίνησαν. Τότε η γυναίκα παρατήρησε.