Ο Σπύρος Γιαννιός είναι από τους λίγους νέους σαρακατσιάνους τραγουδιστές που σέβονται την παράδοση και προσπαθούν να μην αλλοιώνουν το σαρακατσάνικο ...ν'χό.
Τελείωσε τα ΤΕΦΑΑ του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και πήρε το πτυχίο του με ειδικότητα στους παραδοσιακούς χορούς. Από φοιτητής ασχολείται επαγγελματικά με την έρευνα και την εκμάθηση των παραδοσιακών χορών σε πολιτιστικούς φορείς και συλλόγους. Παράλληλα συμμετέχει τραγουδώντας σε γάμους και εκδηλώσεις.
Όταν ο Σαρακατσιάνος δεχόταν επίσκεψη από συγγενή, καλούσε τα αδέρφια του και άλλους, κοινούς με τον επισκέπτη, συγγενείς και αφού τρώγανε και κουβεντιάζανε, "έπαιρναν" και το τραγούδι σιγά-σιγά. Και τις περισσότερες φορές, πάνω στο... τσακίρ' κέφι, ρίχνανε και κάνα χορό.
Τα τραγούδια που είναι συγκεντρωμένα εδώ, είναι τραγουδισμένα από παρέες σαρακατσιαναίων που ζήσανε το νομαδικό βίο. Είναι από αυθόρμητα γλέντια με αφορμή κάποια συνάντηση ή γιορτή.
Ο πολιτισμός των Σαρακατσιαναίων παρουσιάζει θαυμαστή ομοιογένεια σε όλες τις εκφάνσεις του. Παρουσιάζει όμως και διαφορές από τόπο σε τόπο. Αυτές, κατά κύριο λόγο, οφείλονται σε επιρροές, που δέχτηκε από τους άλλους ελληνικούς πληθυσμούς, με τους οποίους οι νομάδες πρόγονοί μας έρχονταν σε επαφή. Οι διαφορές, όπου υπάρχουν, περισσότερο τον εμπλουτίζουν, παρά τον διαφοροποιούν.
«Πέρασα πολύ καλά με τους Σαρακατσαναίους», έλεγε και ξανά ‘λεγε ο Γιάννης Καλούσης όταν τον επισκέφτηκα στο σπίτι του στους Γόνους.
Μόλις φτάσαμε μπροστά στο σπίτι του, κατέβηκε από τη βεράντα όπου καθόταν και ήρθε να μας προϋπαντήσει.
«Πήρα τη στράτα το στρατί…» άρχισε να μου τραγουδάει, μόλις μου έδωσε το χέρι. Χαίρεται ιδιαίτερα κάθε φορά που συναντάει Σαρακατσιάνο.
"Πέρασα πολύ καλά με τους Σαρακατσαναίους. Έμαθα τις αξίες τους και κοίταζα τον κάθε χορευτή στα πόδια. Μια φορά σε έναν γάμο στην Πρινιά Αγιάς, ήρθε η μάνα της νύφης και μου είπε, -Έλα μέσα, κυρ΄ Γιάννη, να πεις κανα τραγουδάκι. Πήγα μέσα κι άρχισα να τραγουδάω:
Τα λυπόμουνα τα βουνά, για την ερημιά τους, για τη μοναξιά τους, για τα χιόνια που πονούσαν το κορμί τους, για τα αγρίμια που έσκιζαν τις σάρκες τους.
Λυπόμουνα και τους κάμπους, τους απέραντους κάμπους, που παίδευαν τους ανθρώπους, που βασάνιζαν τις νιες και τις όμορφες, τις μικροπαντρεμένες και τις ανύπαντρες.
Γνώρισα τον Θωμά Χρισταντώνη-Μπούτλα μέσα από την κυκλοφορία του τελευταίου βιβλίου μου, «του Καλυβοδάσκαλου». Θεσσαλός Σαρακατσιάνος -μουσικής φίλος γνήσιος- ζει μόνιμα στην Αθήνα. Είχε την καλοσύνη να με πάρει τηλέφωνο και να με συγχαρεί για το βιβλίο μου. Ένας άγνωστος ως τότε σε μένα σιναφλής.
Εκτίμησα ιδιαίτερα την ευγενική του αυτή χειρονομία. Από τότε αναπτύξαμε φιλική σχέση, έστω και τηλεφωνικά. Ομολογώ ότι η επαφή αυτή μού άνοιξε καινούργια μονοπάτια.
Πριν από λίγο καιρό μού έστειλε δώρο ξεχωριστό· τέσσερα τραγούδια, τρία της ξενιτιάς και ένα μοιριολόι. Τα τραγούδια αυτά είναι μέρος από τα εκατό και περισσότερα τραγούδια της συλλογής του, τραγουδισμένα από τη μάνα του.
Το τραγούδι "Γρίβα μ' σε θέλ' ο Βασιλειάς" είναι ένα παρεξηγημένο τραγούδι. Τόσο απ' αυτούς που ζητούσαν να το ακούσουν σε γάμους και σε γλέντια, όσο και από τους άλλους που απέτρεπαν την εκτέλεση αυτού του τραγουδιού από τους οργανοπαίκτες.
Για την παρεξήγηση αυτή ίσως φταίει η παραποίση των στοίχων, που μάλλον παρέπεμπε στη σύνχρονη Βασιλεία, ενώ ο βασιλιάς στον οποίο αναφέρεται ο στοίχος, είναι ο Όθωνας και όχι κάποιος από τους σύγχρονους.
Τα δημοτικά τραγούδια παράγονταν από λαϊκούς δημιουργούς και ανάλογα με τον τόπο την περίπτωση και από γενιά σε γενιά προσαρμόζονταν νέοι στίχοι και διαφοροποιούνταν και το ηχόχρωμα. Έτσι συναντάμε διαφορετικές παραλλαγές του ίδιου τραγουδιού. Είναι επίσης συνδεδεμένα με διάφορες κοινωνικές εκδηλώσεις.
Στην ενότητα αυτή αναφέρονται μερικά μοιρολόγια και τραγούδια της τάβλας (καθιστά):
Απόσπασμα από την εισαγωγή του συγγραφέα στο κεφάλαιο "Τραγούδια:
"Κατέγραψα στους Σαρακατσαναίους περίπου ογδόντα δημοτικά τραγούδια. Είμαι, όμως, πεπεισμένος ότι αυτά είναι πολύ περισσότερα. Αν μπορούσα να επισκεφθώ όλες τις στάνες, ο αριθμός των τραγουδιών θα ήταν αναμφίβολα πολύ μεγαλύτερος, γιατί, φυσικά, κανένας Σαρακατσάνος δεν γνωρίζει ολόκληρο τον ποιητικό θησαυρό και, σε κάθε νέα στάνη που πήγαινα, άκουγα τραγούδια που αγνοούσα η τραγούδια που μέχρι τότε δεν είχα καταφέρει να καταγράψω, παρά μόνο κάποια αποσπάσματα τους.