Ο Ν. Μέρτζος στη σελ. 217 στο ίδιο βιβλίο του αναφέρει ότι "η αρειμάνια παράδοση θέλει βλαχόφωνο τον Γεώργιο Καραϊσκάκη, που κατά τη μάχη του Φαλήρου εξέπνευσε στα χέρια δυο Βλαχοφώνων οπλαρχηγών".
Δεν ξέρω σε ποια "αρειμάνια" παράδοση αναφέρεται. Ζώντας επί εφτά περίπου 10ετίες ανάμεσα σε βλαχόφωνους Έλληνες, κουτσόβλαχους, ασπροποταμίτες Βλάχους, αρβαντόβλαχους δεν άκουσα ποτέ να υπάρχει τέτοια αρειμάνια παράδοση. Και δεν άκουσα επίσης κάποιο Βλαχόφωνο Έλληνα να θεωρεί τον Γ. Καραϊσκάκη Βλαχόφωνο.
Στο τσελιγκάτο των Κατσαραίων χρησιμοποιούσαμε μέχρι το 1968 που διαλύθηκε, Βοσκούς αρβαντόβλαχους, αλλά και πολλούς Αγραφιώτες και Ασπροποταμίτες. Μαθητής στο Γυμνάσιο στο Τίρναβο είχα πολλούς βλαχόφωνους, κουτσόβλαχους κυρίως, συμμαθητές. Και ως φοιτητής επίσης. Αλλά και ως δικηγόρος στη Λάρισα με μεγάλη συμμετοχή στην κοινωνική ζωή της πόλης είχα βλαχόφωνους συναδέλφους. Υπήρξα ο ιδρυτής και ο πρώτος Πρόεδρος του πρώτου Συνδέσμου Σαρακατσιαναίων στην Ελλάδα και κοντραριστήκαμε με κάποιους βλαχόφωνους μερικές φορές για διάφορα ζητήματα, κυρίως για τη δράση της Λεγεώνας ελάχιστων ευτυχώς Βλάχων, που θύματα της είχε και όλους τους Σαρακατσιάνους.
Ζώντας από το 1963 σε Βλάχικο χωριό τα καλοκαίρια ως σύζυγος Βλαχόφωνης Ελληνίδας και έχοντας ως δικηγόρος πελάτες και ως βουλευτής επί 23 χρόνια εκλογείς και φίλους βλαχόφωνους Έλληνες δεν άκουσα για ύπαρξη "αρειμάνιας παράδοσης " και φυσικά να θεωρεί αυτή Βλαχόφωνο τον Γεώργιο Καραϊσκάκη. Κοντά στη Λάρισα είναι η Καρδίτσα και εκεί κάθε χρόνο γιορτάζονται τα Καραϊσκάκια. Και επ' ευκαιρία αυτής της γιορτής και της προβολής ως τόπου γέννησης του Γεωργ. Καραϊσκάκη του χωριού Μαυρομμάτι Καρδίτσας, δεν άκουσα ποτέ από κανένα να θέτει ζήτημα βλαχόφωνης καταγωγής του.
Δεν ξέρω λοιπόν ποια είναι αυτή η "αρειμάνια παράδοση" από την οποία άντλησε την πληροφορία του ο Ν. Μέρτζος.
Το φαινόμενο Καραϊσκάκης, που όταν ήθελε γινόταν διάβολος και όταν ήθελε γινόταν άγιος και η σαρακατσάνικη παράδοση που τον θέλει Σαρακατσιάνο με απασχόλησε πολύ και θέλησα να την επιβεβαιώσω ή να την απορρίψω. Αναφέρομαι στη σαρακατσιάνικη παράδοση, για την οποία κάνει λόγο η Αγγελική Χατζημιχάλη στους "ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΟΥΣ" της εδώ και 50 και πλέον χρόνια και ο Λ. Καμπούρογλου εδώ και 110 χρόνια. Όχι σε κάποια σαρακατσιάνικη παράδοση δικής μου έμπνευσης ή κατασκευής. Διάβασα ό,τι σχετικό έχει γραφεί γι’ αυτόν και ως προς τους γονείς του και ως προς το περιβάλλον στο οποίο έζησε και μεγάλωσε και ως προς τους συμμαχητές του στον εθνικό αγώνα κατά των Τούρκων. Κυρίως πρόσεξα τη γλώσσα που χρησιμοποιεί, ιδιαίτερα σε στιγμές εντάσεως και εκνευρισμού του. Και είναι γνωστό ότι στις στιγμές αυτές έρχονται αυθόρμητα στη γλώσσα μας οι λέξεις του περιβάλλοντος στο οποίο ζήσαμε στα παιδικά μας χρόνια. Στις στιγμές αυτές εκφραζόμαστε ελεύθερα και ανεπιτήδευτα. Και προσπάθησα να καταλήξω σε ένα συμπέρασμα ως προς την καταγωγή του και ως προς την επαλήθευση της σαρακατσάνικης παράδοσης. Δεν δημοσιοποίησα ποτέ το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξα. Το κράτησα για τον εαυτό μου. Η "αρειμάνια παράδοση" του φίλου μου του Νίκου του Μέρτζου, η πρόκληση της προβολής της, αποτελεί κίνητρο δημοσιοποίησης σύντομης περίληψης όσων περιήλθαν σε γνώση μου από την μέχρι τώρα έρευνα μου που είναι σχετικά με την καταγωγή του Γ. Καραϊσκάκη. Θα μπορούσα να αρκεσθώ μόνον στο να αντιτάξω τη σαρακατσιάνικη παράδοση που τον θέλει "θ'κό μας". Θα ήταν πειστικότερη από την αρειμάνια του Νίκου Μέρτζου, γιατί δεν θα ακουγόταν πρώτη φορά. Γιατί θα είχε βίο πεντηκονταετή και εκατονταετή και πλέον. Αλλά εμένα δεν μου φθάνει. Θα γίνει πραγματικά πειστική αν παρατεθούν και τα εξής: Σε ό,τι έχει γραφεί μέχρι τώρα και είδε το φως της δημοσιότητας τα τελευταία 200 χρόνια πουθενά δεν γίνεται ούτε απλός υπαινιγμός περί βλαχόφωνης καταγωγής του Γεωργίου Καραϊσκάκη. Θα αναφερθώ στη συνέχεια σε ό,τι έχω μελετήσει, που θεωρώ ότι είναι και ό,τι αυθεντικότερο υπάρχει.
Το επώνυμο Καραϊσκάκης αναμφισβήτητα σημαίνει ο γιος του Καραϊσκου. Είναι ελληνική συνήθεια, γνωστή σ' όλη την Ελλάδα, ότι τα παιδιά στη νεαρή τους ηλικία προσφωνούνται με το επώνυμο του πατέρα τους στο οποίο προστίθεται η κατάληξη -άκη. Στους Σαρακατσιαναίους η συνήθεια αυτή είναι απαράβατος κανόνας (Κατσαράκια, Μπαλάκια, Μπουτλάκια, Γκοβαράκια).
Το πραγματικό του επώνυμο ήταν Καραϊσκος. Σε σφραγίδα του ιδίου το 1816 γράφεται Καραϊσκος. Η γυναίκα του τον αποκαλεί Καραϊσκο. Ο Pougueville τον γράφει Καραϊσκο και στα 1820 -1 -2 κατά τους πολέμους της Δυτικής Ελλάδας και της Άρτας το όνομα του γράφεται Καραϊσκος (ημερολόγιο Πραϊδη). Αλλά και οι Αρβανίτες έτσι τον αποκαλούν (Ίδετε Γιαν. Βλαχογιάννη -Καραϊσκάκης Ιστορικά Σημειώματα σελ. 74 και σελ. 96). Στη προσπάθεια επίλυσης του προβλήματος της καταγωγής του Καραϊσκάκη είναι μονόδρομος ο Γιάννης Βλαχογιάννης με το ανωτέρω έργο του. Είμαι υποχρεωμένος γι' αυτό να τον ακολουθήσω. Κατ' αυτόν λοιπόν πατέρας του ήταν ο τρομερός κλεφταμαρτολός Δημ. Καραϊσκος.
Το θεωρώ αυτό βέβαιο για τα εξής:
Η παλαιότερη μαρτυρία για τον πατέρα του είναι του Γάλλου Pougueville στην Ιστορία του εκδ. α' και β', που γράφηκε το 1824 - 1825, ενώ ζούσε ακόμη ο Καραϊσκάκης. Ο Pougueville γνώρισε τον Καραϊσκάκη στην αυλή του Αλή-Πασά στα Γιάννενα, που υπηρετούσε ως πρόξενος της Γαλλίας. Και ο Pougueville είναι κατηγορηματικός. Ο Δημ. Καραϊσκος ήταν ο πατέρας του. Αυτό συνάγεται από το ότι τον αναφέρει ως αδελφό του Ανδρέα Ίσκου γιό του Δημητρίου Καραΐσκου με τον οποίο έλαβαν μέρος μαζί το 1823 στη μάχη του Δη - Βλάση ή Σολοβάκου. (Δ' τόμος σελ. 285). Και μάλιστα στο Β' τόμο σελ. 531 τον αναφέρει ως Γεώργιο Καραΐσκο.
Ο γραμματέας του Καραϊσκάκη Γεώργιος Γαζής, σύγχρονός του και ακόλουθός του τα τελευταία χρόνια προ του θανάτου του, στη Βιογραφία του Καραϊσκάκη που έγραψε το 1828 σε σημείωμα στη σελίδα 14 γράφει ότι η μητέρα του Ζωή, γεννημένη και αναθρεμμένη στη Σκουλικαριά της Άρτας, αδελφή του κλεφταρματολού Κώστα Διμισκή και πρώτη ξαδέλφη του Γώγου Μπακόλα, "καλογραία γενομένη συνέλαβε τον Καραϊσκάκη κατ' έρωτα από τον καπετάνο του Βάλτου Καραΐσκο, εξ' ου ονομάσθει και το βρέφος Καραϊσκάκης. Τοιαύτη είναι η εξιχνίασης του Περραιβού". Θα τη δούμε αυτή την "εξιχνίαση" στη συνέχεια.
Ο Saunnel G. Honee, νεαρός Αμερικάνος γιατρός, στο πολεμικό "Καρτερία" τον Οκτώβρη του 1826 γνώρισε εκεί τον Καραϊσκάκη και γράφει στην Ιστορία του ότι ο Καραϊσκάκης "ήταν πιθανά γιος του περίφημου καπετάνιου Καραΐσκου και διακρίθηκε πριν την επανάσταση σαν κλέφτης τρομερός ..."
Ο Ιωαν. Ζαμπέλιος στην τραγωδία "Γεώργιος Καραϊσκάκης" που την έγραψε το 1832, αλλά είναι τυπωμένη το 1843 γράφει για την "καλογραία" μητέρα του Καραϊσκάκη ότι "αλλά φιλιωθείσα, άδεται μετά Καραϊσκου, συνέλαβε και εγέννησε τον Γεώργιον" (Γκίνη Α - Μεξα Β αριθ. 3757).
Ο βιογράφος του Γ. Καραϊσκάκη Χριστόφορος Περραιβάς γράφει: "Παρά πολλών λέγεται ότι ο καπετάν Καραΐσκος από το Βάλτο ηράσθη της καλογραίας και ετεκε τον Καραϊσκάκην: ένεκα τούτου την υπερασπίσθη από πάσαν εξωτερικήν ποινήν" (ΠερραιΒού Απομνημονεύματα Πολεμικά Β' Αθήναι 1856 σελ. 28 σημ.1).
Ο Λ. Κουτσονίκας, απόγονος αγωνιστών Σουλιωτών, στη "Γενική Ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης" 1863 Β' σελ. 343 γράφει: "...φρονούσι τινές ο πατήρ του ήταν επίσημος τις αρματωλός καπετάνιος των Αγράφων".
Ο Βαγγέλης Σκίπης - συνταξιούχος Συνταγματάρχης της χωροφυλακής, όταν ήταν φοιτητής ο Γιάννης Βλαχογιάννης, του ενεχείρισε ένα σημείωμα, το οποίο έγραφε: "Εκ πιστής εμού πληροφορίας των συγγενών του Καραϊσκάκη ...,που κατοικούν εις Φλωριάδα της επαρχίας Βάλτου, Ψαρογιαννάκη, είχον ούτοι θείαν εκ περιπετειών καλογραίαν εις τινά μονήν. Εκείθεν διερχόμενος ο αρματωλός πατήρ του Καραϊσκάκη, πότε μεν καπετάνος εις τα περίφημα Άγραφα, πότε καταδιωκόμενος ως κλεφταντάρτης, διήλθε και δια ης ανωτέρω μονής και βιαίως ήλθεν εις αθέμιτον μετά της καλογραίας πράξιν, εξ ης εγεννήθη ο Καραϊσκάκης εις το χωρίον Μαυρομμάτι, το δωρηθέν παρά του Αλή Πασά εις τον πατέρα του "(το αργότερα κτήμα του Χρηστάκη εφένδη).
Το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει ο Γιάννης Βλαχογιάννης, που αφιερώνει στο όνομα Καραΐσκος και στον πατέρα του Καραϊσκάκη τις σελίδες 74 - 144 του ανωτέρω έργου του είναι ότι "το πρώτο και κύριο είναι πως ο Καραϊσκάκης ήτανε, ναι, γιος του περίφημα αμαρτωλού Δημήτρη Καραΐσκου ".
Ο Γιάννης Βλαχογιάννης (ανωτ. σελ. 86) αναφέρει ότι ο Δημήτρης Ίσκος, ο πατέρας του Ανδρέα, του Γιάννη και του Γεωργίου Ίσκου (Γεωργίου Καραϊσκάκη) είχε αδελφό το Γιώργη Μοσκοβίτη (Ίσκο), γιό του Γεροδήμου Σταθά.
Στον τελευταίο αποδίδεται το δημοτικό τραγούδι: "Ο Γεροδήμος τρώει ψωμί στα έλατα από κάτω. Κι' εκεί προς τα χαράματα περνούσαν δυο διαβάτες".
Υπάρχουν στη Θεσσαλία πολλές Σαρακατσάνικες οικογένειες με το επώνυμο "Μοσχοβίτης" (Λάρισα: Μικρό Βουνό), όπως υπάρχουν και πολλές σαρακατσάνικες οικογένειες με το επώνυμο "Καραΐσκος". Είναι εγκατεστημένες στην περιοχή Φθιώτιδας κυρίως αλλά και σε άλλα μέρη της Ελλάδος.
Ο Π. Σούτσος στο ποίημα του που είναι αφιερωμένο στον Γαρδικιώτη Γρίβα (τρία Λυρικά δράματα 1824 σελ. 167) και το οποίο αναφέρεται στο "Κερατσίνι - 1826" αφιερώνει στον Καραϊσκάκη και τους στίχους: " Τους υπ' αυτόν οπλαρχηγούς καλεί χτες αιφνιδίως ο Καραΐσκος κι ερωτά τους Στρατηγούς του, ποιος την Κεραστίνην δέχεται. Στρατάρχαι, στρατιώται σιγωσιν. Εγώ έκραξεν ο Γαρδικιώτης τότε ..."
- Η παράδοση λέει ότι ο Ανδρέας Ίσκος ήταν αδελφός του από ένα πατέρα (σημ. 1 στη σελ. 270 - Βλαχογιάννης 1).
- "Καραΐσκο" τον αποκαλεί ο Κιουταχής, όταν "τυχαία" συναντήθηκαν στο καράβι του Γάλλου ναυάρχου Λεριγνύ.
- "Καραΐσκο" τον αποκαλεί ο ποιητής Αχιλ. Παράσχος (Εφημ. Ωρα 1-1-1884) στο ποίημα του το ΒΑΡΕΑΙ ΜΕ ΤΟ ΜΠΑΡΟΥΤΙ, που αναφέρεται στη συνάντηση του Καραϊσκάκη με τον Κιουταχή στο καράβι του Γάλλου ναυάρχου Λεριγνύ.
- "Καραΐσκο" τον αποκαλεί ο Νίκος Κριεζώτης, όταν τον πιέζει ο Καραϊσκάκης να εισέλθει στην πολιορκημένη Ακρόπολη (Α. Χρυσολόγη - Ν. Κριεζώτης - Αθήνας 1877 σελ. 55 - Λ. Αινιανος Βιογραφία Γ. Καραϊσκάκη εκδ. β. σελ. 44).
- Ο Γιάννης Βλαχογιάννης στις σελίδες 127 - 130 του βιβλίου του αναφέρεται και σε μια άλλη παράδοση ως προς τον πατέρα του Καραϊσκάκη, την οποία υιοθετούν οι δημοσιογράφοι Στέφανος Ξένος (Η ήρωες της Ελληνικής Επανάστασης εκδ. β' Αθήνα 1874 σελ. 285) Ε. Τουρόπουλος, Λ. Λουκόπουλος και Κ. Φάλταϊτς.
Σύμφωνα με την παράδοση αυτή: "Στο χωριό Λεοντίτου κατοικούσε από το 1700 - 1785 ο πλούσιος τσέλιγκας Γεώργιος Καραϊσκος, πρωτοξάδερφος των Κατσαντωναίων (σ. λοιπόν ήταν Σαρακατσάνος, δηλ. σκηνίτης και σα σκηνίτης με τόσο μεγάλη κοπή ζούσε χωρίς μόνιμο σπίτι, χτιστό, γιατί Σαρακατσάνοι με τ' άρματα στα χέρια, πότε κατατρέχουνταν από τους Τούρκους σπαήδες, πότε από τους ιδιοκτήτες των βοσκοτοπιών, πότε από άλλους κλέφτες, πότε από τους αγροφύλακες Αρβανίτες των κεφαλοχωρίων και η ζωή τους περνούσε έτσι γεμάτη κινδύνους, μάχες, φόνους, ιδε και τη ζωή των Σαρακατσάνων Κατσαντωναίων, όμως κατά τον κ. δάσκαλο, που κρίνει από τα τωρινά ο Καραΐσκος είχε σπίτι μόνιμο και καθόταν και είχε και καιρό να ερωτολογάει ...) ...Απάνω στο δρόμο που πάει κατά την Άρτα ήτανε ξωκλήσι με νεωκόρο γυναίκα από την Σκωλικαρια, πλήρωνε λοιπόν ο Καραΐσκος και κοιμόταν εκεί κι' εκεί τάμπλεξε με τη γυναίκα κι έτσι έσπειρε τον Καραϊσκάκη.
Την εκδοχή αυτή την απορρίπτει ο Γιάννης Βλαχογιάννης με το επιχείρημα ότι ο Γ. Καραϊσκάκης δεν έζησε στο Λεοντίτου μέχρι τα 17 του χρόνια, αλλά στη Γράλιστα.
Το ερώτημα που άμεσα γεννάται είναι το ακόλουθο: Ο ανωτέρω κλεφταρματωλός Λημ. Καραΐσκος, ο φερόμενος ως πατέρας του Καραϊσκάκη, ήταν ή όχι Σαρακατσιάνος;
Ως πατέρας του Δημ. Καραϊσκου φέρεται ο Λαλογιώργος Ίσκος, ο ίδιος ήταν πρωτοπαλίκαρο του Γεωργίου Θώμου και γαμπρός σε αδερφή του Γιάννη Σταθά. Το Λαλογιώργος είναι σύντμηση των λέξεων Λαλάς και Γεώργιος. Ήταν συνηθισμένη στους Σαρακατσάνους η προσφώνηση " ο λαλάς μ'..." και ακολουθούσε το όνομα του προσφωνούμενου θείου. Η γιαγιά μου που γεννήθηκε το 1866 περίπου και πέθανε το 1969 αναφερομένη σε ένα θείο της τον αποκαλούσε "ο λαλάς μ' ο Νικολάκ'ς". Λαλά αποκαλούσαν οι Σαρακατσάνοι το θείο.
Ο Γιάννης Βλαχογιάννης αναφέρει στη, σελ. 97 του ανωτέρω έργου του ότι ο Λημ. Καραΐσκος είχε τρεις γιους τον Ανδρέα Ίσκο, τον Γιάννη Ίσκο και το Γιώργο, που ρητά ονομάζεται από τον Pouguevilleως Γιώργος Καρά- Ίσκος και συμπεραίνει ότι πρόκειται περί του Γεωργίου Καραϊσκάκη.
Στη σελίδα 82 του έργου του που αναφέρεται στους Καραΐσκους και Ίσκους αναφέρει και τον Γιαννάκη Ίσκο και σημειώνει "οπλαρχηγός Σαρακατσάνος, 1821"
Ο Νικ. Κασομούλης στο Α' τόμο σελ. 110 του ανωτέρω έργου του αναφέρει ότι ο Δημ. Καραΐσκος ήταν "συγγενής πλέον των Συκάδων" Είχε συμπεθερέψει με τους Συκάδες, όπως διευκρινίζει ο Γιαν. Βλαχογιάννης.
Ο Δημ. Καραΐσκος πέθανε στις 15 Μαΐου 1815 και τον διαδέχτηκε στο αρματολίκι του Βάλτου ο γιος του Γιαννάκης Ίσκος, που πέθανε το 1817 και το καπετανάτο το πήρε ο αδελφός του Ανδρέας Ίσκος. Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης φέρεται ότι γεννήθηκε το 1772.
"Οι Αραπογιανναίοι μάλιστα φαίνονται συγγενήδες των Καραΐσκων. Και στου Καραϊσκάκη το γένος ο γιος του Σπύρος και ο εγγονός του Γιώργος λευκοί, η εγγονή του αδελφή του Γιώργου χλωμομελαχροινή, ίσια - ίσια το χρώμα του μεγάλου παππού της", γράφει ο Γιάννης Βλαχογιάννης στη σελ. 125.
Οι Αραπογιανναίοι ήταν κλάδος της οικογένειας των Συκάδων -Βλαχοπούλων και ήταν Σαρακατσάνοι, όπως ανωτέρω αναφέρεται.
Η μεγάλη λαογράφος μας Αγγελική Χατζημιχάλη στους "ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΟΥΣ" της Α' τόμος - α' μέρος σελ. κη' εως ρ' γράφει:
"Ακόμη κι αυτός ο Γεώργιος Καραϊσκάκης πρέπει να ήταν ή τουλάχιστον να βγαίνει από γενιά Σαρακατσάνων. Όλοι οι Σαρακατσάνοι και σήμερα ακόμη τον λένε δικό τους". (Ιδού η σαρακατσιάνικη παράδοση ομολογούμενη από την Αγγελική Χατζημιχάλη προ 50-60 τουλάχιστον ετών!!) Μα κι αν δεν παραδεχτούμε με απόλυτη βεβαιότητα ότι η μάνα του ήταν Σαρακατσιάνα, και δεχτούμε τις πιο αντικειμενικές και έγκυρες γνώμες του Περραιβού, του Γαζή και του Βλαχογιάννη, πως πατέρας του ήταν ο τρομερός αρματολός Δημήτριος Καραΐσκος, πάλι φτάνομε στο συμπέρασμα πως βγαίνει από σαρακατσάνικη γενιά. Ο πατέρας του Δημ. Καραΐσκος, ο Λαλαγιώργος Ίσκος, για να θεωρείται πως ήταν από ασήμαντη οικογένεια του χωριού Σακαρέτσι του Βάλτου, θα ήταν Σαρακατσιάνος μικροτσέλιγκας, που πρόσφατα είχε καταφέρει να εγκατασταθεί ημιμόνιμα στο Σακαρέτσι. Και αφού έγινε κλέφτης ξακουστός (κι ίσως σαν κλέφτης απόχτησε μεγάλη κοπή και πλούσιο τσελιγκάτο), τον έκανε γαμπρό στην αδελφή του ο Καπετάν Γιάννης Σταθάς, για να φτάσει να γίνει αρματολός και να μπει στον ταϊφά του Καπετάν Γιώργου Θώμου. Ο γιος του, ο τρομερός αρματολός και πλούσιος τσέλιγκας Δημήτρης Καραΐσκος, έκανε στα νιάτα του κλέφτης. Και σαν μεγαλοτσέλιγκας θα εμπιστευόταν τα κοπάδια του (πολυσυνήθιστο την εποχή εκείνη) σ' ένα μπιστικό του παρατσέλιγκα. Ο Καραΐσκος παίρνοντας τις απολαβές διαφέντευσε καβάλα στα μπινέκια του, ντερβέναγας σ' όλα τ' Άγραφα, το Γάβροβο, τη Θεσσαλία, τη Ρούμελη, στα Ραδοβίζια, στο Βάλτο. Μονάχα ενός τέτοιου φοβερού αρματολού τσέλιγκα, που τον τρέμαν οι Σαρακατσάνοι, μπορούσαν να δεχτούν και να κρατήσουν το νόθο γιο του στα κονάκια τους. Γιατί ποτέ γυναίκα Σαρακατσιάνα, τσελιγκίνα ή οποιαδήποτε της στάνης, δεν τολμά να κάνει το παραμικρό, χωρίς να ζητήσει τη άδεια του τσέλιγκα. Στη περίπτωση λοιπόν του Καραϊσκάκη, έστω κι αν δεν παραδεχτούμε ότι ο πατέρας του ήταν ο Δημήτρης Καραΐσκος, μια και δεν είναι ακόμη εντελώς ξεκάθαρο το ζήτημα, είναι σίγουρο ωστόσο πως μονάχα ένας πανίσχυρος τσέλιγκας μπορούσε να επιβάλει σ' έναν άλλο τσέλιγκα - που και κοινά συμφέροντα ίσως τους ενώνανε - να ξεχάσει τις πατροπαράδοτες δεισιδαιμονίες των Σαρακατσιάνων και να δεχτεί να θηλάζει η γυναίκα του το σατανικό γέννημα και να τ' αφήσει να μεγαλώνει, έστω και παραριγμένο, στη στάνη του. Έτσι όπως κι αν το φέρουμε, από σαρακατσάνικη ρίζα βγαίνει ο
Καραϊσκάκης, γράφει η Αγγ. Χατζημιχάλη. Και συνεχίζει:
"Βόσκει από μικρός, τεσσάρων χρονών, όπως όλα τα τσοπανόπουλα, κι ο Καραϊσκάκης τα πρόβατα και τα γίδια. Κοντά στους Σαρακατσάνους γίνεται από μικρός, δέκα χρόνων, κλέφτης. Δουλεύει αργότερα με τον Κατσαντώνη. Είναι το πρωτοπαλίκαρο των Κατσαντωναίων και σ' αυτόν αφήνει το καπετανάτο του ο Κατσαντώνης. Η ανατροφή του όλη γίνεται μέσα στ' Άγραφα κι ανάμεσα στους Σαρακατσάνους. Οι καλύτεροι φίλοι του, συνεργάτες του και πρωτοπαλίκαρα του, είναι Σαρακατσάνοι και παίρνει γυναίκα Σαρακατσάνα, από το γένος των Ψαρογιανναίων. Οι τρόποι του, ο χαρακτήρας του, το πνεύμα της ανεξαρτησίας του, το ανυπόταχτο ύφος του, όλα είναι σημάδια σαρακατσάνικης καταγωγής. Η αγάπη ακόμη που του έχουν στ' Άγραφα στη μεγαλύτερη κοιτίδα των Σαρακατσάνων - τα ανυπόταχτα και ατίθασα Άγραφα, όπου έχει το αρματολίκι του και αισθάνεται τον εαυτό του ασφαλή και καταφεύγει πάντα στις κρίσιμες στιγμές του, κατ' επανάληψη και πριν και μετά από το μεγάλο Σηκωμό. Αν δεν ήταν Σαρακατσάνος, δε θα μπορούσε να πατήσει το πόδι του, όχι να 'χει και τόση επιρροή, όση κανένας, ώστε να ξεσηκώνει ολόκληρα τ' Άγραφα και να μείνει ο Καπετάνιος τους. Ανάμεσα στ' άλλα και η αντιπάθεια που είχαν για τους Μποτσαραίους μέχρι τελευταία οι γέροι Σαρακατσάνοι, και που συμπίπτει τόσο με την αντιπάθεια του Καραϊσκάκη για τους ίδιους, δείχνει και τα κοινά φρονήματα Σαρακατσάνων - Καραϊσκάκη. Ακόμη πρέπει να προσθέσουμε ότι το επώνυμο Καραΐσκος ανήκει σε πολλές σαρακατσάνικες οικογένειες από παλιές γενιές Σαρακατσάνων και ετυμολογικά η λέξη είναι σαρακατσάνικη (από το καράς και ίσκα = ίσκνα), όπως το αποδείχνει κι ο Βλαχογιάννης".
Η Αγγελική Χατζημιχάλη με τις απόψεις της αυτές ενισχύει σημαντικά τις ενδείξεις ότι ο Δημ. Καραΐσκος ήταν Σαρακατσάνος (ανωτ. σελ. κη' και ηθ' - Ίδετε και σημ. 1-6 Γιαν. Βλαχογιάννη).
Σε όσα εκτέθηκαν μέχρι τώρα για την πιθανότητα σαρακατσάνικης καταγωγής του Καραϊσκάκη και από τους δυο γονείς του, χωρίς όμως καμία αμφιβολία από τον ένα, υπάρχουν και δυο άλλες σοβαρότατες ενδείξεις που οδηγούν στο ίδιο συμπέρασμα.
Η πρώτη είναι ο κλεφταρματωλικός κύκλος στον οποίο κατατάχτηκε και στον οποίο αγωνίσθηκε τα πρώτα χρόνια της κλεφταρματωλικής ζωής του το καπετανάτο του Κατσαντώνη. Πρόσθετο στοιχείο σ' αυτή την πρώτη ένδειξη είναι και οι άνθρωποι τους οποίους επέλεξε και στους οποίους εμπιστεύτηκε τη ζωή του ως πρωτοπαλλήκαρά του. Και οι συμμαχητές του αυτοί ήταν Σαρακατσάνοι. Αναφέρω τα ονόματα των σπουδαιότερων: Βασ. Δίπλας - Αντ. Κατσαντώνης - Λεπενιώτης - Χασιώτης - Γ. Τσόγκας - Αντ. Ζαραλής.
Η δεύτερη ένδειξη έχει πολύ μεγαλύτερη αξία. Είναι η γλώσσα του, το λεξιλόγιο του σε στιγμές που τον κατέκλυε ο θυμός και αυθόρμητα το χρησιμοποιούσε. Το λεξικό που έμαθε στην παιδική του ηλικία. Σ' αυτά πρέπει να προστεθεί και το οξύθυμο του χαρακτήρα του, ιδιαίτερο γνώρισμα των Σαρακατσιαναίων. Σαρακατσιάνικες λέξεις και φράσεις χρησιμοποιεί και στο Σαρακατσιάνικο γλωσσικό ιδίωμα καταφεύγει για να εκφράσει αυθόρμητα, πιστά, τον ψυχικό του κόσμο.
Προσπαθώντας να πείσει τον Κριεζώτη να εισέλθει στην πολιορκημένη Ακρόπολη του είπε: "...εσύ να μπείς στο Κάστρο και να πάρεις μαζί με τη Νταϊλιάνα του Γκούρα και το βιό" (εννοώντας να νυμφευθεί την ωραία χήρα του Γκούρα.). Η "νταϊλιάνα" του μας θυμίζει το σαρακατσιάνικο τραγούδι " δεν μπόρεσα, νταϊλιάνα μου, δεν μπόρεσα να βρω καμιά σαν τη δική σου λεβεντιά (χορός τσάμικος). Το "Βιο", σαρακατσιάνικο, όχι το "Βιός", όπως κοινά λέγεται.
Στον ταχυδρόμο που του έφερε την είδηση του θανάτου του Γκούρα και που έκλαιγε ασταμάτητα προτού του αναγγείλει το θάνατο του είπε: "Έχεις γυναίκα ωρέ; "Όχι" και δος του κλάματα. Θα ‘χεις καμιά π'τανίτσα στο Κάστρο, έγνοια σ' και θα μπούμε γλήγουρα, δε θα σ'την παρ' κανένας". Σαρακατσιάνικη όλη η φράση του.
Κατσαδιάζει ο Αλή-Πασάς τον Καραϊσκάκη γιατί με ένα γρήγορο στριφογύρισμα του σηκώθηκε ψηλά η φουστανέλα του και φάνηκαν τα "αχαμνά" του μπροστά στο γυιό του Βελή. Η κίνηση αυτή θεωρήθηκε προσβλητική για το Βελή. "Τι έκανες ωρέ Παλιόγυφτο στο γυιό το δικό μου;" "Τίποτε πασά μ'... Έκαμα έτσι μια φουρά ...(και έφερε μια γύρα) ...Τι φταίω 'γω ο μαύρος;" (Παράδοση προφ. Βαγγ. Σκιπη - Συν/ρχη Χωροφυλακής). Η φράση "εγώ ο μαύρος" συνηθίζεται στους Σαρακατσιάνους με τη σημασία του "εγώ ο κακομοίρης"! ·
Στο Χουρσίτ Πασά, ο οποίος του παρήγγειλε να πάει να τον προσκυνήσει του απάντησε:
"Μου γράφεις ένα μπουγουρντί, λέξεις να προσκυνήσω, κι' εγώ, πασά μου ρώτησα τον π... τον ίδιο, κι' αυτός μου αποκρίθηκε να μη σε προσκυνήσω...". Συνηθισμένη Σαρακατσιάνικη αθυροστομία. (Γ. Γαζης σελ. 118, Γ. Βλαχ. 1).
Στη διάρκεια της δίκης του στο Αιτωλικό τον Απρίλη του 1824 τον προκαλεί ο Μεγαπάνος: "Αϊ καπετάν Γιώργο δε δένεις λίγο τη γλώσσα σου;". Κι εκείνος του απάντησε "Δέσε και του λόγου σου τη βρακοζώνα σου, κι' εγώ δένω τη γλώσσα μου;" Ο Μεγαπάνος ήταν γυναικάς. (Προφ. Παράδοση Α. Καρκαβίτσα). Η "βρακοζώνα" αναγκαίο μάλλινο εξάρτημα της σαρακατσιάνικης ενδυμασίας.
Φίλησε ο Καραϊσκάκης με δάκρυα στα μάτια το νεκρό Μάρκο Μπότσαρη και είπε: "Άμποτε, ήρωα Μάρκο, κι' εγώ από τέτοιο θάνατο να πάω"! Και πραγματοποιήθηκε η επιθυμία του!! (Προφορική και γραπτή παράδοση από πολλούς).
Το 1825 στην εκστρατεία της Μεσσηνίας μάλωσε με τον Κουντουριώτη και του είπε: "Ωρέ Κουντουριώτη άκουγα και νόμιζα θα είναι όλο γεμάτο μυαλό το κεφάλι σου. Εσύ όμως έχεις τόσο μυαλό, όσο έχω εγώ σπόρο στ' α...μου" (Παράδοση
Μήτσου - Μπαϊρακτάρη - Στρατηγού).
Η Βαφτισμένη χριστιανή Τουρκοπούλα Μαριώ, που ντυμένη ανδρικά, τον ακολουθούσε παντού με το όνομα Ζαφείρης, προσποιούμενη τον άνδρα ρίχτηκε στις δούλες κι' άρχισε τις τσιμπιές, τα γαργαλητά, τα φιλιά. Στις φωνές τους τρέχει η γυναίκα του Καραϊσκάκη σ' αυτόν και διαμαρτύρεται για τη συμπεριφορά του "παλληκαριού" του στις ψυχοκόρες της. Κι' εκείνος της απαντά: "Έννοια σου μώρη. Έχω και για σένα π... Μη μου χολιάζεις…" (Παράδοση Μήτσου Μπαϊρακτάρη). "Μώρη" ήταν η
προσφώνηση της Σαρακατσιάνας από τον άνδρα και "αρέ" η αντίστοιχη της γυναίκας για τον άνδρα.
Επιχείρησαν κάποια παλληκάρια του ν' αρπάξουν σφαχτά από κάποια στάνη στα Κράβαρα. Οι Κραβαρίτες τσοπάνοι τους κυνήγησαν. Μάλωσε τα παλικάρια του και είπε στους Κραβαρίτες "Αν ξανάρθουν σκοτώστε τους". Αφού φύγαν όμως εκείνοι, κάλεσε τα παλληκάρια του και τους είπε: Ωρέ δεν πηγαίνατε περισσότεροι, να κάμετε εκείνο που γυρεύατε. Με ντροπιάσατε στους Κραβαρίτες. Να χαθήτε από 'δω σαπιοκοιλιές". (Από χωριάτη Κραβαρίτη). Σαρακατσιάνικη αποστροφή προς τους κοιλαράδες, για το άχρηστο, το σάπιο περιεχόμενο της κοιλιάς τους.
Σε συζήτηση με τον καπετάνιο Βαγγέλη Κοντογιάννη μια μέρα προ της έξοδου του Μεσολογγίου του είπε: "Καπετάν Βαγγέλη, το Βλέπω πως θα γίνω αρχιστράτηγος της Ρούμελης". "Πως το ξέρεις;" τον ρώτησε εκείνος. Και η απάντηση "Απ' τους Καπεταναίους της Ρούμελης όσοι απόμειναν είναι γεροκούσιαλα (πολύ γέροι)..." (Στεφ. Ξένου Α' ήρωες της Ελλ. Επανάστασης εκδ. γ' τομ. Β' σελ. 286 σημ.). "Γεροκούσιαλο", συνηθισμένος χαρακτηρισμός των γερόντων που λόγω ηλικίας ήταν άχρηστοι για ότι δήποτε.
Ο Καραϊσκάκης για ντρόπιασμα των δειλών είχε μαζί του ένα παλιόβρακο, που το 'ξεραν όλοι ως "το βρακί της Κατερίνας", κι' υποχρέωνε τους φοβιάρηδες να το φορέσουν!! (Περιοδ. Εβδομάδας 1885 σελ. 136 - Εφημερίς των συζητήσεων 8-5-1895)."Κλανομάρω" αποκαλούσε ένα δειλό πολεμιστή του. "Κλανιάρη" αποκαλούν οι Σαρακατσιάνοι το δειλό, το φοβητσιάρη, που από το φόβο του του ξεφεύγουν οι πορδές!! Έσκαβε χαράκωμα ένας φιλέλληνας στον Πειραιά κατά την πολιορκία της Ακρόπολης από τους Τούρκους. Παρατήρησε το σχήμα του σκάμματος ο Καραϊσκάκης και ρώτησε τον Φιλέλληνα: "Όλα καλά ωρέ παιδί μ, μα που είναι ο κ...;" Και χτύπησε με την παλάμη τον πισινό του. Ο Ευρωπαίος απόρησε. Που είναι ο κ...! ωρέ παιδί μ, που θα καθίσουν στα χαρακώματα σ' και θα' τα Βαστάξουν, ειδέ σχέδια όσα θέλεις κάνω εγώ!"
Παρατηρεί θυμωμένος ένα καπετάνιο του που ενώ ζήτησε μόνος του να επιτεθεί και να αλώσει ένα αρβανίτικο ταμπούρι (φυλάκιο) στην εκστρατεία του Πειραιά δεν τα κατάφερε. Τον μαλώνει και του λέγει εκτός άλλων και τα εξής: "Να το πάρεις γιατί αλλιώς θα σε βγάλω στο μεϊντάνι... θα διαλαλήσω πως είσαι κιοτής...". (Δ. Αινιανος Βιογραφία Καραϊσκάκη εκδ. β σελ. 87 κ.π). Συνηθισμένες Σαρακατσιάνικες απειλές και το "θα σε βγάλω στο μεϊντάνι" και ο φόβος του χαρακτηρισμού κάποιου "κιοτή".
Κατά τη συνάντηση του με τον Κιουταχή στο καράβι του Γάλλου ναυάρχου Δεριγνύ και την πρόσκληση από εκείνον να τον προσκυνήσει και ο Κιουταχής να του δώσει όλα τα βιλαέτια από την Εύβοια ως την Άρτα, του απαντάει: "Μαζί σας οι Έλληνες ψωμί να ματαφάνε δεν γίνεται". (Εφημ. Ήλιος Ναύπλιον 24-11-1833). Και κατ' άλλη απόδοση: "Εγώ να σε προσκυνήσω; Αν είσαι Ρούμελη - Βαλεσής εσύ, είμαι κι' εγώ Ρούμελη Βαλεσής. Κι αν ήξερε η Διοίκηση μου ότι κρένουμε (μιλάμε) τώρα μαζί, με κρέμαγε κι εμένα και δεκαπέντε χιλιάδες που έχω στη Δεψίνα. Το "ματαφάνε" και το "κρένουμε" συνηθισμένες λέξεις του σαρακατσιάνικου λεξιλογίου.
Το Μάρτιο του 1827 ενώ ο Καραϊσκάκης πολεμούσε στον Πειραιά έμαθε ότι η Συνέλευση έριξε την Κυβέρνηση Ανδρέα Ζαΐμη και σχημάτισε άλλη μη σοβαρή και μη ισχυρή. Και ως εκπρόσωπο των Ρουμελιωτών έβαλε τον Ανδρέα Μεταξά αυτή και όχι τον Γ. Μαυρομμάτη που πρότεινε ο Καραϊσκάκης.
Άστραψε και βρόντηξε από θυμό ο Καραϊσκάκης και θυμήθηκε τις βρισιές του σαρακατσιάνικου περιβάλλοντος που έζησε στα παιδικά του χρόνια. "Ας τελειώνουμε εδώ τη δουλειά μας και τότε θα δω που θα μ' πάει ου κερατάς και στου μ... της π'τάνας τ' να κρυφτή, θα βάλω τον π... να τον ξετρυπώσει". (Δ.Γ Δημητρακάκη - Απομνημονεύματα). Μου θυμίζει όλη η φράση αυτή θυμωμένο Σαρακατσάνο που τον αδίκησαν κατάφωρα και υβρίζει θεούς και δαίμονες!!
Τους επιδεικτικούς στρατιωτικούς, που φορούσανε σερβέττα γύρω στο κεφάλι, τους έλεγε σπληνάντερα, για το σχήμα της σερβέττας. Εξοικειωμένος με το σπληνάντερο δεν θα μπορούσε να επινοήσει επιτυχέστερη παρομοίωση.
"Ζαρκοδοπαφίλια" έλεγε τους Βαλτινούς, γιατί φορούσανε πολλά και πλούσια αργυροχρυσωμένα στολίδια (χαϊμαλιά, τσαπράζια, γατζούδια...) στα στήθια, στα ποδάρια ... (Εφημε. ΑΙΩΝ 19-2-1847). "Πάφλα" λένε τον τσίγκο και "παφλένια ή παφίλια" τα τσίγκινα οι Σαρακατσάνοι.
Ήταν άρρωστος στον Πειραιά ...και φώναξε έναν κομπογιαννίτη να τον κοιτάξει. Τον εξήτασε... "Οι δυνάμεις σου Στρατηγέ πέσανε πολύ". Ο π... μου έπεσε, ωρέ, του λέει„ όχι οι δυνάμεις μου"!! (Δ.Γ. Δημητρακάκης - Απομνημονεύματα).
"Ο Καραϊσκάκης οσάκις ωργίζετο ύβριζε δεινότατα ου μόνον στρατιώτες, αλλά και οπλαρχηγούς και στρατηγούς ακόμη. Αι ηπιότερες τότε των ύβρεων ήταν σαπιοκοιλιά και παλιογελάδα. Αλλ' αυταί δεν προηγούντο εκ μοχθηρίας, διότι μετ' ολίγον μετανοών μετά δακρύων έλεγεν προς τους αγανακτούντες στρατιώτες. Τι θυμώνετε, ωρέ!! Κι εγώ τι είμαι ...είμαι ο γιος της καλογριάς" .(Εφημ. Των Συζητήσεων 7-5-1895).
Ο Κ. Παπαρρηγόπουλος στη Βιογραφία του Γ. Καραϊσκάκη (έκδ. 1867) στη σελ. 23-24 (παρουσίαση Γιώργη Πικρού) γράφει ότι τον Ιούλιο του 1821 ο Γ. Καραϊσκάκης ύστερα από τη νικηφόρα συμπλοκή του με τον Ισμαήλ Πασά Πλιάσα "δεν ηρκέσθη να αγωνισθεί εκθύμως, αλλ' έδωκεν και περιττόν τι ανδρείας δείγμα, το οποίον δεν αναφέρομεν ενταύθα, είμη διότι είναι χαρακτηριστικότατον του ανδρός. Τω όντι τραπέντων των πολεμίων εις φυγήν ο Καραϊσκάκης ανέβη εις ύψωμα τι και ήρχισεν εκείθεν υβρίζων μεγαλοφώνως: Δεν περιορισθεί δε εις τούτο, αλλ' ίνα δείξει έτι πλείονα προς αυτούς περιφρόνησιν, απογυμνωθείς, έστριψεν αυτοίς τα οπίσθια. Τότε όμως Γκέκας τις κεκρυμένος εκεί που πλησίον πυροβολήσας, επλήγωσεν αυτόν
εις τους δυο μηρούς και εις έτι καιριότερόν τι μέρος. Προς ίασιν δε της πληγής ταύτης, ηναγκάσθη ο θρασύς πολεμιστής να μεταβεί εις Λουτράκιον."
Η ανωτέρω πράξη καταφρόνησης του αντιπάλου είναι σαρακατσιάνικη συνήθεια. Λεν γνωρίζω αν είναι συνήθεια και άλλων ορεινών ή μη πληθυσμών της πατρίδας μας. Το ότι όμως τη συνήθιζαν οι παλαιοί Σαρακατσιάνοι είναι αναμφίβολο γεγονός. Την έφθασα και ο ίδιος.
Σημαίνει με λίγα λόγια "εδώ σε γράφω"!! Και στα χρόνια του Καραϊσκάκη πρέπει να ήταν πολύ διαδεδομένη. Και ο Καραϊσκάκης που έζησε ανάμεσα σε Σαρακατσιάνους όπως υποστηρίζει ο Βλαχογιάννης και άλλοι πολλοί δεν θα μπορούσε να μη τους αντιγράψει - Τους αντέγραψε άλλωστε και στο περιεχόμενο των υποτιμητικών χαρακτηρισμών, της μορφής των ύβρεων, της αθυροστομίας και της οξυθυμίας. ,
Για τους πολλούς τα ανωτέρω ανέκδοτα που αποδίδονται στον Καραϊσκάκη από ανθρώπους που τα άκουσαν ή που έφθασαν σ' αυτούς μετά μια ή δυο γενιές, που γράφτηκαν στον τύπο εκείνης της εποχής, μπορεί να μη σημαίνουν τίποτε ως προς τη καταγωγή του Καραϊσκάκη.
Εκείνο όμως που είναι Βέβαιο και δεν μπορεί να υποστηριχθεί αντίθετη άποψη είναι ότι στις φράσεις και στις λέξεις που αποδίδονται στον Καραϊσκάκη δεν υπάρχει ούτε μια λέξη ή φράση του βλαχόφωνου γλωσσικού ιδιώματος. Και αν σκεφτεί κανένας ότι οι περισσότερες από τις ανωτέρω λέξεις και φράσεις εκστομίσθηκαν σε στιγμές θυμού, έντασης, αγανάκτησης, έχει αυτό ιδιαίτερη σημασία και δείχνει, ότι δεν ήταν βλαχόφωνες λέξεις. Ήταν φράσεις, συμπεριφορές κατάλοιπα της νεανικής του ζωής, ενσταλαγμένα στο υποσυνείδητο του, που έρχονται μόνα τους, χωρίς σκέψη, αυθόρμητα στη γλώσσα, όταν η κατάσταση της έξαρσης στην οποία βρισκόταν δεν του επέτρεπε τον πλήρη έλεγχο της. Και η γλώσσα, ιδιαίτερα η γλώσσα των γονέων μας, η μητρική μας γλώσσα, είναι σοβαρή ένδειξη της καταγωγής μας.
Για τους Σαρακατσιάνους όμως, που έζησαν τη ζωή του τσελιγκάτου, τη ζωή του καραβανιού με το οποίο ανέβαιναν στα ξεκαλοκαιριά και κατέβαιναν στα χειμαδιά, τη ζωή της στάνης, που ήταν απομονωμένη σε κάποια κορυφή κάποιου βουνού, μακριά από τα χωριά και τις πόλεις, τη ζωή των απόλυτα αναγκαίων επαφών με το οποιοδήποτε ξένο, μη σαρακατσιάνικο περιβάλλον, οι φράσεις και οι λέξεις αυτές περιγράφουν σαρακατσιάνο αναμφίβολα.
Οι ύβρεις που περιέχονται στις ανωτέρω φράσεις ήταν ψωμοτύρι των Σαρακατσιάνων στους συχνούς καυγάδες μεταξύ τους αλλά και με τους ντόπιους κατοίκους των χωριών στα οποία ανήκαν τα λειβάδια που έβοσκαν τα πρόβατα τους κάθε φορά που κάποια διαφορά τους έφερε αντιμέτωπους. Ομηρικές μάχες γινόταν με τους ντόπιους ή άλλους διεκδικητές του δικαιώματος βοσκής κοντά στη στάνη τους. Και κατά τη διάρκεια τους το δεινό υβρεολόγιο ήταν η λεπτομέρεια μπροστά στο σπάσιμο του κλειτσόξυλου από τα σκληρά κρανία κάποιων αντιπάλων ή μπροστά στο σπάσιμο των ίδιων των κρανίων, των άκρων, των πλευρών. Ο^ Σαρακατσιάνοι έλυναν τις διαφορές τους με την κλείτσα στο σύνορο. Ήταν ντροπή γι αυτούς τα δικαστήρια. Ήταν δειλός όποιος προσέφευγε σ' αυτά. Και οι ύβρεις για να είναι περισσότερο προσβλητικές και να πονούν πιο πολύ προσέβαλαν ό,τι πολυτιμότερο και αγαπητότερο είχε ο υβριζόμενος. Είμαι βεβαιότατος ότι αν άκουγαν τις ανωτέρω φράσεις, που αποδίδονται στον Καραϊσκάκη, οι παλιοί Σαρακατσιάνοι μέχρι και προ 70-80 ετών από σήμερα δεν θα τους έμενε καμία αμφιβολία ότι εκείνος ήταν "θ'κός μας". Θα αναγνώριζαν πίσω από αυτές τις ύβρεις, πίσω από το οξύθυμο αυτού του άνδρα, πίσω από το κλάψιμό του όταν συνερχόταν από το θυμό και την έξαρση, πίσω από τον υποβιβασμό του ίδιου του εαυτού του ως του γιου της καλόγριας, τον άκακο σαρακατσιάνο που δεν μπορούσε να συγκρατήσει τα νεύρα του και ξέσπαγε με όλη τη δύναμη της ψυχής του, υβρίζοντας, χτυπώντας, κλαίγοντας.
Άγγισα ο ίδιος αυτήν την εποχή. Και μιλώ μετά λόγου γνώσεως.
Αλλά και οι χρησιμοποιούμενες λέξεις και φράσεις στο ίδιο συμπέρασμα μας οδηγούν. Δεν έχουν κατ' αρχήν καμία σχέση με τους βλαχόφωνους Έλληνες. Οι περισσότερες απ' αυτές είναι λέξεις που περιέχονται στο λεξιλόγιο των Σαρακατσιάνων. Θα επαναλάβω σε μερικές από αυτές για να αποδείξω του λόγου το αληθές: "Νταϊλιάνα, π'τανίτσα, γλήγουρα, τι φταίω 'γω ο μαύρος, βρακοζώνα, δένω γλώσσα, άμποτε, σπόρο στ' α.....μ, σαποκοιλιά, γεροκούσιαλα, θα τον βγάλω στο μεϊντάνι, κιοτής, ματαφάνε, κρένουμε, κερατάς, σπληνάντερα, ζαρκαδοπαφίλια. Χρησιμοποιούνται όλες από τους Σαρακατσιάνους.
Τέλος η επίδειξη των οπισθίων του στους Τουρκαλβανούς είναι χαρακτηριστική σαρακατσιάνικη κίνηση με ιδιαίτερη σημασία. Δεν μπορώ επομένως να δεχθώ, ύστερα απ' όσα μέχρι τώρα εκτέθηκαν, ότι η "αρειμάνια παράδοση" του Νίκου Μέρτζου είναι ικανή να σπείρει κάποιο σποράκι αμφιβολίας ως προς τη μη βλαχόφωνη καταγωγή του Γ. Καραϊσκάκη και την βέβαιη σαρακατσιάνικη καταγωγή του και από την πλευρά του πατέρα του και της μητέρας του.
Η ΜΑΝΑ ΤΟΥ ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗ
Από όσα μέχρι τώρα έχουν εκτεθεί βγαίνει καθαρά ότι η μάνα του Καραϊσκάκη Ζωή ήταν αδελφή του Κώστα Ντιμισκή και πρώτη εξαδέλφη του κλεφταρματολού των Τζουμέρκων Καπετάν Γώγου Μπακόλα. Ο Νικ. Κασομούλης (Α.Τ. σελ.268) γράφει: Ο Καραϊσκάκης κατάγεται από το Ραδοβύζι. Η καλογραία μητέρα του ήταν εκ της γενιάς των Ψαρογιανναίων. Ο Γιάν. Βλαχογιάννης το θεωρεί αυτό λάθος και γράφει ότι η γυναίκα του Καραϊσκάκη ήταν από τους Ψαρογιανναίους. Ο Βαγγέλης Σκίπης, για τον οποίο έγινε ήδη λόγος αναφέρει ότι από στενούς συγγενείς του Καραϊσκάκη με επώνυμο Ψαρογιαννάκη πληροφορήθηκε ότι η καλογραία συγγενής τους σε ένα μοναστήρι ήλθε σε επαφή με τον αρματωλό πατέρα του Καραϊσκάκη. Και στη σημ. 2 της σελ. 120 ο Γιάννης Βλαχογιάννης αναγράφει ότι και η γυναίκα του Καραϊσκάκη "κρατούσε από τους Ψαρογιανναίους"
Ο ίδιος στη σελίδα 122 γράφει επίσης ότι: "Όμως υπάρχει απόδειξη ρητή και χτυπητή (γράμμα του ιδίου του Καραϊσκάκη βρίσκεται στα χέρια του εγγονού του Ρ. Καραϊσκάκη) σταλμένο στον ξάδελφο του Χρίστο Γιάγκα, από τη μάνα του βέβαια, Σαρακατσιάνο, με χρονολογία 20 Απριλίου 1823, από το μοναστήρι της Πέτρας, εποχή δηλαδή που η κατοχή των Αγράφων απ' αυτόν και η δύναμη του που όλο μεγαλώνει..."
Ο Γώγος Μπακόλας αρματολός του Ραδοβυζίου είχε συγγενείς τους Σαρακατσιάνους, χωρίς καμία αμφιβολία, Γιαννάκη και Μήτρο Κουτελίδα. Ήταν πρωτοπαλίκαρο και γαμπρός από αδελφή του κλεφταρματολού Κοντογιάννη, την δε θυγατέρα του την είχε σύζυγο ο Σωτήριος Στουρνάρης. Συγγενείς των Κουτελιδαίων ζουν στο χωριό Μακρυχώρι Λάρισας και η οικογενειακή τους μνήμη διασώζει τη συγγένεια τους με τους κλεφταρματωλούς Κουτελιδαίους.
Συγγένευε η μητέρα του Γ. Καραϊσκάκη κατά τον Βιογράφο του Καραϊσκάκη Γ. Γαζή με τον καπετάν Γώγο Μπακόλα (Γ. Βλαχ. Καραϊσκ. 2 σελ. 108).
Ο Γιαν. Βλαχογιάννης σε σημείωση του στη σελίδα 388 τόμος Α' των Στρ. Ενθυμ. του Ν. Κασομούλη γράφει για τον Αλεξάκη Βλαχόπουλο: "Συγγενής του Καραϊσκάκη από τη μάνα του και γι' αυτό ίσως δεν φαίνεται πολύ εις την δίκη." Στον Τόμο Β σελ. 503 σε συνδ. Με τη σελ. 107 του Α' Τόμου ο Γιαν. Βλαχογιάννης σχολιάζει και πάλι ότι ο Αλεξάκης Βλαχόπουλος "ήταν συγγενής από τη μάνα του Καραϊσκάκη, κόρη από αρματολική οικογένεια, που συγγένευε με τους Αραπογιανναίους, κλάδο των Συκάδων αρματωλών (Βλαχοπουλαίων, Ααμπραίων, Αραπογιανναίων)."
Επίσης ο Νικ. Δοκανάρης στο Βιβλίο του "ΚΩΝ/ΝΟΣ ΒΑΑΧΟΠΟΥΑΟΣ" σελ. 40 γράφει: "Κων/νος Βλαχόπουλος.... Παίρνει μέρος σαν στρατοδίκης στη δίκη που έγινε στο Αιτωλικό (1-2 Απριλίου 1824) σε βάρος του εξαδέλφου του Καραϊσκάκη και παρά τους συγγενικούς δεσμούς υπήρξε αρχικά κατήγορος του". Στη διάρκεια όμως της διαδικασίας διαπίστωσε ότι η κατηγορία εις βάρος του Καραϊσκάκη ήταν απλή πλεκτάνη, που εξυφάνθηκε μέσα από τα εργαστήρια της Μαυροκορδατικής Πολιτικής ραδιουργίας και αποσκοπούσε στην εξουθένωση του ήρωα του Σοβολάκου, όχι για κανένα άλλο λόγο, αλλά για να καταστήσει ανίκανο να δράσει ενάντια στα πολιτικά σχέδια των Κοτσαμπάσιδων και του Μαυροκορδάτου... και τότε... άλλαξαν στάση απέναντι στον αδικοκατατρεγμένο Καραϊσκάκη και άλλος ενεργητικά, άλλος παθητικά μετέτρεψαν το σοβαρό τόνο της δίκης σε φθηνή κωμωδία.
Συγγενής λοιπόν των Συκάδων ή Βλαχοπουλαίων ο Καραϊσκάκης από τη μάνα του.
Δεν νομίζω ότι πρέπει να επιμείνω περισσότερο για τη Σαρακατσιάνικη καταγωγή της μάνας του Γεωργ. Καραϊσκάκη.
Σαρακατσιάνα όμως ήταν και η γυναίκα του από τους Ψαρογιανναίους.
Έμμεσο συμπέρασμα ως προς τη Σαρακατσιάνικη καταγωγή του Γεωργίου Καραϊσκάκη και από το περιβάλλον που έδωσε τους αγώνες του για να φθάσει στην αρχιστρατηγία του εθνικού μας αγώνα το 21.
Μεγάλωσε σε Σαρακατσιάνικη στάνη σύμφωνα με όσα μας εκθέτει ο Γιάννης Βλαχογιάννης. Τα πρώτα Βήματα του ως κλέφτη τα έκανε στο Καπετανάτο των Σαρακατσιάνων Δίπλα και Κατσαντώνη. Πρωτοπαλλήκαρά του στο δικό του "νταϊφά" αργότερα είχε τον Αντώνη Ζαραλή, Μήτρο Κατσαρό, το Ζαρκάδα και άλλα σαρακατσιανάκια. Διώκτες του οι Βλαχόφωνοι Κωλέτης, Ράγκος κ. άλ. Και ο Φαναριώτης Μαυροκορδάτος. Σαρακατσιάνοι τον απήλλαξαν από την κατηγορία της προδοσίας στη δίκη του Αιτωλικού το 1823 (Γ. Τσιόγκας, Γρ. Λιακατάς, Κων. Βλαχόπουλος). Στην παραπομπή του στη δίκη και γενικά στη δίωξη του φαίνεται δεν ήταν άσχετη και η αντιδικία μεταξύ Βλαχόφωνων και Σαρακατσαναίων.
Στήριγμά του όταν μετά τη δίκη και την απαλλαγή του επανήλθε στα Άγραφα για να πάρει το αρματολίκι του ήταν ο Σαρακατσιάνος Ανδρέας Ίσκιος, που ήταν ο αδελφός του κατά τον Γ. Βλαχογιάννη.
Ο Γ. Καραϊσκάκης ήταν καθαρά Αγραφιώτης. Δεν ήταν Ασπροποταμίτης. Ως Αγραφιώτη τον περιέβαλαν με αγάπη και αφοσίωση οι ντόπιοι Αγραφιώτες, που δεν είναι βλαχόφωνοι. Είναι οι αποκαλούμενοι από τους Σαρακατσιάνους "παλαιοχωρίσιοι" που το γλωσσικό τους ιδίωμα, μοιάζει πολύ με το Σαρακατσιάνικο, με σημαντικές όμως διαφορές και στην προφορά των λέξεων και στον τόνο της φωνής. Ακόμη δε σημαντικότερες διαφορές στα ήθη και στα έθιμα, στα τραγούδια, στα χειροποίητα είδη ένδυσης, στα κεντήματα, στην ξυλογλυπτική κ.λ.π.
Από όσα μέχρι τώρα έχουν εκτεθεί συνάγεται ένα ασφαλές και βέβαιο συμπέρασμα: Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης δεν ήταν βλαχόφωνης καταγωγής. Η αρειμάνια παράδοση που καίτοι παράδοση ανακαλύφθηκε τώρα τελευταία στους "ΑΡΜΑΝΟΥΣ -ΒΛΑΧΟΥΣ" του Νίκου Μέρτζου δεν είναι ικανή να πείσει. Και αυτό γιατί είναι ξεκρέμαστη, αστήρικτη, εμφανιζόμενη για πρώτη φορά, 200 ολόκληρα χρόνια μετά το θάνατο του ήρωα. Και γιατί προβάλλεται η ύπαρξη αυτής της "αρειμάνιας παράδοσης" ως προσωπική γνώμη του Ν. Μέρτζου, αφού δεν προσεπιβεβαιώνεται από κανένα άλλο αποδεικτικό στοιχείο. Το ότι δε και εκείνος που επικαλείται την ύπαρξη της νοιώθει την αποδεικτική της φτώχεια καταδεικνύεται από το ότι ο ίδιος ο Ν. Μέρτζος αναγκάζεται προς υποστήριξή της να προσθέσει ότι "κατά τη μάχη του Φαλήρου εξέπνευσε στα χέρια δύο Βλαχόφωνων οπλαρχηγών"!! Η σύμπτωση δεν έχει καμία σημασία.
Ο Αρχιστράτηγος όταν ψυχορραγούσε ήταν φυσικό να έχει συγκεντρωμένους δίπλα του και Σαρακατσιάνους και Βλαχόφωνους, και Στερεοελλαδίτες και Πελοποννήσιους και φιλέλληνες. Η προσφυγή σε ένα τέτοιο επιχείρημα απλά μαρτυρεί την πειστική αδυναμία του, την αποδεικτική του φτώχεια.
Αντίθετα όλα όσα περιέχονται και αναλύονται στα ανωτέρω εκτιθέμενα καθιστούν βέβαιη και αναμφίβολη, τη σαρακατσιάνικη καταγωγή του Γεωργίου Καραϊσκάκη και από πατέρα (Δημ. Καραΐσκος) και από μητέρα (Ζωή Ντιμισκή).
Από το βιβλίο του Νίκου Κατσαρού, «Σαρακατσιάνοι και Αρμάνοι – Οι Βλάχοι»