Μελετώντας προσεκτικά τους "ΑΡΜΑΝΟΥΣ - ΒΛΑΧΟΥΣ" του Νίκου Μέρτζου σου δημιουργείται η εντύπωση ότι ο καθένας ήρωας της εθνικής μας παλιγγενεσίας που αναφέρεται ως "Βλαχοποιμένας" ή ως "Βλάχος" ή ως "βλαχόπουλο" πολιτογραφείται από τον συγγραφέα ως "Βλαχόφωνος" Έλληνας. Αρκείται ο συγγραφέας σε μόνο αυτό τον χαρακτηρισμό του. Αεν προσφεύγει σε άλλα αποδεικτικά στοιχεία της Βλαχόφωνης ή μη καταγωγής του "βλαχοφώνου" ήρωα στον οποίο αναφέρεται.
Καίτοι είναι πάγια η επιστημονική άποψη την οποία αποδέχεται χωρίς επιφυλάξεις και η κοινή γνώμη ως προς τις έννοιες " λάχος, βλάχα, βλαχόπουλο, βλαχοποιμένες" η αποδοχή από τον συγγραφέα αυτών των εννοιών ως αποκλειστικού επιχειρήματος της βλαχόφωνης καταγωγής των αναφερομένων ηρώων επιβάλλει την σύντομη έστω ενασχόληση με το ζήτημα και την παράθεση των κυριοτέρων απόψεων ως προς το ακριβές περιεχόμενο αυτών των εννοιών.
Η Άννα Κομνηνή τον 10ο αιώνα στην Αλεξιάδα της γράφει: "...και οπόσοι την ομάδα είλοντο βλάχους τούτους ή κοινή καλείν οίδε διάλεκτος", που σε ελεύθερη μετάφραση στη νεοελληνική σημαίνει ότι όσοι επέλεξαν και ακολουθούν τον νομαδικό βίο αυτούς η κοινή γλώσσα γνωρίζει να τους αποκαλεί βλάχους.
Ο Νικ. Πολίτης με το αδιαμφισβήτητο επιστημονικό του κύρος αποδέχεται ότι "η λέξη Βλάχος δεν εδήλωνε εθνότητα και ούτε προέρχεται από τη Βλαχία" και επεξηγεί δια πολλών την επικράτηση της κοινωνικής έννοιας της λέξεως αυτής, όπως αναλύεται στη συνέχεια.
Η Αγγελική Χατζημιχάλη στο περισπούδαστο έργο της οι ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΟΙ σελ. νστ' και επ. του Α', γράφει: "Το όνομα Βλάχος σήμαινε όλους τους κτηνοτροφικούς πληθυσμούς της Βαλκανικής"
Ο Α. Καμπούρογλου στην "Ιστορία των Αθηναίων" σελ 129 έκδοση 1896 γράφει:
"Και οι ελληνικότατοι μεν Σκηνίται εν καλύβαις ως σήμερον ορεσιβιούντες, κάτοχοι του μυστηρίου της ποιητικής γλώσσας και θεματοφύλακες της προαιώνιας μουσικής των ελληνικών δρυμών, ουδεμίαν σχέσιν ή ομοιότητα είχαν προς τας χωριάτας.
Τα αρειμάνια ταύτα της Πίνδου τέκνα, Βλάχοι, κοινώς, κακώς και παραδόξως ονομαζόμενοι, έχουσιν ως γνωστόν ίδια και παράδοξα ήθη και έθιμα περί ων εγράφησαν τινά.
"Τα αρειμάνια ταύτα της Πίνδου τέκνα" του Δ· Καμπούρογλου είναι οι Σαρακατσιάνοι της Αττικής. Οι Σαρακατσιάνοι σκηνίτες ποιμένες των βουνών της Αττικής που το 1897 είχαν συστήσει τον "Σύλλογο των ανά τα όρη της Αττικής σκηνιτών ποιμένων", που είναι καταχωρημένος στα Βιβλία του Πρωτοδικείου Αθηνών.
Την εποχή εκείνη δεν ζούσαν στην Αττική Βλαχόφωνοι κτηνοτρόφοι σκηνίτες ποιμένες. Κατοικούσαν μόνον Σαρακατσιάνοι που ήταν "ελληνικότατοι", μιλούσαν δηλαδή μόνον την ελληνική γλώσσα, ζούσαν "εν καλύβαις", ήταν σκηνίτες, είχαν ίδια και παράδοξα ήθη και έθιμα και δεν είχαν καμία ομοιότητα με τους "χωριάταις" της Αττικής.
Και όμως κοινώς ελέγοντο Βλάχοι. Και το όνομα αυτό κατά τον Α. Καμπούρογλου ελέγετο "κακώς και παραδόξως", διότι ακριβώς δεν τους "ταίριαζε", γιατί δεν είχαν καμία σχέση με τους βλαχόφωνους από άποψης καταγωγής, ειμη μόνον ότι και τα δυο είναι ελληνικά φύλλα.
Στη συνέχεια ο Α. Καμπούρογλου γράφει ότι την προσωνυμία " Βλάχοι " την αποδέχονται οι Σαρ. Ορθόν. Και σήμερα ακόμη δεν την αρνούνται με την ερμηνεία όμως του ορεσιβίου σκηνίτη κτηνοτρόφου - ποιιμένος και όχι του βλαχόφωνου Έλληνα.
Ήταν λοιπόν κατά τον Α. Καμπούρογλου οι Σαρακατσιάνοι "τα αρειμάνια της Πίνδου τέκνα". Και αυτά γράφονται προ 110 ετών. Το πώς τώρα συμβαίνει με τη λέξη "αρειμάνια" να χαρακτηρίζεται και η Βλαχόφωνη παράδοση δεν μπορώ να το αντιληφθώ. Εκτός αν έγινε συνδυασμός του χαρακτηρισμού αυτού των τέκνων της Πίνδου των Σαρακατσιαναίων, ως Βλάχων, οπότε για τον γνώστη αυτής της προσωνυμίας δεν είναι δύσκολος ο συνδυασμός και η κατασκευή της φράσης "αρειμάνια παράδοση", που θέλει τον Καραϊσκάκη βλαχόφωνο Έλληνα κατά τον Ν. Μέρτζο.
Ο Νικ. Κασομούλης στα Στρατιωτικά του Ενθυμήματα κατασκευάζει την έννοια "Βλαχοποιμένες" και εξηγεί οτι εννοούνται με την έννοια αυτή " οι διάφοροι τάξεις των Βοσκών χωρικών και των διαφόρων ποιμένων κατοίκων και φερέοικων ".Οι θέσεις του Νικ. Κασομούλη έχουν ιδιαίτερη σημασία γιατί σε δικούς τους χαρακτηρισμούς ηρώων στηρίζονται και οι ΑΡΜΑΝΟΙ -ΒΛΑΧΟΙ του Νίκου Μέρτζου. Αξία δε μεγάλη έχουν και οι σημειώσεις του εκδότη και σχολιαστή του έργου του Κασομούλη διευθυντή της Εθνικής Βιβλιοθήκης Γιάννη Βλαχογιάννη.
Ο Νίκ. Κασομούλης χωρίζει τους "Βλαχοποιμένες" σε τρεις κατηγορίες:
Η πρώτη είναι οι "βοσκοί χωρικοί".
Η δεύτερη είναι "οι διάφοροι ποιμένες κάτοικοι" και η τρίτη οι "φερέοικοι".
Και στη συνέχεια επεξηγεί περισσότερο τις τρεις αυτές κατηγορίες που υπάγει στην γενικότερη έννοια "Βλαχοποιμένες".
Τους "διαστέλει", όπως γράφει (σελ. 104 Α' τόμου) "με την περιγραφή, εν μέρει, των εθίμων των, της γλώσσας των, τας σχέσεις των και από τον τρόπο του ζην και του μετέρχεσθαι το επάγγελμα και σύστημα ποιμένων το οποίον ακολουθούντες εκ διαδοχής ανέκαθεν και μέχρι την σήμερον..." και τους περιορίζει "εις χωρικούς κατοίκους ποιμένας" και "εις σκηνίτας".
Τους σκηνίτες στη συνέχεια τους διαχωρίζει στους ποιμένες "εκ συστήματος και επαγγέλματος" και κατατάσσει σ' αυτούς "τους Αλβανιτόβλαχους και Γραικόβλαχους". Η διάκριση των δυο αυτών φυλών, όπως τους ονομάζει ο Νικ. Κασομούλης, γίνεται με "τα διαφορετικά τους ήθη και τα έθιμα και κατά τη γλώσσα και κατά το ζην κανονικώς".
Τους Αλβανιτοβλάχους, όπως με μια ελληνικούρα του ονομάζει τους Αρβαντόβλαχους δηλαδή, τους θεωρεί καταγόμενους από τη Μοσχόπολη, Γράμμουστα, Νικολίτζα και άλλα χωριά γνωστά για τους βλαχόφωνους πληθυσμούς τους. Γράφει γι' αυτούς, ότι ομιλούν "μόνο την Βλάχικην διάλεκτον και την Αλβανικήν, χωρίς να μανθάνουν την Ελληνικήν παρά εν παρόδω...".
Οι "ΓραικόΒλαχοι" κατάγονται από χωριά της Ηπείρου, Μακεδονίας και Θεσσαλίας ...απλοί και αμαθείς ...σύμφωνοι ως προς τας έξεις με τους Έλληνες ...επιρρεπέστεροι εξ ανατροφής ως προς την ανεξαρτησίαν ...διαφέροντες από τους Αλβανιτόβλαχους ...ωθούντο από εν αίσθημα φιλελεύθερον, το ίδιον το οποίο κοιτούσαν και τους Έλληνες κατοίκους. Δεν εύρισκες ούτε ληστρικήν συμμορίαν εντός της οποίας να μη υπήρχαν ...ούτε περίστασιν καταδρομής των Αρματολών ή ληστών ...να μη έπαθαν ...ούτε παράδειγμα προδοσίας ηκούσθη από την μερίδα των..." Είναι επομένως πέραν κάθε αμφιβολίας βέβαιον ότι Γραικόβλαχους ο Νίκος Κασομούλης ονομάζει τους σκηνίτες νομάδες Σαρακατσαναίους.
Το ότι δε οι "Γραικόβλαχοι" του Νικ. Κοσαμούλη δεν είχαν καμία σχέση με τους ΚουτσόΒλαχους ή τους λοιπούς βλαχόφωνους Έλληνες συνάγεται πάλι από τα Στρ. Ενθυμήματα του. Στη σελ. 104 του Α' τόμου αφού αναφερθεί στην καταγωγή τους τους θέλει "γειτνιάζοντας" με τις περιοχές των χωριών "π.χ. ΒασταΒέτσι, Συρράκο, Αβδέλλα, Σαμαρίνα". Πράγματι οι Σαρακατσιάνοι με τα τσελιγκάτα τους έφθαναν στις ευρύτερες περιοχές αυτών των χωριών, αλλά δεν εγκαταστάθηκαν ποτέ εκεί. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην δυτική Μακεδονία και στην Ήπειρο στην περιοχή των χωριών Περιβόλι, Αβδέλλα, Σμίξη, Σαμαρίνα, Φούρκα, Δοτσικό, Αετομηλίτσα, Δίστρατο, Βωβούσα, Πάδες και άλλα Βλαχοχώρια δεν υπήρχε ούτε ένα Σαρακατσιάνικο τσελιγκάτο. Σε αντίθεση με τα χωριά του Ασπροποτάμου και τα Ζαγόρια που ξεκαλοκαίριαζαν πολλά Σαρακατσιάνικα τσελιγκάτα. Αλλά και σ'αυτές τις περιοχές οι σαρακατσιάνικες στάνες ήταν στημένες έξω από τα βλαχοχώρια και σε απόσταση "ασφαλείας"!!
Το ότι δε δεν κατατάσσει ο Νικ. Κασομούλης στους ΓραικόΒλαχους τους ΚουτσόΒλαχους πέρα από την ανωτέρω παρατήρηση συνάγεται και από τη σημείωση 3 στην σελ. 105 του Γιάννη Βλαχογιάννη, που στα χωριά που αναφέρονται πιο πάνω δέχεται ότι κατοικούσαν κουτσοΒλαχικοί πληθυσμοί, που δεν είναι μάλιστα "σκηνίτες" όπως παρατηρεί γιατί είχαν μόνιμη κατοικία το καλοκαίρι το χωριό τους και το χειμώνα τα λειβάδια της Θεσσαλίας. Στη συνέχεια ο Γιάννης Βλαχογιάννης, αφού ερμηνεύει το "Γραικόβλαχοι" του Κασομούλη σε "Ελληνόβλαχοι" αναφέρει ότι από τους Ελληνόβλαχους "βγήκανε μεγάλοι κλέφτες ελληνόβλαχοι και μεγάλοι Αρματωλοί". Και μεταξύ αυτών των Γραικόβλαχων αναφέρει την οικογένεια των Συ κάδων, την οποία στη συνέχεια περιγράφει και αναφέρει ότι "πολλοί εκ της φυλής των" εξακολούθησαν το παράδειγμα τους και , ανεφάνησαν τρομακτικότεροι και επιβλαβέστεροι στους σκοπούς των τυράννων. Και επεξηγώντας ο Γ. Βλαχογιάννης στη σημείωση 3 της ίδιας σελ. 106 προσθέτει: "Άλλοι από τη φυλή των Σαρακατσάνων, καθώς ο Κατσαντώνης", Λαμπραίοι ή Λαπροπουλαίοι και οι Αραπογιανναίοι, αλλά και πολλοί άλλοι. Κάνει δε ιδιαίτερη εντύπωση το γεγονός ότι όλοι οι ανωτέρω κατά καιρούς πολέμησαν μαζί τον Τούρκο κατακτητή. Και σε κάποια περίοδο πολλά από τα αρματολίκια της Πίνδου (Κλεινό Βός - Βλοχός - Καρπενήσι - Άγραφα) ανήκαν σε Σαρακατσιάνους κλεφταρματολούς, που είχαν γίνει ο φόβος και ο τρόμος του Αλή Πασά και των Τούρκων γενικότερα.
Και όλα όσα σχετίζονται με τη δράση τους δεν είναι γνωστά. Δεν αναφέρθηκε σε κείνους κανένας από τους ιστοριογράφους που έγραψαν την ιστορία της ελληνικής επανάστασης. Και ευτυχώς υπήρξε ο Νικ. Κασομούλης. Και ευτυχώς ανακαλύφθηκαν τα Στρατιωτικά του Ενθυμήματα 100 ολόκληρα χρονιά μετά την συγγραφή τους. Και ευτυχώς που υπήρξε και ο Γιάννης Βλαχογιάννης που εξήγησε το δυσνόητο περιεχόμενο τους.
Επομένως ούτε από το "Βλαχοποιμένες", στο οποίο εμπεριέχονται οι Γραικόβλαχοι δηλ. οι σκηνίτες νομάδες Σαρακατσιάνοι, ούτε από το χαρακτηρισμό "βλαχόπουλο", μπορεί να συναχθεί συμπέρασμα ότι κάποιος που φέρει αυτούς τους χαρακτηρισμούς είναι Βλαχόφωνος Έλληνας.
Ο αρχιτέκτονας αυτών των όρων Νικ. Κασομούλης είναι ξεκάθαρος. Θέλει τους σκηνίτες ποιμένες, όπως ήταν ευρύτατα γνωστοί οι Σαρ. ως "γραικόβλαχους", που μιλούν μόνον την ελληνική γλώσσα, είναι σύμφωνοι ως προς τας έξεις με τους Έλληνες ...διαφέρουν από τους άλλους σκηνίτες τους "ΑλΒανιτόβλαχους". Οι σκηνίτες ποιμένες είναι οι "φερέοικοι" της σελίδας 103 που δεν ταυτίζονται ούτε με τους "βοσκούς χωρικούς" ούτε με τους "διάφορους ποιμένες κατοίκους".
Και έχει κάθε λόγο να τους γνωρίζει καλά. Ως γραμματικός του Νικ. Στουρνάρη έζησε στην περιοχή που έδρασαν οι Σαρακατσιάνοι αρματωλοί και κλέφτες. Και μόνη η παρουσία κοντά στο Νικ. Στουρνάρη του Σαρακατσιάνου Γρηγ. Λιακατά του εξασφάλιζε πλήρη γνώση για τη σαρακατσιάνικη γενιά του.
Ως προς το ότι οι "Γραικόβλαχοι" του Νικ. Κασομούλη δεν έχουν καμία σχέση με τους Βλαχόφωνους Έλληνες ή τους Βλάχους με την ίδια έννοια η πιο ορθή εξήγηση είναι εκείνη του Κ. Φάλταϊτς στο "Ημερολόγιον Ελληνικόν I (1929) σελ. 247 - 251, Σαρακατσάνοι και Βλάχοι". Γράφει λοιπόν ο Φάλταϊτς:
"Πράγματι οι ποιμένες εις την Αττικήν αλλά και εις όλην σχεδόν την Ελλάδα ονομάζονται από τον πολύν κόσμον Βλάχοι ..."
"Όλα σχεδόν τα Βουνά της Στερεάς Ελλάδας, της Θεσσαλίας, της Μακεδονίας, της Ηπείρου, της Θράκης, της Εύβοιας κατέχονται από τους Σαρακατσιάνους νομάδες ποιμένες τους γνωρίζοντας μόνον ελληνικά, και υπερήφανους δια την αρχαιοτάτην ελληνικήν καταγωγήν των. Κατά τας πεποιθήσεις των δεν υπάρχουν άλλοι γνησιότεροι Έλληνες από αυτούς. Οι ίδιοι ευρίσκοντο και εις τα Βουνά της Μικράς Ασίας εις την περιφέρειαν της Βιθυνίας, της Πανόρμου, και νοτιότερον ακόμη. Εις την Αττικήν αποτελούν τον κρίκον τον συνδέοντα από απόψεως γλώσσης τον κατακλυσθέντα από αλβανόφωνους τόπον με τον παλαιότερον ελληνογλωσσισμόν της Αττικής. Οι Αλβανοί οι οποίοι φαίνονται κατελθόντες εις την Αττικήν, την Βοιωτίαν, την Αργολιδοκορινθίαν, την Εύβοιαν από του 1300 (Βλέπε σχετικώς με την κάθοδον των Αλβανών, την μελέτην του Σπ. Λάμπρου: "Η ονοματολογία της Αττικής και η εις την χώραν εποίκησις των Αλβανών". Αθήναι 1896) δεν ήσαν διόλου ποιμένες. Αυτό δύναται να το συνάγη κανείς παρατηρών και σήμερον ακόμη την αποστροφήν την οποίαν οι Αλβανόφωνοι τρέφουν προς την ποιμενικήν ζωήν, μη έχοντες ποίμνια και μη γινόμενοι ποιμένες. Τα Βουνά επομένως της Αττικής, της Βοιωτίας, της Αργολιδοκορινθίας, της Εύβοιας, κατείχοντο έκπαλαι από τους ελληνόγλωσσους ποιμένας, κατά τον ίδιον τρόπον που κατέχονται και τώρα, χωρίς να επηρεάση την κατοχήν των η κάθοδος των αλβανοφώνων γεωργικών πληθυσμών. Δια τους τελευταίους, τα βουνά ήσαν άχρηστα. Από την παρατήρησην αυτήν, την δια πρώτην φοράν εμφανιζόμενην, εξάγεται κατ' ανάγκην το συμπέρασμα ότι ήδη από του 1300 οι ποιμένες ελέγετο κοινώς Βλάχοι και ότι δηλαδή η λέξις εσήμαινεν επάγγελμα και όχι εθνικότητα, αφού ουδέν ίχνος βλαχοφώνων ποιμένων ευρίσκεται εις όλην την Αττικήν, την Αργολιδοκορινθίαν και την ΕύΒοιαν. Το ίδιο συμπέρασμα, εννοείται, εξάγεται και από την παρατήρησην του γεγονότος της ονομασίας των ποιμένων και γενικώς των ορεινών ανθρώπων και εις τα νησιά μας και εις τα οποία δεν φαίνεται ότι επάτησαν πότε Βλαχόφωνοι ποιμένες, και εις πολλά ακόμη μέρη της Μ. Ασίας, εις Βλάχους.
Η Πίνδος είναι, ως γνωστόν, η πατρίς και η μεγάλη εστία των βλαχοφώνων Ελλήνων, οι οποίοι τόσα από αμνημονεύτων χρόνων προσέφεραν εις την εθνική μας υπόθεσιν. Το Μέτσοβο, το Συρράκο, οι Καλαρρύται, η Σαμαρίνα, τα ορεινά χωριά του Ασπροποτάμου είναι Βλαχοχώρια τα οποία έδωσαν εις την Ελλάδα τον Κωλέτη, τον Ζαλοκώστα, τον Αβέρωφ, τον Στουρνάρα, τον Τοσίτσα, τον Κρυστάλλη και ένα αμέτρητον άλλον αριθμόν από μεγάλους ευργέτας, πολεμιστάς, επιστήμονας, τεχνίτας, εμπόρους, απλωθέντας και δράσαντες και δρώντας παντού της γης. Οι κάτοικοι της Πίνδου όμως είναι κυρίως Βλαχόφωνοι, ενώ οι σκηνίται ποιμένες μας οι απλωμένοι εις όλην την Στερεάν Ελλάδα, πλην της Πίνδου, είναι ελληνόφωνοι, μη γνωρίζοντες ούτε μιαν λέξιν από καμμίαν ξένην γλώσσαν. Και όμως και αυτοί δεν λέγονται ολιγότερο Βλάχοι από τους πραγματικούς ας ειπούμε
Βλάχους, τους βλαχοφώνους δηλαδή.
Τα επίθετα Βλάχος, Βλαχόπουλος, Βλαχάκης, Βλαχούσης κ.λπ., τα οποία ασφαλώς ανέρχονται εις πολλάς χιλιάδας δεν είναι επομένως επίθετα δοθέντα εις βλαχόφωνους μόνον, αλλά και επίθετα γενικώς δοθέντα εις τους σκηνίτας ελληνόφωνους ποιμένας μας. Αλλά εις την κοινήν συνείδησιν και κάθε ποιμήν, κάθε τσοπάνος, είτε σκηνίτης είναι αυτός, είτε έχει μόνιμον κατοικίαν, θεωρείται Βλάχος και βλάχος γενικά ονομάζεται. Το πράγμα όμως δεν σταματά έως εδώ. Από τους ποιμένας προχωρούμεν εις τους ορεινούς χωρικούς οι οποίοι ονομάζονται και αυτοί από τους κατοίκους των πόλεων βλάχοι.
Και από τους ορεινούς χωρικούς εις κάθε άτομον γενικώς το οποίον φορεί χωρικήν ενδυμασίαν ή έχει άξεστους τρόπους. Ώστε Βλάχος δεν σημαίνει μόνον ο βλαχόφωνος, αλλά γενικά ο τσοπάνος, ο χωρικός, ο ντυμένος με χωρικά ρούχα και εν συνεχεία ο χωριάτης, ο αγροίκος, ο άξεστος, ο άνθρωπος του βουνού. Από τας απέραντους αυτάς σημασίας τα οποίας έχει ο όρος Βλάχος και όχι από τον αριθμόν των βλαχοφώνων είναι λογικόν να σκεφθούμε ότι εδημιουργήθησαν αι χιλιάδες των επιθέτων Βλάχος, Βλαχόπουλος, Βλαχάκης κ.λπ. Το πράγμα αυτό έχει μεγάλην σημασίαν δια την κατανόησιν ορισμένων σημείων της ιστορίας μας. Και όχι μόνον αυτό. Και τον ίδιον τρόπον είναι λογικόν να σκεφτεί κανείς ότι αφού η λέξις Βλάχος είναι γνωστή εις όλην την Ελλάδα και την Μικράν Ασίαν, ως σημαίνουσα τον τσοπάνον ή τον χωριάτην, από την έννοια αυτήν προήλθε και ο όρος Βλάχος, και όχι αντιστρόφως.
Αν όλοι οι βλαχόφωνοι ήσαν ποιμένες θα εδικαιούμεθα βέβαια να ειπούμε από αυτούς κάθε ποιμένα βλάχον. Αλλά εις την πραγματικότητα δεν είναι έτσι. Όσο και αν γράφουν οι συγγραφείς οι ασχοληθέντες με τους Βλάχους ή ΚουτσόΒλαχους της Ελλάδος ότι είναι νομάδες κτηνοτρόφοι, οι Έλληνες Βλάχοι εξακολουθούν να είναι πρώτον τεχνίται και έμποροι και επιστήμονες και κατόπιν ποιμένες - όχι όμως νομάδες - και αγωγιάται.
Τα βλαχόφωνα χωριά της Ελλάδος είναι κυρίως χωριά τεχνητών και μαστόρων παντός είδους, υφαντουργών, χρυσικών, κτιστών, ξυλουργών, αγιογράφων, ορειχαλκουργών, σαμαράδων, σκαλιστών, μαχαιροποιών, βαρελοποιών, εμπόρων και επιστημόνων. Κατόπιν κατά μιαν σεβαστήν αναλογίαν προβατοτρόφων. Είναι πιθανόν επομένως ότι από τον γενικόν όρον Βλάχος τον σημαίνοντα, κατά την άποψιν μας τον ποιμένα, ενετοπίσθη ειδικότερον ο όρος εις τους λατινοφώνους ποιμένας και κατάντησε Βαθμηδόν εθνολογικόν όνομα της φυλής.
Το ρήμα βληχάομαι - ώμαι που σημαίνει Βελάζω, το ουσιαστικόν βληχάς που σημαίνει το Βελάζον πρόΒατον, τα βληχή, βλήχημα και βληχηθμός που σημαίνουν το Βέλασμα των προβάτων. Ο όρος τέλος βληχητά που τίθεται αντί πρόβατα (Αιλιανού Ζ, ιστ,ε), όπως σφαχτά, καματερά, κάνει να αναζητήσωμεν το έτυμον της λέξεως Βλάχος εις το Βέλασμα των προβάτων και εις αυτά τα πρόβατα.
Αλλά έπειτα από όσα διεσαφηνίσθησαν εδώ περί της γενικότητας του όρου Βλάχος αποδιδόμενου τόσον εις τους ελληνόφωνους όσο και εις τους λατινόφωνους ορεσίβιους και ποιμένας και σημαίνοντας επάγγελμα και ορεινήν ή αγροίκον προέλευσιν και όχι ιδαίτεραν εθνικότητα όχι tort αλλά δικαιότατα ο Παχυμέρης τονίζει ότιΜεγαλοΒλαχίται αυτοί ήσαν Έλληνες την καταγωγήν και το όνομα, απόγονοι των στρατιωτών του Αχιλλέως. Ήσαν και αυτοί με την σειράν των οι πρόγονοι των σημερινών Σαρακατσάνων των κατ' εξοχήν Δωριέων, των καυχωμένων δια την αρχαιοτάτην και γνησιοτάτην ελληνικήν καταγωγήν των, τους οποίους ο κόσμος σχεδόν μόνον με το όνομα Βλάχος αποκαλεί.
Το ζήτημα της καταγωγής των Βλαχοφώνων κατοίκων της νοτίου Βαλκανικής δεν ενδιαφέρει την παρούσαν μελέτην. Εκείνο το οποίον ερευνάται εδώ είναι το γεγονός ότι εις την κοινήν ελληνικήν συνείδησιν από απροσδιορίστου παρόδου ετών η λέξις Βλάχος σημαίνει πρώτα - πρώτα τον ποιμένα τον ορεσίβιον και αγροίκον, τον ρωμαλέον, χωρικόν κατόπιν. Η λέξις επομένως πολύ Βραδύτερον κατάντησε να σημαίνη και μιαν ωρισμένην φυλήν ή ένα ωρισμένον λαόν, τον λεγόμενον Βλάχικον.
Απ' όσα έχουν εκτεθεί μέχρι τώρα συνάγεται το ασφαλές συμπέρασμα ότι ο χαρακτηρισμός κάποιου ως Βλάχου ή βλαχόπουλου ή Βλαχοποιμένα κατά την προ του 1821 αλλά και μετά την μέχρι του τέλους του 19ου αιώνα περίοδο δεν σήμαινε μόνον τον Βλαχόφωνο Έλληνα. Περιλάμβανε κάθε ορεσίβιο κτηνοτρόφο, σκηνίτη, ανέστιο, άπολη, φερέοικο, νομάδα ή ημινομάδα ποιμένα, που λόγω του κτηνοτροφικού του επαγγέλματος όργωνε τα βουνά της πατρίδας μας αναζητώντας την πράσινη χλόη για τα ζώα του.
Βλάχοι λοιπόν, κατά το ορθό περιεχόμενο της έννοιας αυτής, είναι και οι Βλαχόφωνοι κουτσόβλαχοι και οι Βλαχόφωνοι Αρβαντόβλαχοι, αλλά και οι ελληνόγλωσσοι γραικόβλαχοι, οι Σαρακατσιάνοι δηλαδή.
Η συναγωγή οποιουδήποτε άλλου συμπεράσματος αγνοεί την πραγματικότητα και αδικεί την αλήθεια.
Ως προς δε τον χρονικό περιορισμό, που έθεσα πιο πάνω για το πραγματικό περιεχόμενο της έννοιας Βλάχος μέχρι του τέλους του 19ου αιώνα, το έπραξα γιατί στην τελευταία 20ετια αυτού του αιώνα και στις αρχές μέχρι τα μέσα του 20ου ξένες εθνικές προπαγάνδες επιδίωξαν να εκμεταλλευτούν το λατινογενές γλωσσικό ιδίωμα των Βλαχοφώνων Ελλήνων και να δημιουργήσουν πρόβλημα δικής τους μειονότητας στην Ελλάδα περιόρισαν το περιεχόμενο αυτής της έννοιας μόνο στους βλαχόφωνους, τους οποίους ήθελαν και μη Έλληνες. Την απάντηση Βεβαίως την έλαβαν από τους ίδιους τους βλαχόφωνους Έλληνες. Ταλαιπώρησαν όμως την πατρίδα μας αρκετά με την εκμετάλλευση της ανάγκης της να τους προσεταιρισθεί στον αγώνα της για τη εδαφική της ολοκλήρωση. Και ακριβώς λόγω αυτής της τροπής που έλαβαν τα πράγματα κατ' αυτή την 50ετία περίπου επιχειρήθηκε η αλλοίωση της πραγματικής έννοιας "Βλάχος", όπως την εννοούσαν όλοι οι Έλληνες!!
Ο ίδιος ο Νίκος Μέρτζος στους Αρμάνους - Βλάχους του σελ. 30 γράφει ότι: "Στην τρέχουσα νεοελληνική βλάχος σημαίνει συλλήβδην τσοπάνος, κτηνοτρόφος, άξεστος, χωριάτης, αλλά και Βλαχόφωνος".
Δηλαδή και ο ίδιος δέχεται ότι υπό την έννοια Βλάχος ή βλαχόπουλο δεν υποκρύπτεται μόνο ο βλαχόφωνος Έλληνας, αλλά και ο τσοπάνος, ο κτηνοτρόφος, ο άξεστος, ο χωριάτης. Άρα και ο σαρακατσιάνος κτηνοτρόφος, ο σαρακατσιάνος τσοπάνος, ο σκηνίτης, ο ορεσίβιος νομάδας. Παρά την παραδοχή του όμως αυτή το βλάχος και το βλαχόπουλο το διαφυλάσσει μόνο για τους βλαχόφωνους ήρωες του 1821 και χαρακτηρίζει ως Βλαχόφωνους όλους όσους φέρουν αυτόν τον χαρακτηρισμό!!
Ο περιορισμός του ότι αυτή είναι η έννοια του Βλάχου στην "τρέχουσα νεοελληνική" δεν ισχύει Βέβαια, αφού όπως ανωτέρω αναφέρεται τουλάχιστον προ 1000 ετών η Άννα η Κομνηνή ονομάζει βλάχους όσους ακολουθούσαν τον νομαδικό Βίο.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ: Είναι παντελώς εσφαλμένη η άποψη ότι υπό την έννοια "Βλάχος" ή "Βλαχόπουλο" νοείται μόνο ο Βλαχόφωνος Έλληνας. Το ορθό είναι ότι νοείται ο ορεσίβιος, κτηνοτρόφος, σκηνίτης νομάς ή ημινομάς, χωρικός ή συνεχώς μετακινούμενος κτηνοτρόφος.
Από το βιβλίο του Νίκου Κατσαρού, «Σαρακατσιάνοι και Αρμάνοι – Οι Βλάχοι»