Στη σελίδα 57 του ανωτέρω έργου ο Νίκος Μέρτζος γράφει:
"Ο γραμματικός του Γέρου (του Μοριά) Φωτάκος γράφει στα απομνημονεύματα του ότι "οι πολεμισταί τούτου (του Κολοκοτρώνη) ήσαν κατά το πλείστον τζιομπάνοι από τις φάρες των Βλαχοποιμένων, που ελέγοντο και σκηνίτες και ήσαν Ρουμελιώται, οι οποίοι εγεννήθησαν εις την Πελοπόννησον, έζων κατά γενεάς και ευρέθησαν εκεί κατά την επανάστασιν".
Και συνεχίζει ο Νικ. Μέρτζος: "Επομένως είναι ψευδής η εντύπωση ότι στην Πελοπόννησο οι ονομαζόμενοι βλάχοι ήσαν αποκλειστικά ελληνόφωνοι ποιμένες και δεν πρέπει να συγχέονται με τους Λατινόφωνους Βλάχους που δεν υπήρχαν εκεί ποτέ".
Η Σαρακατσιάνικη παράδοση όμως, που επιβεβαιώνεται από άλλα αδιάσειστα στοιχεία, τα οποία αναφέρονται στη συνέχεια, ονομάζει Ρουμελιώτες τους Σαρακατσιάνους της Πελοποννήσου. Όπως ονομάζει Πολίτες τους Σαρακατσιάνους της Θράκης, που ξεχείμαζαν στην Πόλη (Κων/λη), Χασανδρινούς τους Σαρακατσιάνους που ξεχείμαζαν στην Κασσάνδρα της Χαλκιδικής, Βουλγαρινούς όσους παραχείμαζαν στη Βουλγαρία, Σερμπιάνους όσους παραχείμαζαν στη Σερβία, Μωραϊτες όσους παραχείμαζαν κάτω από τη Θεσσαλία, Ηπειρώτες τους Σαρ. της Ηπείρου.
Εξεταζόμενη όμως και αναλυόμενη με προσοχή η ανωτέρω φράση του Φωτάκου οδηγεί στο συμπέρασμα ότι εννοεί του Σαρακατσιάνους της Πελοποννήσου, που ήλθαν παλαιότερα από τη
Ρούμελη και εγκαταστάθηκαν μόνιμα εκεί. Αυτοί οι Σαρακατσιάνοι ήταν αρχικά σκηνίτες, αφού μοίραζαν τη διαμονή τους σε ξεκαλοκαιριά και στα χειμαδιά. "Σκηνίτες" άλωστε ονόμαζαν οι Σαρακατσιάνοι τους εαυτούς τους προτού τους κολλήσουν το παρατσούκλι "Καρακατσιάνοι", που εξελίχθηκε σε Σαρακατσιάνοι. Ήταν κατά τον Φωτάκο "τζιομπάνοι" δηλαδή αποκλειστικά κτηνοτρόφοι και ειδικότερα αιγοπροβατοτρόφοι. Προερχόταν "από τις φάρες των Βλαχοποιμένων" και αναλύθηκε πιο πάνω αυτή η έννοια. Είναι οι Αρβαντόβλαχοι και οι Γραικόβλαχοι ή Ελληνόβλαχοι των Ν. Κασομούλη - Γιάν. Βλαχογιάννη. Και Γραικόβλαχοι ή Ελληνόβλαχοι ήταν μόνο οι Σαρακατσάνοι, που μιλούσαν μόνο Ελληνικά. "Εζων κατά γενεάς" στο τσελιγκάτο και τη στάνη του, που είχε μέλη του τον τσέλιγκα και τα αδελφοξάδελφά του, 5 έως 10 με 15 οικογένειες συνήθως. Ξένοι στο τσελιγκάτο ήταν, σπάνια όμως, κάποιοι σμιχτές για να καλυφθεί ή βοσκοϊκανότητα του λειβαδιού και οι βοσκοί. Αυτό ασφαλώς είναι το νόημα του "έζων κατά γενεάς" του Φωτάκου.
Το "βλαχοποιμένες" απαντάται και στους "ΒΙΟΥΣ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΙΩΝ ΑΝΔΡΩΝ και έξωθεν εις την Πελοπόννησον ελθόντων κληρικών, στρατιωτικών και πολιτικών των αγωνισαμένων τον αγώνα της Επαναστάσεως" του ίδιου υπασπιστή του Θ. Κολοκοτρώνη Φ. Φωτάκου (Έκδοσ. 1888). Εκεί στις σελίδες 289-291 και με τίτλο "ΒΛΑΧΟΠΟΙΜΕΝΕΣ" αναφέρεται σε 20 επώνυμα πολλών οικογενειών οι οποίες "έφεραν τα πρόβατα των πλησίον των πολέμων και εις τας πολιορκίας εχρησίμευσαν και αυτοί ως και οι Πελοπονήσσιοι" ή "προσέτι συνεισέφεραν και τα πρόβατα των προς τροφήν των στρατιωτών και ως και οι λοιποί Πελοπονήσσιοι ή "τα δε πρόβατα των τα εμέσασαν (δηλ. τα έφτασαν στη μέση, τα έφαγαν οι στρατιώτες και έμειναν τα μισά από αυτά) οι στρατιώται, τα οποία όμως αυθορμήτως έδωκαν ή συνεισέφερον κατά την αναλογίαν των και πολλά πρόβατα προς τροφήν των στρατιωτών."
Στη συνέχεια τον Δημ. Μπούτο τον αποκαλεί "βλαχοποιμένα". Ως "Βλαχοποιμένες" αναφέρει στη συνέχεια και τους Μαμαλαίους. Ως Βλαχοποιμένες αναφέρονται και οι Μακρυγιανναίοι, Λαυδαίοι, Κουτουλαίοι, Ραπταίοι, Καπλάνης, Τσόλης, Σαρανταυγαίοι, Παπουτσαίοι, ΚαλυΒαίοι, Φραγκογιανναίοι, Κορδυλαίοι, Χαναίοι, Κοτσαλαίοι, Ραφτομήτρος, Λύγκας και Καψής.
Όλοι αυτοί που φέρουν γνωστά Σαρακατσιάνικα επώνυμα, που συναντώνται στους Σαρακατσιάνους ολόκληρης της Ελλάδας και των άλλων βαλκανικών χωρών, ιδίως της Βουλγαρίας, είναι καταγραμμένοι ως Ρουμελιώτες Σαρακατσιαναίοι από την Αγγελική Χατζημιχάλη στον Α' τόμο, α' μέρος σελ. 5-9 του ειδικού μέρους του που παραθέτει τα ονόματα, τις οικογένειες, τα τσελιγκάτα και τους τόπους διαμονής των Σαρακατσαναίων.
Οι Βλαχοποιμένες λοιπόν του Φ. Φωτάκου με τα γνωστά σαρακατσιάνικα επώνυμα τους, μερικά από τα οποία είναι σπάνια, μη απαντώμενα σ' άλλα ελληνικά φύλλα (Σαρανταυγάς, Κορδύλας, Κοτσαλής), είναι οι Ρουμελιώτες Σαρακατσιάνοι της Αγγελικής Χατζημιχάλη, που βρήκε και κατέγραψε εκείνη στη δεκαετία του 1940 με τα ίδια επώνυμα τους.
Επομένως το "βλαχοποιμένες" προσιδιάζει στους Σαρακατσιάνους.
Για όλα αυτά και για όσα θα ακολουθήσουν στη συνέχεια δεν συμφωνώ με το συμπέρασμα του Νίκου Μέρτζου. Ναι οι σκηνίτες, οι Ρουμελιώτες, οι τζιομπάνοι από τις φάρες των Βλαχοποιμένων, που έζων κατά γενεάς, ήταν Σαρακατσιάνοι.
Το συμπέρασμα αυτό επιβεβαιώνεται και από τα εξής:
Για τους Σαρακατσιάνους κατοίκους της Πελοποννήσου έχουμε δύο αξιόπιστες απογραφές. Εκείνη του Δ. Συράκη, που δημοσιεύεται στη μελέτη του "Η νομαδική κτηνοτροφία εν Ελλάδι" Γεωργικόν Δελτίον 12 σελ. 659 και 772-777. Σύμφωνα με αυτή στην Πελοπόννησο διέμεναν 1390 οικογένειες Σαρακατσιάνικες. Η απογραφή αυτή του Γενικού Επιθεωρητή Γεωργίας έγινε το 1923· Η δεύτερη είναι της Αγγελικής Χατζημιχάλη. Δημοσιεύεται στους "ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΟΥΣ" της που εκδόθηκαν το 1956. Κατ' αυτήν οι Σαρακατσιάνικες οικογένειες της Πελοποννήσου ανέρχονται σε 355. Η Αγγελική Χατζημιχάλη όμως δέχεται ως ακριβέστερη τη στατιστική του Α. Συράκη, "γιατί η δική μας συνάντησε πολλές δυσκολίες και πρέπει να θεωρηθεί ελλιπής" (σελ.νβ').
Οι περισσότεροι Σαρακατσάνοι της Πελοποννήσου στο μεταξύ δηλαδή μέχρι της απογραφής τους από την Αγγ. Χατζημιχάλη μετά 20 χρόνια, έχουν εγκατασταθεί γύρω σε χωριά ή πόλεις ως γεωργοκτηνοτρόφοι, έχουν δικό τους σπίτι, χωράφια, αμπέλια, κήπους, δένδρα και δεν ομολογούν πως είναι Σαρακατσιάνοι. Η κατάσταση αυτή είναι η σοβαρότερη εξήγηση για την αριθμιτική διαφορά ανάμεσα στις δύο στατιστικές. Η δε μη ομολογία της Σαρακατσιάνικης καταγωγής τους είναι επανάληψη του φαινομένου με τους Σαρακατσιάνους της Αττικής. Η απογραφή όμως αυτή της Αγγ. Χατζημιχάλη έχει ένα άλλο πλεονέκτημα. Αναφέρει τα ονοματεπώνυμα των Σαρακατσιαναίων της Πελοποννήσου και το όρος στο οποίο ξεκαλοκαίριαζαν. Στο Παναχαϊκό (40 οικογένειες - 11.800 αιγοπρόβατα) και το χειμώνα σε 10 χειμαδιά (Καβάσιλα, Γαστούνη, Ανδραβίδα, Βαρθολομιό, Παλ. Μανωλάδα, Λάκκα Ηλείας, Κάτω Αχαΐα, Μερτικέϊκα Αχαΐας). Στο Χελμό (Αοράνια) Αιγιαλείας ξεκαλοκαίριαζαν 74 οικογένειες με 21.190 αιγοπρόβατα και το χειμώνα σε 40 χειμαδιά, τα οποία και αναφέρει. Στο όρος Κυλλήνη (Ζήρια) Κορίνθου ξεκαλοκαίριαζαν 241 οικογένειες με 37-780 αιγοπρόβατα. Τον χειμώνα διέμεναν σε 28 χειμαδιά. Οι οικογένειες αυτές αποτελούσαν 174 τσελιγκάτα και είχαν συνολικά 70.700 αιγοπρόβατα.
Ο J. Cuijic αναφέρει ότι οι "Αρομούνοι νομαδεύουν ίσαμε τα βουνά της Πελοποννήσου". Η Αγγ. Χατζημιχάλη δεν δέχεται αυτή τη γνώμη, υποστηρίζει ότι ο Cuijic τους συγχέει με τους Σαρακατσιάνους, διότι όπως γράφει (σελ. 4Θ') "οι λεγόμενοι Κουτσόβλαχοι δεν πάτησαν ποτέ στην Πελοπόννησο παρά μόνον οι Σαρακατσιάνοι". Και είναι αυτό ορθό και για τον εξής λόγο: Οι θερινοί μόνιμοι τόποι της εγκατάστασης των ημινομάδων Κουτσοβλάχων βρίσκονται όλοι στη Μακεδονία (Κεντρική και Δυτική κυρίως Μακεδονία) και εν μέρει στη γειτνιάζουσα με την Δυτική Μακεδονία Θεσσαλία και Ήπειρο (Ασπροπόταμος - Μέτσοβο κ.λ.π). Το σταθερό ξεκαλοκαίριασμά τους στις περιοχές αυτές της Μακεδονίας, της Θεσσαλίας και στο Ανατολικό άκρο της Ηπείρου στα όρια της προς τη Θεσσαλία και τη Δυτική Μακεδονία δεν τους επέτρεπαν, όσους ήταν κτηνοτρόφοι, λόγω μεγάλων αποστάσεων να φθάσουν για ξεκαλοκαίριασμα στα βουνά της Πελοποννήσου. Όσοι δε ήταν αγωγιάτες, το δεύτερο από τα κύρια κουτσοβλάχικα επαγγέλματα, όδευαν προς τις χώρες της Βαλκανικής και της Κεντρικής Ευρώπης, με τις οποίες διεξήγετο το εμπόριο των μεταφερομένων εμπορευμάτων. Στις χώρες αυτές πλούτισαν όλοι οι Βλάχοι-Αρμάνοι κα έγιναν οι μεγάλοι ευεργέτες της πατρίδας μας. Κανένας από αυτούς δεν είναι Πελοποννήσιος ή δεν πλούτισε στην Πελοπόννησο. Ούτε πιστεύω, "η αρειμάνια, παράδοση" πρέπει να διασώζει κάποιους δεσμούς, κάποιες σχέσεις, κάποιες συναλλαγές των Αρμάνων με την Πελοπόννησο. Και αναμφίβολα δεν είναι πειστικό επιχείρημα το επικαλούμενο ότι κάποιος που λεγόταν Βλάχος ή μίλησε στα Βλάχικα, άρα ήταν Βλαχόφωνος, όταν οι λέξεις αυτές έχουν κοινωνική και όχι εθνική σημασία και όταν και τα παλιά σαρακατσιάνικα δεν ήταν κατανοητά από τους κατοίκους των χωριών και των πόλεων όπως τα μιλούσαν εκείνα τα χρόνια οι Σαρακατσιάνοι, Βλάχοι για τους Πελοποννησίους. Ήταν ένα γλωσσικό ιδίωμα άγνωστο στους ντόπιους, που ήταν φυσικό αφού τα μιλούσαν οι Βλάχοι-Σαρακατσάνοι, να τα λένε οι ντόπιοι "Βλάχικα". Και εδώ ένα παράδειγμα είναι πολύ χαρακτηριστικό. Φιλοξενήσαμε προ 12 ετών στις κατασκηνώσεις της Χριστιανικής Εστίας Λαρίσης 200 σαρακατσανάκια από τη Βουλγαρία. Οι περισσότεροι ομαδάρχες τους που ζούσαν στην Ελλάδα και το υπόλοιπο προσωπικό δεν καταλάβαιναν τη γλώσσα τους. Αναγκάσθηκα να μείνω τρείς μέρες και να κάνω το διερμηνέα. Μιλούσαν τα Σαρακατσιάνικα όπως τα μιλούσαν οι Σαρακατσιάνοι της Ελλάδος προ 100-150 ετών. Το ξένο περιβάλλον της Βουλγαρίας στο οποίο ζούσαν και η κλειστή σαρακατσιάνικη οικογένεια δεν επέτρεψε την εξέλιξη της γλώσσας. "Βλάχικα" και ακατανόητα για τους πεδινούς και τους ντόπιους Πελοποννήσιους ήταν και τα Σαρακατσιάνικα επομένως.
Ο Γ. Τερτσέτης γράφει ότι ο Θ. Κολοκοτρώνης: "εγνώριζε και ομιλούσε εις τους εντοπίους την γλώσσα των". Επίσης ο ίδιος στην "Απολογία" του σελ.358) αναφέρει ότι μια από τις κατηγορίες που εκτόξευσαν εναντίον του Γέρου του Μοριά οι κατήγοροι του, ήταν ότι "εκήρηττε δια επτά χρόνους ασυδοσίαν εις τους Βλάχους".
Κατά τον ιστορικό Φρατζή "ο λαός της Πελοποννήσου τον αποκαλούσε Βλαχοβασιλιά" και κατά τον ίδιο "ο Γιουσούιρ Πασάς των Πατρών έλεγε πως αντίπαλοι του ήσαν οι Βλάχοι". Ο ίδιος ο Κολοκοτρώνης στη "Διήγηση Συμβάντων της Ελληνικής φυλής από το 1770 έως το 1836 Αθήνα 1846", στα "Απομνημονεύματα του δηλαδή γράφει για μια επιχείρηση του: "τότενες τα χωριά, τα Βλαχοχώρια έλειπαν στα χειμαδιά και δεν ήταν άνθρωποι ηύραμε ένα άνθρωπο... (Διηγ. Συμβάντων σελ. 61). Ο Φιλήμων γράφει: "Ο Γέρος του Μοριά έσχεν εκτεταμένην συγγένειαν εν τη επαρχία και επιρροήν ιδίαν εκεί επί των Βλαχοποιμένων ταύτης".
Από τις φράσεις αυτές επιχειρούν μερικοί, που έχουν μάλιστα βαφτίσει Βλάχους, με την έννοια Βλαχόφωνους Έλληνες, όλους σχεδόν και αγωνιστές του 1821 και όλους τους σημαίνοντες έλληνες της προεπαναστατικής και της μετεπαναστατικής Ελλάδας, να αποδείξουν ότι στα βλαχοχώρια της Πελοποννήσου κατοικούσαν, Βλαχόφωνοι έλληνες και Βλαχόφωνος ήταν και ο Θ. Κολοκοτρώνης.
Η αντίληψη αυτή πρώτα έρχεται σε πλήρη αντίθεση με όσα πιο πάνω αναφέρθηκαν, με τις στατιστικές του Δ. Συράκη και της Αγγ. Χατζημιχάλη, με τα "Αγροτικά" του Καραβίδα, με όσα υποστηρίζονται στην Καρυά Κορινθίας, όπως θα δούμε στη συνέχεια και κυρίως με τα Σαρακατσιάνικα ονόματα που καταγράφονται και για τα οποία έγινε ήδη λόγος.
Αλλά και περαιτέρω: Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης στα Απομνημονεύματα του πουθενά δεν αναφέρεται στη βλαχόφωνη "καταγωγή" που του αποδίδεται. Υπό την έννοια "βλάχοι" με την κοινωνική της σημασία περιλαμβάνονται όλοι οι ορεσίβιοι, σκηνίτες, νομάδες, χωρικοί κάτοικοι της Ελλάδος. Και εδώ πρέπει να επισημανθεί ότι οι ίδιοι οι Κουτσόβλαχοι της Ελλάδας ονομάζουν εαυτούς "Αρμάνους" και αυτή η λέξη δεν απαντάται πουθενά στην Πελοπόννησο. Οι "Βλάχοι" της Πελοποννήσου από την ανωτέρω φράση του ίδιου του Κολοκοτρώνη ("τότενες τα χωριά....) ήταν κτηνοτρόφοι, σκηνίτες ασφαλώς, που το χειμώνα κατέβαιναν στα χειμαδιά. Ήταν ασφαλώς και χωρίς αμφιβολία οι Σαρακατσιάνοι σκηνίτες νομάδες των στατιστικών του Δ. Συράκη και τα τσελιγκάτα που περιγράφει και κατονομάζει η Αγγ. Χατζημιχάλη και ο Καραβίδας. Την αλήθεια αυτή δεν την αποκλείει και η αναφορά στους "Βλαχοποιμένες". Αντίθετα την επιβεβαιώνει, αφού στη γενικότερη αυτή έννοια εμπεριέχεται και το "Γραικόβλαχοι" ή "Ελληνόβλαχοι", που με κάθε Βεβαιότητα αναφέρεται στους Σαρακατσιάνους, όπως διευκρινίζει ο δημιουργός αυτής της έννοιας Νικ. Κασομούλης. Αν ήταν Βλαχόφωνος ο Κολοκοτρώνης δεν θα έλεγε "τότενες" στην ανωτέρω φράση. Θα έλεγε "αντούμσι". Έτσι λέγεται το τότε στα Βλάχικα. Ούτε από το ότι ο Θ. Κολοκοτρώνης "εγνώριζε και ομιλούσε" τη γλώσσα των εντοπίων χωρικών συνάγεται το συμπέρασμα περί Βλαχόφωνης καταγωγής και εκείνου και των ντόπιων. Εννοείται μ' αυτή τη φράση προφανώς ότι είχε τον τρόπο και ήξερε να πλησιάσει τους Βλαχοποιμένες και να ανοίξει συζήτηση μαζί τους. Η γλώσσα όμως αυτή μπορεί να ήταν και το γλωσσικό ιδίωμα των Σαρακατσιάνων, που κι αυτό, ιδιαίτερα εκείνη την εποχή ήταν δυσνόητο και πολύ δύσκολο για τους ντόπιους. Ως προς δε το "εκτεταμένην συγγένειαν και επιρροήν" του Θ. Κολοκοτρώνη προς τους Βλαχοποιμένες είναι προφανές ότι νοείται η στενή σχέση φιλίας και εμπιστοσύνης με τους Βλαχοποιμένες. Και σε εκδηλώσεις τέτοιων συναισθημάτων ήταν αναμφισβήτητα πρωταγωνιστές οι Σαρακατσιάνοι. Μια ματιά σε όσα γράφονται για τον Μακεδονικό αγώνα και την απεριόριστη εμπιστοσύνη των Ελλήνων ανταρτών προς τους Σαρ. το επιβεβαιώνει. Αλλά και εκτός από αυτά δεν μπορεί να αγνοηθεί η επιστολή του Χρ. Α. Στασινόπουλου, που δημοσιεύθηκε στην ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ της 26-3-1993· Ο Πρόεδρος αυτός του Συνδέσμου Ιστορικών Συγγραφέων, που υποστηρίζει ότι είναι τρισέγγονος του Θ. Κολοκοτρώνη, επιβεβαιώνει την μη αρβανίτικη καταγωγή του Γέρου του Μοριά και υποστηρίζει ότι οι Κολοκοτρωναίοι ήταν Βλάχοι, όπως αποκαλούσαν οι Πελοπονήσσιοι τους ορεσίβιους χωρικούς, σίγουρα με την κοινωνική σημασία της λέξης, γιατί στην επιστολή του συνεχίζει γράφοντας" ... που δεν είχαν όμως καμία σχέση με Κουτσόβλαχους, Ρουμανόβλαχους, Αρβανιτόβλαχους."
"Ένα άλλο επιχείρημα για την "Βλαχόφωνη καταγωγή" του Θ. Κολοκοτρώνη και επομένως και τη διαμονή Βλαχόφωνων στην Πελοπόννησο είναι η αναφορά κάποιου συγγραφέα μερικών λέξεων που χρησιμοποιεί ο Θ. Κολ. στη "Διήγηση Συμβάντων" του και οι οποίες κατά τον συγγραφέα αυτό είναι "καθαρά αρμόνικες/ βλάχικες". Οι λέξεις αυτές είναι οι εξής: "αλικώτισε τη βοήθεια (απασχολώ, καθυστερώ), "ράΒες" στα ποδάρια (=πόρπη, κόπτσα), "έντεσε" παλιάνθρωπος (μπλέκω, μπλέξιμο) "εσκαπέτεσαν" με τα μπαϊράκια τους (δύω, δύση, περνώ πίσω από τη ράχη), "ένα κάρτο μακρυά (ένα τέταρτο της ώρας), "ετεμπιχίασα" όλα τα στρατεύματα (=συμβουλεύω, νουθετώ), "να πάνε "σάϊκοι" (γερός, δυνατός, υγιής). Για τις άλλες τέσσερες θα γίνει σχετική έρευνα για να εντοπισθεί, η προέλευση τους.
Η αλίευση εφτά λέξεων, που χρησιμοποίησε ο Κολοκοτρώνης, ο χαρακτηρισμός τους ως αρμάνικων/Βλάχικων και η έμφαση που δίδεται στο γεγονός μαρτυρεί πενία επιχειρημάτων αναμφισβήτητα!!
Αν γίνει μία σύγκριση των εφτά αυτών λέξεων με τις εκατοντάδες λέξεις του σαρακατσιάνικου γλωσσικού ιδιώματος, που χρησιμοποιεί στο ίδιο έργο του ο Κολοκοτρώνης, θα υπάρξει ένα μέτρο της αξιοπιστίας των ισχυρισμών περί βλαχόφωνης καταγωγής του Κολοκοτρώνη.
Προκαλώ το συγγραφέα των εφτά λέξεων να επιχειρήσει την σύγκριση. Και για να τον διευκολύνω τον παραπέμπω στη μελέτη μου "Αρχαιοελληνικές Ρίζες του Σαρακατσιάνικου λόγου" εκδότης Α' μέρους Σιδέρης 1995 και Β' μέρους - Εκδόσεις Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Σαρακατσαναίων 2005 (907 λέξεις του Σαρ. ιδιώματος με την ετυμηγορία τους).
Αλλά και από τις εφτά αυτές λέξεις μερικές έχουν αρχαιοελληνική ρίζα κα για τους υποστηρίζοντες ότι οι Έλληνες βλαχόφωνοι είναι γηγενές ελληνικό φύλλο, που μερικά εκλατινίσθηκε μέσα στην Ελλάδα στα χρόνια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγομαι και εγώ ο ίδιος, δεν είναι περίεργη η χρησιμοποίηση τους και από τους
Βλαχόφωνους Έλληνες, αλλά παράλληλα και από τους λοιπούς Έλληνες.
Το "αλικώτισε" είναι τύπος του ρήματος "αλκοτάω", που χρησιμοποιούν οι Σαρ. με την έννοια απομακρύνω τρομάζοντας κάποιον, απωθώ, παρεμποδίζω και παράγωγο του ομηρικού ρήματος "αλέξω" ή " αλέκω" ή "άλκω" με την ανωτέρω έννοια και του ως δευτέρου συνθετικού του ομηρικού ρήματος "κοτέω-ώ" = τολμώ, οργίζομαι, θυμώνω (Ίδετε Ν. Κατσαρού Αρχαιοελ. Ρίζες του Σαρ. Λόγου - σελ. 57).
Το "έντεσε" με την έννοια έμπλεξε είναι τύπος του ρήματος "ντένω", παράγωγο του αρχαιοελληνικού "αντάω" που σημαίνει απαντώ, συναντώ, πηγαίνω εις απάντηση τινός και με εχθρικό σκοπό (Αρχαιοελ. Ρίζες Β'μέρος σελ. 110).
Το "εσκαπέτεσαν" με την ανωτέρω έννοια είναι παράγωγο του ομηρικού "καπετός" = τάφρος, χάνδαξ, λάκκος, που εξελίχθηκε σε "σκάπετος" και αυτό από το ρήμα "σκάπτω" (Αρχ. Ρίζες Α'μέρος σελ. 143). Αυτός που σκαπετάει εξαφανίζεται, πίσω από τον αυχένα μιας κορυφής ενός βουνού σαν να μπαίνει σε ένα λάκκο, σε μία τρύπα.
Και οι τρεις αυτές λέξεις είναι πολύ συνηθισμένες στους Σαρ.
Η Αγγελική Χατζημιχάλη στο μέρος των ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΩΝ της (τόμος Α, ά μέρος σελ. λβ' και επόμενα) και αναφέρεται στις ΝΟΜΑΔΙΚΕΣ ΜΕΤΑΚΙΝΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΣΡΑΡΑΚΑΤΣΑΝΑΙΩΝ γράφει (σελ. Λδ'):
"Οι Σαρακατσάνοι του Μοριά πάνε μόνο στα βουνά της βόρειας Πελοποννήσου, σ' αυτά που είναι απέναντι από τη νότια Ρούμελη και την Αττική, δηλαδή: στο Παναχαϊκό (Βοϊδά), στα Αροάνια (Χελμός) και στην Κυλλήνη (Ζήρια). Οι ίδιοι ξεχειμωνιάζουν στους κάμπους Αχαΐας, Αιγιαλείας, Αιγίου, Κορινθίας, Μεγαρίδας και πολλοί προχωρούν στην Τροιζηνία, φθάνοντας ίσαμε τον Πόρο. Οι Σαρακατσιάνοι αυτοί, όπως θα δούμε, είναι γνωστοί με την ονομασία Ρουμελιώτες, γιατί όπως επέμεναν και οι ίδιοι, ήρθαν στα Βουνά της Πελοποννήσου από τη Ρούμελη, απ' όπου και κατάγονται. Οι περισσότεροι τους από χρόνια τώρα έχουν μόνιμα εγκατασταθεί σε χωριά της Πελοποννήσου ή έξω απ' αυτά".
Και στη σελ. ογ' γράφει: "έτσι στο Μοριά οι χωρικοί δεν τους γνωρίζουν με την ονομασία Σαρακατσιάνοι, αλλά με την ονομασία Ρουμελιώτες". Οι ίδιοι αναγνωρίζουν ότι ονομάζονται Σαρακατσιάνοι, αλλά και Ρουμελιώτες επιμένοντας πως πατρίδα τους είναι η Ρούμελη απ' όπου για πρώτη φορά ήρθαν στην Αργολιδοκορινθία εδώ και 200 χρόνια. Επίσης και στην Εύβοια τους Σαρ. τους λέγανε παλιότερα Ρούμ. Και στη σημείωση 1 της ίδιας σελίδας: "Οι Στερεοελλαδίτες Σαρακατσιάνοι λένε πως οι δικοί τους που πήγαν στα βουνά του Μωριά, έφυγαν για να χάσουν τα λημέρια τους οι Τούρκοι, που τους κυνηγούσαν. Εξακολουθούσαν όμως να έχουν δεσμούς με τους Σαρακατσάνους της Ρούμελης".
Ο Κ.Δ. Καραβίδας (ΑΓΡΟΤΙΚΑ σ. 54) γράφει: "Στην Πελοπόννησο οι Σαρακατσιάνοι είναι γνωστοί με το κοινό όνομα Ρουμελιώται".
Στην Καρυά Κορινθίας ένα μέρος των κατοίκων της, ίσως το μισό περίπου, είναι Σαρακατσιάνοι. Ο δραστήριος "Εξωραϊστικός πολιτιστικός Σύλλογος Καρυάς Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΗΛΙΑΣ" (φέρει το όνομα του αγίου των Σαρακατσάνων ως ο άγιος των κορυφών των βουνών της πατρίδας μας, εκεί που ζουν και έχουν τα καλύβια τους οι Σαρακατσιάνοι) εκδίδει κάθε χρόνο το βιβλίο "ΚΑΡέΑ".
Γράφει η "ΚΑΡΥΑ" του 1999:
"Η παρουσία των Σαρακατσαναίων στην Κορινθία είναι ένα σημαντικό κεφάλαιο της λαογραφίας και της ιστορίας που δεν έχει τύχει μέχρι τώρα έρευνας ανάλογης με αυτή που αφορά στην παρουσία των Σαρακατσαναίων σε άλλες περιοχές του Ελληνισμού", (σελ. 56).
Αναφερόμενη στη συνέχεια στη Σαρακατσιάνικη γυναικεία φορεσιά την ταυτίζει και στις λεπτομέρειες ακόμη με τη φορεσιά της Βόρειας Πελοποννήσου με εκείνες της Α. Μακεδονίας, της Ηπείρου, της Θεσσαλίας, της Στερεάς, της Αττικής και της Εύβοιας, που όλες χαρακτηρίζονται για τη λιτή απλότητα τους και την οποία φορεσιά διακρίνει από τη φορεσιά των Σαρ. της Κεντρικής και Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης και Α. Ρωμυλίας που έχει διαφορές ...Τη φουστανέλα φόρεσαν και οι Σαρακατσάνοι της Καρυάς ...Οι Σαρ. φορεσιές (που περιγράφονται στην "ΚΑΡΥΑ 1999) φορέθηκαν και μετά τον πόλεμο, τουλάχιστον μέχρι τη δεκαετία του 50 ".
Συγγραφέας των ανωτέρω είναι ο φιλόλογος - λαογράφος και ερευνητής Παν. Χωρικής.
Στην ίδια "ΚΑΡΥΑ 1999" περιγράφεται από τον Παν. Χωρίκη και το "ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΙΚΟ ΚΟΝΑΚΙ" της Καρυάς, το σχήμα του, η κατασκευή του, οι βοηθητικές του κατασκευές, οι επιλεγόμενοι τόποι εγκατάστασης, η εσωτερική του διαρρύθμιση, τα εκτός των καλυβιών αναγκαία παραρτήματα (Βάτρα, φριτζιάτο, καλυΒούλα κ. αλ.), τα απαραίτητα σκεύη (Βαρέλα, σοφράς ή τάβλα, Βούρτσα, και Βουρτσόξυλο, κούτλας, χλιάρια, πηρούλια, φτσέλλες, πινακωτές, καρδάρια με αρβάλι (χερούλι) και άλλα.
Όλα αυτά θυμίζουν σε μένα το Θεσσαλό Σαρακατσιάνο το κονάκι της δικής μου οικογένειας στο οποίο γεννήθηκα και μεγάλωσα μέχρι της αποφοίτησης μου από το Παν/μιο (1937-1959)·
Ο συγγραφέας Παν. Χωρίκης στην από 14-2-2000 επιστολή του που μου απέστειλε, με την ευκαιρία αλληλογραφίας μας για τους Σαρακατσιάνους της Καρυάς, μου γράφει για την Καρυά:
"Η επιθυμία μου να ασχοληθώ με τους Σαρακατσάνους της Κορινθίας είναι παλιά. Αυτή οφείλεται στο γεγονός ότι ενώ υπήρχαν μαρτυρίες για εγκατάσταση Σαρακατσαναίων στην περιοχή, ειδικά στα ορεινά και ημιορεινά, ουδείς αναφερόταν στο θέμα αυτό. Η ανάμνηση της σαρακατσιάνικης καταγωγής, απ' όσο γνωρίζω, υπήρχε και υπάρχει μόνο στην ψυχή κάποιων μεγάλων. Σε άλλον έντονα, σε άλλον αμυδρά. Βλάχους ονόμαζαν τους εαυτούς των οι περισσότεροι και βλάχους τους αποκαλούσαν και οι γηγενείς. Ο όρος Βλάχος, έτσι όπως τίθεται εδώ, εννοεί τον νομάδα, τον κτηνοτρόφο, και όχι το Βλαχόφωνο Έλληνα". Ιδού λοιπόν και μια άμεση μαρτυρία ενός φιλόλογου καθηγητή, που μας μεταφέρει την κοινή γνώμη των κατοίκων της Κορινθίας και ως προς την εγκατάσταση στην περιοχή τους Σαρακατσαναίων, αλλά και ως προς το περιεχόμενο της έννοιας βλάχος στην Κορινθία και κατ' επέκταση σ'όλη την Πελοπόννησο.
Στην "ΚΑΡΥΑ - ΞΥΛΟΚΑΣΤΡΟ 1999" του Πολιτιστικού Συλλόγου Καρυάς δημοσιεύεται όμως και μία άλλη μελέτη για την "ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΚΑΡΥΑΣ" του Καρυώτη Δημ. Λόντου. Ο συγγραφέας πλην άλλων γράφει και τα εξής:
"...η πλειοψηφία των σημερινών Καρυωτών είναι απόγονοι των βλάχων, οι οποίοι πέρασαν ομαδικά στην Πελοπόννησο με τα κοπάδια τους γύρω στο 1690..." Και αφού αποδίδει αυτή την ομαδική μετακίνηση τους από τη Ρούμελη στην Πελοπόννησο στους Βενετούς λόγω ερήμωσης της Πελοποννήσου αποκαλύπτει ότι υπάρχει και "σχετικό φιρμάνι του Σουλτάνου την ίδια εποχή που διατάζει τους Τούρκους κατακτητές της Ρούμελης να φέρονται καλά στους βλάχους για να μην εγκαταλείπουν την επικράτεια του με τα κοπάδια τους". Και εύκολα γίνεται αντιληπτό για να αναγκασθεί ο Σουλτάνος να εκδώσει ένα τέτοιο φιρμάνι πρέπει να αντιμετώπιζε ομαδική φυγή από τη Ρούμελη των κτηνοτρόφων.
Και συνεχίζει ο Δημ. Λιόντος: "Αυτοί οι βλάχοι που εγκαταστάθηκαν στην Καρυά μιλούσαν μόνο ελληνικά και δεν ήταν σκηνίτες...". Αναφέρεται σε κείνους που ήλθαν στην περιοχή της Καρυάς το 1690. Μας δίδει όμως και μια άλλη πληροφορία. Περί το 1800 ήλθαν στη Ζήρεια και αργότερα εγκαταστάθηκαν στην Καρυά και στα Άνω Τρίκαλα και άλλοι βλάχοι. Και αναφέρει και πολλά επώνυμα τόσο των Βλάχων του 1690, όσο και των Βλάχων του 1800, προσθέτοντας ότι: "Όλους αυτούς, οι Καρυώτες σήμερα τους αποκαλούν με το γενικό όνομα Ρουμελιώτες από τον τόπο της καταγωγής τους". Η φυγή από την ηπειρωτική Ελλάδα περί το 1800 συμπίπτει με τον πρώτο διωγμό των Σαρακατσιάνων από τα Βουνά της Ηπείρου και την Πίνδο επί Αλή Πασά μετά το θάνατο του Κατσαντώνη και των αδελφών του (1810-1811)
Και πολλά από τα επώνυμα τους είναι Σαρακατσιάνικα επώνυμα που απαντώνται σε πολλά μέρη της ηπειρωτικής Ελλάδας. Αναφέρω μερικά από αυτά: Γουλής, Χρόνης, Σούρλας, Γόγολας, Κορδαλής, Μαυρονάσιος, Σαρανταυγάς. Και όλα τα επώνυμα που αναφέρονται από τον Δημ. Λιόντο, 31 περίπου, περιέχονται και στη στατιστική της Αγγ. Χατζημιχάλη ως οικογένειες Σαρακατσιάνικων τσελιγκάτων. Αυτή η σύμπτωση των επωνυμιών και στους δύο συγγραφείς και η καταγραφή των βλάχων του Λημ. Λιόντου ως Σαρακατσιάνων από την Αγγελική Χατζημιχάλη, σε συνδυασμό και με την ανωτέρω διαβεβαίωση του Παν. Χωρίκη ότι στην Πελοπόννησο ως Βλάχος νοείται ο νομάδας κτηνοτρόφος και όχι ο Βλαχόφωνος Έλληνας, δεν αφήνει καμία αμφιβολία ότι οι Βλάχοι της Πελοποννήσου, που εγκαταστάθηκαν ως κτηνοτρόφοι σκηνίτες στα ορεινά και ημιορεινά της το 1690 και αργότερα το 1800 είναι οι Σαρακατσιάνοι που ήλθαν από τη Ρούμελη με τα κοπάδια τους και είναι ακόμη και σήμερα γνωστοί ως Ρουμελιώτες!!
Αν ήταν Βλαχόφωνοι θα είχαν μαζί τους και κάποιους αγωγιάτες και κάποιους εμπόρους και κάποιους σαμαράδες. Δεν θα ήταν μόνο κτηνοτρόφοι, όπως αποκλειστικά ήταν οι Σαρακατσιάνοι.
Η Αγγελική Χατζημιχάλη στις καταστάσεις της των σαρακατσιάνικων οικογενειών αναφέρει πολλά επώνυμα, που συμπίπτουν με σαρακατσιάνικα επώνυμα πολλών άλλων περιοχών της πατρίδας μας, κυρίως όμως της Ηπείρου και της Αιτωλοακαρνανίας, ενδεικτικά σημεία της προέλευσης των Σαρακατσιάνων της Πελοποννήσου.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ: Απ' όσα εκτέθηκαν συνάγεται το ασφαλές συμπέρασμα ότι οι Ρουμελιώτες της Πελοποννήσου είναι Σαρακατσιάνοι κτηνοτρόφοι σκηνίτες. Μετώκησαν από τη Ρούμελη και εγκαταστάθηκαν αρχικά στα ορεινά και ημιορεινά τμήματα της τα καλοκαίρια και το χειμώνα στα πεδινά ζεστά λειβάδια της, για να τραπούν στη συνέχεια και προς άλλα επαγγέλματα.
Επίσης συνάγεται σαφώς και χωρίς επιφυλάξεις ότι βλάχοι από τους Πελοποννησίους λέγονται όλοι οι ορεινοί κτηνοτρόφοι της Πελοποννήσου και δεν νοούνται με την έννοια αυτή οι βλαχόφωνοι έλληνες.
Από το βιβλίο του Νίκου Κατσαρού, «Σαρακατσιάνοι και Αρμάνοι – Οι Βλάχοι»