Η τραγωδία στα Τέμπη δεν είναι απλώς μια εθνική πληγή. Είναι ένας ανελέητος καθρέφτης. Μας αναγκάζει να δούμε κατάματα τις παθογένειες του κράτους μας, αλλά και τον τρόπο που ως κοινωνία αντιλαμβανόμαστε την ευθύνη.
Από την πρώτη στιγμή, το πολιτικό σύστημα –και ιδίως η κυβέρνηση– βρέθηκε στο επίκεντρο της οργής. Σα να οδηγούσε ο ίδιος ο Πρωθυπουργός το τρένο. Σα να καθόταν ο ίδιος στον πίνακα ελέγχου του σταθμού Λαρίσης. Η πολιτική ευθύνη είναι βεβαίως αναγκαία και αναπόφευκτη. Όμως, προκαλεί αγανάκτηση η εκκωφαντική σιωπή γύρω από την ευθύνη εκείνων που πραγματικά βρίσκονταν ή θα όφειλαν να βρίσκονται εκεί. Εκείνων που όφειλαν να γνωρίζουν, να προσέχουν, να προλαμβάνουν. Εκείνων που πληρώνονται πλουσιοπάροχα για να κάνουν αυτό που δεν έκαναν.
Η δημόσια διοίκηση στην Ελλάδα πάσχει χρόνια από ένα διαβρωτικό σύνδρομο: την ατιμωρησία. Οι δημόσιοι υπάλληλοι σπάνια αξιολογούνται σοβαρά, σπανιότερα τιμωρούνται, και σχεδόν ποτέ δεν απομακρύνονται, ακόμη και όταν βλάπτουν το δημόσιο συμφέρον. Η μονιμότητα, ένα θεμέλιο της δημοκρατικής διοίκησης, έχει μετατραπεί σε πανοπλία συντεχνιακής ασυδοσίας. Ένα τείχος προστασίας για κάθε αδιάφορο, κάθε ακατάλληλο, ενίοτε και για κάθε επικίνδυνο υπάλληλο.
Και αυτό το σύστημα δεν γεννήθηκε τυχαία. Συντηρήθηκε διαχρονικά από κόμματα που φοβούνταν να συγκρουστούν με τον πυρήνα του πελατειακού κράτους. Κυρίως κόμματα της αντιπολίτευσης, τα οποία -στο όνομα της ισότητας και της «προόδου»- επέλεξαν τη σιωπή και τη συνενοχή.
Είναι κοινό μυστικό πως στο Δημόσιο συχνά τιμωρείται όχι ο αμελής, αλλά ο ευσυνείδητος. Όποιος προσπαθεί να εφαρμόσει κανόνες, να ελέγξει τις παραλείψεις, να επισημάνει τους κινδύνους, στοχοποιείται και απομονώνεται. «Τον τρώνε τα θεσμικά ποντίκια». Αντίθετα, ο αδιάφορος, ο κομματικά «προστατευμένος», επιβιώνει. Προάγεται. Μονιμοποιείται.
Η υπόθεση των Τεμπών ανέδειξε αυτή τη στρεβλή πραγματικότητα με τον πιο φρικτό τρόπο. Και όμως, στο δημόσιο διάλογο κυριαρχεί η επιλεκτική μνήμη. Οι υπάλληλοι του ΟΣΕ, οι σταθμάρχες, οι επόπτες ασφαλείας, τα στελέχη που έφεραν την ευθύνη για την ορθή λειτουργία του σιδηροδρόμου εκείνο το βράδυ, έπαψαν να βρίσκονται στο προσκήνιο. Γιατί άραγε;
Γιατί η αντιπολίτευση, που τόσο εύκολα διακηρύσσει ευαισθησίες, αποφεύγει να αναδείξει τον ρόλο που έπαιξε το σύστημα ατιμωρησίας; Το ίδιο σύστημα που η ίδια – σε μεγάλο βαθμό – στήριξε, ανέχτηκε ή υποδαύλισε;
Η κοινωνία δεν ζητά εκδίκηση. Ζητά αλήθεια και δικαιοσύνη. Και η δικαιοσύνη δεν μπορεί να αποδοθεί κατά το δοκούν. Όπως το κράτος οφείλει να λειτουργεί για όλους, έτσι και η ευθύνη πρέπει να αγγίζει όλους: πολιτικούς, τεχνοκράτες, υπαλλήλους. Όλους όσοι γνώριζαν, παρέβλεψαν ή αμέλησαν.
Η κυβέρνηση οφείλει να επιμείνει στην πλήρη και διαφανή διερεύνηση της υπόθεσης – χωρίς παρεμβάσεις, χωρίς συγκάλυψη, χωρίς σιωπηρά παζάρια. Όπως έπραξε και στην περίπτωση της Χρυσής Αυγής. Παράλληλα, οφείλει να μιλήσει καθαρά και τεκμηριωμένα:
- Τι άλλαξε στον σιδηρόδρομο από τότε;
- Ποια μέτρα έχουν ληφθεί για την εκπαίδευση, την αξιολόγηση και τον έλεγχο προσωπικού;
- Πώς ενισχύεται η τεχνολογική ασφάλεια, η συντήρηση, η λογοδοσία;
Όχι γενικότητες. Όχι συνθήματα. Αλλά στοιχεία, αριθμοί, παραδείγματα. Πραγματική λογοδοσία.
Η τραγωδία των Τεμπών δεν είναι άλλη μια «ιστορική στιγμή». Είναι σεισμική ρωγμή. Αν τη θάψουμε κάτω από τη λάσπη της συνήθειας και της κομματικής σκοπιμότητας, τότε η επόμενη καταστροφή δεν θα είναι ζήτημα αν, αλλά πότε.
Αυτή η χώρα δεν θα αλλάξει όσο θεωρεί το Δημόσιο «ιερό και απαραβίαστο». Ούτε όσο συγχέει τη δημοκρατία με την ατιμωρησία. Η ευθύνη είναι συλλογική. Και η σιωπή, συνενοχή.
Χρήστος Ξηρομερίτης