Κάθε χρόνο, λίγο μετά τις μεγάλες ονομαστικές εορτές, τα πολιτικά γραφεία σε όλη την Ελλάδα κατακλύζουν τα τηλέφωνα. Υπάλληλοι ή συνεργάτες βουλευτών και αιρετών καλούν πολίτες για να μεταφέρουν ευχές εκ μέρους του εκλεγμένου. Η πρακτική αυτή, με ρίζες σε άλλες δεκαετίες, εξακολουθεί να επιβιώνει, παρότι μοιάζει ολοένα και πιο ξένη προς τις σύγχρονες μορφές πολιτικής επικοινωνίας.
Στην ανθρώπινη ιστορία, η «ηλιθιότητα» δεν έλειψε ποτέ. Υπήρχε πάντοτε ένα ποσοστό ανθρώπων με περιορισμένες αντιληπτικές ικανότητες, με αδυναμία κριτικής σκέψης ή με τάση προς επιπόλαιες συμπεριφορές. Η διαφορά δεν βρίσκεται τόσο στην ύπαρξή τους, όσο στον τρόπο με τον οποίο η κοινωνία τους αντιλαμβανόταν και τους τοποθετούσε στο συλλογικό της πλαίσιο. Παλαιότερα, οι κοινωνίες λειτουργούσαν με σαφή ιεραρχία και με αυστηρά φίλτρα διάκρισης. Ο «ηλίθιος» ήταν αναγνωρίσιμος. Δεν είχε φωνή σε σοβαρές αποφάσεις, δεν μπορούσε εύκολα να επηρεάσει τους άλλους και συχνά η θέση του οριζόταν από την κοινότητα.
Ο διευθύνων σύμβουλος της Mercedes-Benz αλλά και πρόεδρος της Ένωσης Ευρωπαίων Κατασκευαστών Αυτοκινήτων (ACEA), έστειλε επιστολή στην πρόεδρο της Κομισιόν, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, υποστηρίζοντας ότι η απόφαση για κατάργηση των κινητήρων εσωτερικής καύσης έως το 2035 είναι «πλέον ανέφικτη». «Μας ζητούν να μετασχηματιστούμε με τα χέρια δεμένα», σημειώνει χαρακτηριστικά. Γι’ αυτό ζητά περισσότερα κίνητρα από τις κυβερνήσεις, όπως φθηνότερο ηλεκτρικό ρεύμα για φόρτιση, επιδοτήσεις αγοράς, φοροελαφρύνσεις και προνομιακή πρόσβαση στα αστικά κέντρα για τα ηλεκτρικά οχήματα.
Όταν ο νόμος τιμωρεί χωρίς να εξετάζει
Ένα ακόμη τροχαίο δυστύχημα ήρθε να προστεθεί στον μακρύ κατάλογο των περιστατικών που καταγράφονται καθημερινά στους ελληνικούς δρόμους. Αυτή τη φορά, πεζός επιχείρησε να διασχίσει το δρόμο σε σημείο όπου δεν υπήρχε διάβαση, με αποτέλεσμα να παρασυρθεί από διερχόμενο όχημα και να χάσει τη ζωή του. Ο οδηγός συνελήφθη επιτόπου, όπως προβλέπει η νομοθεσία.
Ιστορικοί παραλληλισμοί και σύγχρονες προκλήσεις
Στις αρχές του 20ού αιώνα, η Ευρώπη βίωσε μια βαθιά οικονομική μεταβολή. Η παραδοσιακή κλωστοϋφαντουργία, που για αιώνες στήριξε την ανάπτυξη, άρχισε να φθίνει, καθώς νέες βιομηχανικές δραστηριότητες έπαιρναν τη θέση της. Η «βαριά βιομηχανία», και ιδιαίτερα οι κατασκευές μετάλλου, αποτέλεσαν τον βασικό μοχλό ανάπτυξης για τις ευρωπαϊκές οικονομίες. Όμως, η δυναμική αυτή έφτασε σε κορεσμό ήδη από τη δεκαετία του 1920.
Η στρατηγική στροφή του Βερολίνου, η άνοδος της αμυντικής βιομηχανίας και τι σημαίνουν όλα αυτά για την Ελλάδα.
Με τον Φρίντριχ Μερτς στην Καγκελαρία, η Γερμανία δείχνει έτοιμη να εγκαταλείψει την παραδοσιακή της ουδετερότητα υπέρ μιας πιο ενεργούς στρατηγικής παρουσίας. Ο πόλεμος στην Ουκρανία, η γεωπολιτική αναδιάταξη και η ανάγκη για ευρωπαϊκή αυτονομία καθιστούν τον στρατιωτικό εκσυγχρονισμό επιτακτικό. Τι σημαίνει αυτό για την Ευρώπη και για την Ελλάδα ειδικότερα:
Ποιον Τελικά Πλήττουν οι Ποινές;Οι διεθνείς κυρώσεις υπήρξαν ανέκαθεν ένα εργαλείο πίεσης στα χέρια των μεγάλων δυνάμεων, κυρίως της Δύσης. Στόχος τους είναι η αποσταθεροποίηση ενός καθεστώτος μέσω της δημιουργίας εσωτερικής πίεσης από τον ίδιο τον λαό. Όταν μια χώρα επιβάλλει κυρώσεις, προσβλέπει στο ότι οι πολίτες του αποδέκτη-στόχου θα αποδώσουν ευθύνες στην ηγεσία τους και θα αντιδράσουν.
Όταν η επετηρίδα αντικαθιστά την αξιολόγηση και η ευθύνη εκλείπει από τη διοίκηση
Ένα από τα μεγαλύτερα βαρίδια που συνεχίζει να κρατά την ελληνική δημόσια διοίκηση πίσω, είναι η παγιωμένη κουλτούρα της αναξιοκρατίας. Αντί για ένα λειτουργικό σύστημα βασισμένο σε κριτήρια επάρκειας, ηγετικών ικανοτήτων και αποτελεσματικότητας, το ελληνικό Δημόσιο συνεχίζει, σε μεγάλο βαθμό, να διοικείται με βάση την αρχαιότητα. Το γνωστό και παρωχημένο σύστημα της επετηρίδας.
Η Αποτυχία της Κυκλοφοριακής Πολιτικής στην Ελλάδα
Στην Ελλάδα του 2025, το κυκλοφοριακό χάος παραμένει μια ανοιχτή πληγή. Η οδική ασφάλεια ακροβατεί ανάμεσα στην απουσία ελέγχου και στην αποσπασματική νομοθέτηση, ενώ οι πολίτες συνεχίζουν να θρηνούν θύματα στους δρόμους. Και αντί για λύσεις, η Πολιτεία προτιμά να αυξάνει τα πρόστιμα, λες και το πρόβλημα ήταν οικονομικό και όχι θεσμικό.
Μια πικρή αλήθεια πίσω από την «παράδοση»
Η φέτα αποτελεί ίσως το πιο εμβληματικό ελληνικό τρόφιμο. Όχι απλώς τυρί, αλλά στοιχείο πολιτιστικής ταυτότητας. Από το 2002 φέρει τη σφραγίδα ΠΟΠ (Προστατευόμενη Ονομασία Προέλευσης) της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κάτι που υποτίθεται ότι διασφαλίζει τη γνησιότητά της: Τοπική παραγωγή, παραδοσιακές πρακτικές, αυτόχθονες φυλές, φυσική διατροφή.
Η πραγματικότητα, όμως, είναι λιγότερο «παραδοσιακή» απ’ όσο θα ήθελε ο καταναλωτής να πιστεύει. Κι αυτό που αποκαλύπτεται, γεννά ένα εύλογο ερώτημα: Πόσο «γνήσια» είναι τελικά η φέτα ΠΟΠ που καταναλώνουμε;
Κατά καιρούς ακούω για νέους νόμους που θα «βάλουν τάξη». Για κανόνες που... επιτέλους θα εφαρμοστούν «αυστηρά». Που «δεν θα μείνει τίποτα ίδιο».
Δεν θυμώνω. Δεν ελπίζω. Δεν γελάω. Το μόνο που κάνω είναι να σιωπώ. Με εκείνη τη σιωπή που μόνο η γνώση της πραγματικότητας δικαιολογεί. Γιατί, όσοι ζούμε χρόνια σ’ αυτή τη χώρα, ξέρουμε πια καλά ότι άλλοι είναι οι νόμοι και άλλοι οι τρόποι.
Νόμοι για τη στάθμευση, για το κάπνισμα, για την ανακύκλωση, για την προστασία του δημόσιου χώρου, υπάρχουν. Σελίδες επί σελίδων στο ΦΕΚ. Όμως στην πραγματική ζωή η παρανομία έγινε κανόνας και η νομιμότητα, σχεδόν αφέλεια.
Ένα προσχηματικό προσωπείο για εξοπλιστικά οφέλη;
Τα τελευταία χρόνια, παρατηρήθηκε μια επίπλαστη, κατά τη γνώμη μου, προσπάθεια εκ μέρους της Τουρκίας να προσεγγίσει την Ελλάδα με πιο ήπιους τόνους. Πολιτικές δηλώσεις, δημόσιες τοποθετήσεις περί «αμοιβαίου σεβασμού» και επαφές σε διπλωματικό επίπεδο προβάλλονται συχνά ως δείγμα αλλαγής στάσης. Όμως, όταν κανείς αναλύσει τη συνολική συμπεριφορά της Άγκυρας, δημιουργείται εύλογα το ερώτημα: πρόκειται για ειλικρινή προσπάθεια εξομάλυνσης ή για έναν καλά ενορχηστρωμένο ελιγμό με σκοπό την εξυπηρέτηση άλλων στόχων;
Κάτι έχει σαπίσει μέσα μας
Κάθε φορά που κυκλοφορώ με το αυτοκίνητο -είτε στην πόλη, είτε στην επαρχία βλέπω πινακίδες κυκλοφορίας στραβωμένες, ξεβαμμένες, βανδαλισμένες, καλυμένες ή και εντελώς εξαφανισμένες. Στροφές χωρίς σήμανση. Στοπ που δεν φαίνονται. Πινακίδες περιορισμού ταχύτητας που κάποιος έχει καλύψει με μαύρο σπρέι, ή διαφημιστικά αυτοκόλλητα. Ποιος τις κατέστρεψε; Πότε; Κανείς δεν ξέρει. Και κυρίως: κανείς δεν ασχολείται.
Κι όμως, σύμφωνα με τον νόμο, η καταστροφή πινακίδων ΚΟΚ τιμωρείται με φυλάκιση έως 2 χρόνια. Το γράφει καθαρά. Είναι ποινικό αδίκημα. Αλλά υπάρχει κανείς που να τιμωρήθηκε γι’ αυτό; Όχι. Έψαξα, ρώτησα, διάβασα. Δεν υπάρχει ούτε μία καταγεγραμμένη περίπτωση στην οποία ένας πολίτης τιμωρήθηκε για τέτοια πράξη. Σα να μην έχει συμβεί ποτέ.
Σε υποκατάστημα τράπεζας, πριν μερικά χρόνια. Ουρά, αριθμοί προτεραιότητας, αναμονή. Ο τελευταίος έχει το 145. Κάποιος άγνωστος πλησιάζει και του προσφέρει το 95.
Ευγενική χειρονομία; Μάλλον όχι.
Ο παραλήπτης δεν έχει ζητήσει τίποτα. Δεν προηγήθηκε διάλογος, ούτε βλέμμα. Μόνο μια σιωπηλή παραδοχή εξουσίας: “Μπορώ να στο δώσω, γιατί μπορώ να παρακάμψω τον κανόνα”. Και μαζί, μια άλλη παραδοχή: ότι ο κανόνας είναι εκεί για να αγνοείται όταν δεν μας εξυπηρετεί.
Σε μια τηλεοπτική εμφάνιση, λίγο πριν από τις εκλογές, ένας υποψήφιος βουλευτής χαμογελά αυτάρεσκα στην κάμερα. Δεν δίνει ουσιαστικές απαντήσεις σε ερωτήσεις. Δεν φέρει καμία ιδέα, καμία πρόταση. Αρκείται στην εικόνα του και στις κλισέ απαντήσεις. Η πολιτική εκπροσώπηση μετατρέπεται όλο και πιο συχνά σε καθρέφτη προσωπικής φιλοδοξίας. Και ο καθρέφτης αυτός, στραμμένος προς το κοινό, ζητά επιβεβαίωση. Όχι ευθύνη.
Σε ένα αστυνομικό τμήμα, τα μηχανήματα ελέγχου βρίσκονται κλειδωμένα σε ένα ντουλάπι. Είναι καινούργια, αχρησιμοποίητα, χωρίς σημάδια φθοράς, ούτε καν αφής. Οι αστυνομικοί συνεχίζουν να εργάζονται με παλιά μέσα, όπως έκαναν και χθες. Όχι από αδυναμία, αλλά επειδή έτσι "πρέπει". Επειδή κανείς δεν θέλει να δημιουργήσει την εντύπωση ότι τα πράγματα μπορούν να γίνουν καλύτερα.
Σε άλλη περίπτωση, δίνεται προφορική εντολή να αποφεύγεται η καταγραφή παραβάσεων. Όχι γιατί δεν συμβαίνουν, αλλά γιατί η στατιστική εικόνα της περιοχής πρέπει να διατηρείται "ήρεμη". Η παρανομία δεν πατάσσεται· απλώς δεν εμφανίζεται. Το πρόβλημα δεν λύνεται· εξαφανίζεται. Το σημαντικό δεν είναι τι συμβαίνει, αλλά τι δείχνουν οι αριθμοί.
Σε μια δημοκρατία, η δημοσιογραφία δεν είναι απλώς ένας ακόμη θεσμός. Είναι ο καθρέφτης της. Η ποιότητα της ενημέρωσης αποτυπώνει την ποιότητα του δημόσιου διαλόγου. Και όταν αυτός ο καθρέφτης θολώνει -από σκοπιμότητες, εξαρτήσεις ή αδιαφορία-, η εικόνα που επιστρέφει στον πολίτη δεν είναι η πραγματικότητα, αλλά μια παραμορφωμένη εκδοχή της.
Η κατάσταση στους ελληνικούς σιδηροδρόμους δεν είναι απλώς τεχνικά ή οργανωτικά ελλιπής. Είναι το οδυνηρό σύμπτωμα ενός βαθύτερου ελλείμματος: αυτού της ευθύνης. Το τραγικό δυστύχημα στα Τέμπη δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία· ήταν η νομοτελειακή κατάληξη δεκαετιών αμέλειας, ανοχής και λανθασμένων προτεραιοτήτων. Και δεν αρκεί να αναζητήσουμε τις αιτίες μόνο στα κονδύλια ή στις κυβερνήσεις. Το πρόβλημα είναι πιο σύνθετο και πιο βαθύ. Αγγίζει εμάς όλους.
Η εικόνα των δημόσιων χώρων -δρόμοι, πλατείες, παραλίες- γεμάτων με σκουπίδια δεν αποτελεί πια δυσάρεστη εξαίρεση. Έχει μετατραπεί σε μια ανησυχητική κανονικότητα που υποβαθμίζει όχι μόνο την αισθητική της χώρας, αλλά και τη δημόσια υγεία και το φυσικό περιβάλλον. Από τα στενά των πόλεων μέχρι τις ερημικές ακτές, τα απορρίμματα κάνουν την παρουσία τους αισθητή εκεί όπου δεν θα έπρεπε να υπάρχουν.
Πίσω από αυτή την εικόνα, δεν κρύβεται απλώς ένας ελλιπής κρατικός μηχανισμός, αλλά και μια παγιωμένη κοινωνική νοοτροπία. Η ατομική αδιαφορία, η έλλειψη περιβαλλοντικής παιδείας και η απουσία σεβασμού προς το κοινό καλό οδηγούν σε συμπεριφορές που όλοι έχουμε παρατηρήσει – ή, ίσως, κατά στιγμές ανεχτεί:
Η τραγωδία στα Τέμπη δεν είναι απλώς μια εθνική πληγή. Είναι ένας ανελέητος καθρέφτης. Μας αναγκάζει να δούμε κατάματα τις παθογένειες του κράτους μας, αλλά και τον τρόπο που ως κοινωνία αντιλαμβανόμαστε την ευθύνη.
Από την πρώτη στιγμή, το πολιτικό σύστημα –και ιδίως η κυβέρνηση– βρέθηκε στο επίκεντρο της οργής. Σα να οδηγούσε ο ίδιος ο Πρωθυπουργός το τρένο. Σα να καθόταν ο ίδιος στον πίνακα ελέγχου του σταθμού Λαρίσης. Η πολιτική ευθύνη είναι βεβαίως αναγκαία και αναπόφευκτη. Όμως, προκαλεί αγανάκτηση η εκκωφαντική σιωπή γύρω από την ευθύνη εκείνων που πραγματικά βρίσκονταν ή θα όφειλαν να βρίσκονται εκεί. Εκείνων που όφειλαν να γνωρίζουν, να προσέχουν, να προλαμβάνουν. Εκείνων που πληρώνονται πλουσιοπάροχα για να κάνουν αυτό που δεν έκαναν.
Η πρώτη εικόνα της χώρας μας μόλις μπαίνει κανείς από τη Βουλγαρία είναι αποκαρδιωτική: Σκουπίδια στις άκρες των δρόμων, κακοσυντηρημένες εγκαταστάσεις, εγκατάλειψη και μια γενικότερη αίσθηση αδιαφορίας. Καλώς ήρθατε στην Ελλάδα – μια χώρα που διατυμπανίζει ότι ζει από τον τουρισμό.
Κατά τα άλλα, οι κυβερνήσεις μας παρουσιάζουν "στρατηγικά σχέδια" και "αναπτυξιακές πρωτοβουλίες" για να μετατρέψουν την Ελλάδα σε παγκόσμιο τουριστικό προορισμό. Κι εμείς χειροκροτούμε, χωρίς να βλέπουμε ούτε τα αυτονόητα.
Η Αρχαία Ελλάδα χωρίς Έλληνες
Όταν οι πρόγονοι άλλων λαών ζούσαν ακόμη στα δέντρα, οι δικοί μας έθεταν τα θεμέλια του δυτικού πολιτισμού: φιλοσοφία, θέατρο, δημοκρατία, μαθηματικά, επιστήμη, αισθητική. Η ακτινοβολία του αρχαίου ελληνικού πνεύματος ξεπέρασε τα γεωγραφικά του όρια και ταξίδεψε στους αιώνες, διαμορφώνοντας το μέλλον της ανθρωπότητας.
Και όμως, οι φυσικοί τους απόγονοι, εμείς, δεν δείχνουμε να έχουμε καμία πραγματική συνέχεια με εκείνο το πνεύμα.
Κληρονομιά είναι όταν έχεις τα χαρίσματα, ή τουλάχιστον την προίκα (γνώση) των αρχαίων. Εμείς τους έχουμε απλά να τους επικαλούμαστε, ή να τους βάζουμε στις προμετωπίδες των εστιατορίων στο εξωτερικό (Restaurant Sokrates). Όσοι διδάχτηκαν από τους αρχαίους Έλληνες, δημιούργησαν και δημιουργούν πολιτισμούς στα πέρατα της γης και κτίζουν σύγχρονους... Παρθενώνες.