Η Αποτυχία της Κυκλοφοριακής Πολιτικής στην Ελλάδα
Στην Ελλάδα του 2025, το κυκλοφοριακό χάος παραμένει μια ανοιχτή πληγή. Η οδική ασφάλεια ακροβατεί ανάμεσα στην απουσία ελέγχου και στην αποσπασματική νομοθέτηση, ενώ οι πολίτες συνεχίζουν να θρηνούν θύματα στους δρόμους. Και αντί για λύσεις, η Πολιτεία προτιμά να αυξάνει τα πρόστιμα, λες και το πρόβλημα ήταν οικονομικό και όχι θεσμικό.
Ας είμαστε ξεκάθαροι: Η αύξηση των προστίμων δεν συνιστά τιμωρία όταν δεν ελέγχεται η εφαρμογή του νόμου. Είναι απλώς μια λανθασμένη στόχευση, ένα μέτρο χωρίς νόημα σε ένα σύστημα που δεν λειτουργεί. Τι σημασία έχει αν το πρόστιμο για παραβίαση ερυθρού σηματοδότη είναι 700 ή 1.000 ευρώ, όταν δεν υπάρχει κανένας αστυνομικός ή κάμερα για να διαπιστώσει την παράβαση; Όταν ο πολίτης, που διαπίστωσε την παράβαση, δεν μπορεί να το καταγγείλει κάπου!
Οι κυβερνήσεις επαναλαμβάνουν μονότονα το επιχείρημα ότι «δεν μπορούμε να έχουμε έναν αστυνομικό για κάθε πολίτη». Μα φυσικά και όχι. Δεν είναι αυτό το ζητούμενο. Το ζητούμενο είναι να υπάρχει δομή, στρατηγική και τεχνολογική υποστήριξη που να εξασφαλίζει ότι ο νόμος εφαρμόζεται. Ότι οι παραβάσεις εντοπίζονται και έχουν συνέπειες. Με συνέπεια, όχι στην τύχη.
Όμως εδώ εμφανίζεται το πιο βαθύ, το πιο κακοφορμισμένο πρόβλημα: Η νοοτροπία της ίδιας της αστυνομίας. Όχι μόνο η Πολιτεία δεν επενδύει στην πρόληψη, αλλά και το Σώμα δείχνει συχνά πλήρη αδιαφορία για την καθημερινή παραβατικότητα στους δρόμους. Από την κορυφή μέχρι τη βάση, κυριαρχεί μια αντίληψη αποστασιοποίησης: «δεν είναι δική μας δουλειά», «δεν προλαβαίνουμε», «δεν πειράζει, όλοι έτσι κάνουν». Η Τροχαία -υποτίθεται πυλώνας για την οδική ασφάλεια- έχει καταλήξει σε μεγάλο βαθμό απούσα ή επιλεκτικά παρούσα, με τις περιπολίες να είναι σπάνιες, και τις παρεμβάσεις ακόμη πιο σπάνιες.
Η ηγεσία του Σώματος συχνά δεν θέτει προτεραιότητα στην οδική ασφάλεια, ούτε φροντίζει να αξιοποιήσει τα διαθέσιμα τεχνολογικά εργαλεία. Αντί να κινητοποιήσει και να εκπαιδεύσει το προσωπικό, αποδέχεται σιωπηρά τη στασιμότητα. Από την άλλη, σε επίπεδο αστυφυλάκων, η πραγματικότητα είναι αποκαρδιωτική: πολλοί δείχνουν απροθυμία να εμπλακούν, προτιμούν την ευκολία του γραφείου ή την «ασφαλή» τυπολατρία, και αποφεύγουν τις συγκρούσεις με τους παραβάτες οδηγούς.
Στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, η αστυνόμευση βασίζεται στη συστηματικότητα, την εργατικότητα και την οργάνωση. Ούτε εκεί έχουν έναν αστυνομικό για κάθε πολίτη, αλλά τα καταφέρνουν. Δεν χρειάζεται να περιπολούν χιλιάδες αστυνομικοί. Υπάρχουν τόσα μέσα ελέγχου, αρκεί να τα χρησιμοποιεί η αστυνομία και να μην τα αφήνει στα ερμάρια του αποθηκάριου. Χρειάζεται πρόληψη, αξιοπιστία και –κυρίως– διάθεση. Όταν αυτή η διάθεση απουσιάζει από το ίδιο το Σώμα, δεν υπάρχει κανένα πρόστιμο που να μπορεί να επιβάλει τάξη.
Η αύξηση των προστίμων χωρίς εφαρμογή των νόμων δεν είναι αποτροπή, δεν είναι πρόληψη, δεν είναι τιμωρία. Είναι απλώς μια ακόμη προσπάθεια εντυπωσιασμού, μια μετάθεση ευθύνης από το κράτος προς τον πολίτη. Μια εύκολη πρόταση λύσης σε ένα βαθιά σύνθετο πρόβλημα.
Η λύση βρίσκεται στην καθημερινή, διαρκή, ορατή και αόρατη παρουσία του κράτους στο οδικό δίκτυο. Στην τεχνολογία, στην εκπαίδευση, στην πραγματική πολιτική βούληση, αλλά και στην ηθική και επαγγελματική αναβάθμιση του ίδιου του Σώματος της Αστυνομίας. Χωρίς μια κουλτούρα ευθύνης και ενεργητικής παρέμβασης από τους ανθρώπους που φορούν τη στολή, κανένα μέτρο δεν θα είναι αποτελεσματικό. Κι όσο αυτά απουσιάζουν, τα πρόστιμα –όσο υψηλά κι αν είναι– δεν θα σταματήσουν κανέναν από το να τρέχει, να προσπερνά, να περνάει με κόκκινο. Αντιθέτως, θα συνεχίσουν να αποδεικνύουν πόσο εκτός πραγματικότητας βρίσκεται η ελληνική πολιτεία και πόσο βαθιά ριζωμένη είναι η απάθεια εκείνων που θα έπρεπε να επιβάλλουν τον νόμο.