Μια πικρή αλήθεια πίσω από την «παράδοση»
Η φέτα αποτελεί ίσως το πιο εμβληματικό ελληνικό τρόφιμο. Όχι απλώς τυρί, αλλά στοιχείο πολιτιστικής ταυτότητας. Από το 2002 φέρει τη σφραγίδα ΠΟΠ (Προστατευόμενη Ονομασία Προέλευσης) της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κάτι που υποτίθεται ότι διασφαλίζει τη γνησιότητά της: Τοπική παραγωγή, παραδοσιακές πρακτικές, αυτόχθονες φυλές, φυσική διατροφή.
Η πραγματικότητα, όμως, είναι λιγότερο «παραδοσιακή» απ’ όσο θα ήθελε ο καταναλωτής να πιστεύει. Κι αυτό που αποκαλύπτεται, γεννά ένα εύλογο ερώτημα: Πόσο «γνήσια» είναι τελικά η φέτα ΠΟΠ που καταναλώνουμε;
Οι ευρωπαϊκοί κανονισμοί προβλέπουν αυστηρές προδιαγραφές για τη φέτα ΠΟΠ. Το γάλα πρέπει να προέρχεται αποκλειστικά από ντόπια πρόβατα και κατσίκια, εκτρεφόμενα στις καθορισμένες γεωγραφικές περιοχές (Θεσσαλία, Ήπειρος, Μακεδονία, Στερεά Ελλάδα, Πελοπόννησος, Λέσβος). Η εκτροφή οφείλει να γίνεται με παραδοσιακό τρόπο, με ελευθέρα βόσκηση και τοπική χλωρίδα να παίζουν καθοριστικό ρόλο στην ποιότητα του γάλακτος.
Ωστόσο, η πλειονότητα των ζώων που παράγουν σήμερα το γάλα της φέτας δεν είναι ελληνικής καταγωγής, ούτε ζουν ελεύθερα στα ελληνικά βουνά και λιβάδια. Είναι γαλλικά πρόβατα φυλής Lacaune, υψηλής γαλακτοπαραγωγής, που εκτρέφονται κυρίως σταβλισμένα και συχνά σιτίζονται με εισαγόμενες ζωοτροφές.
Η φυλή Lacaune είναι διάσημη για τη συμμετοχή της στην παραγωγή του γαλλικού Roquefort – και πλέον έχει εγκατασταθεί και στον ελληνικό κάμπο. Προσφέρει πολλαπλάσια ποσότητα γάλακτος σε σχέση με τις ντόπιες φυλές. Έτσι, πολλές ελληνικές κτηνοτροφικές μονάδες έχουν στραφεί σε αυτή, προκειμένου να αυξήσουν την αποδοτικότητα και τα έσοδά τους.
Αλλά σε ποιο βαθμό αυτή η αλλαγή είναι συμβατή με την έννοια του ΠΟΠ;
Οι ευρωπαϊκές προδιαγραφές είναι ξεκάθαρες. Η χρήση εισαγόμενων φυλών που δεν είναι ιστορικά συνδεδεμένες με την περιοχή ακυρώνει την ουσία της ονομασίας προέλευσης. Το ίδιο ισχύει και για τις συνθήκες διαβίωσης και διατροφής των ζώων.
Θεωρητικά, οι αρμόδιοι φορείς -όπως ο ΕΛΓΟ-ΔΗΜΗΤΡΑ στην Ελλάδα- οφείλουν να διενεργούν τακτικούς ελέγχους, πιστοποιώντας ότι η φέτα που φτάνει στο ράφι πληροί τις προϋποθέσεις. Στην πράξη, όμως, οι έλεγχοι αυτοί δεν είναι επαρκείς, ούτε εμβαθύνουν στη γενετική ταυτότητα των κοπαδιών ή στην πραγματική τους διατροφή.
Έτσι, προϊόντα που δεν πληρούν τις ουσιώδεις προϋποθέσεις ΠΟΠ καταλήγουν να φέρουν τη σφραγίδα της γνησιότητας, με τη σιωπηρή ανοχή της πολιτείας και την άγνοια του καταναλωτή.
Η εκτεταμένη χρήση γαλλικών προβάτων και σταβλισμένων πρακτικών δεν είναι απλώς θέμα τεχνικής συμμόρφωσης. Απειλεί να ακυρώσει την πολιτιστική αξία της φέτας, να υποβαθμίσει τη μοναδικότητα του ελληνικού προϊόντος και να εκθέσει τη χώρα σε εμπορικές και νομικές προσφυγές, ιδίως από ανταγωνίστριες χώρες.
Πέρα από όλα αυτά, υπάρχει και το ηθικό ερώτημα: Έχει δικαίωμα ο καταναλωτής να γνωρίζει ότι αυτό που αγοράζει ως "φέτα ΠΟΠ" δεν αντανακλά πλέον την παραδοσιακή πρακτική, αλλά μια προσαρμογή στις ανάγκες της μαζικής παραγωγής;
Η διατήρηση της αξίας του ΠΟΠ δεν είναι τυπικό ζήτημα ελέγχων. Είναι υπόθεση πολιτισμού και αγροδιατροφικής ηθικής. Αν δεν στηριχθούν οι μικροί παραγωγοί που διατηρούν τις ελληνικές φυλές και τις πρακτικές βοσκής (αν και όσοι μπορεί να υπάρχουν ακόμη), αν δεν τεθούν σαφή όρια στη χρήση εισαγόμενων ζώων, αν δεν ελεγχθεί η διατροφή των κοπαδιών, τότε η φέτα κινδυνεύει να γίνει ένα ακόμα τυρί λευκής μάζας με ελληνικό όνομα.
Γιατί τότε η ερώτηση δεν θα είναι αν έχουμε φέτα ΠΟΠ, αλλά αν θα έχουμε φέτα γενικά.
Χρήστος Ξηρομερίτης