Η κατάσταση στους ελληνικούς σιδηροδρόμους δεν είναι απλώς τεχνικά ή οργανωτικά ελλιπής. Είναι το οδυνηρό σύμπτωμα ενός βαθύτερου ελλείμματος: αυτού της ευθύνης. Το τραγικό δυστύχημα στα Τέμπη δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία· ήταν η νομοτελειακή κατάληξη δεκαετιών αμέλειας, ανοχής και λανθασμένων προτεραιοτήτων. Και δεν αρκεί να αναζητήσουμε τις αιτίες μόνο στα κονδύλια ή στις κυβερνήσεις. Το πρόβλημα είναι πιο σύνθετο και πιο βαθύ. Αγγίζει εμάς όλους.
Η παιδεία, με την ευρεία της έννοια -ως αντίληψη ευθύνης, ως σεβασμός στον κοινό χώρο, ως πίστη στη θεσμική λειτουργία- φαίνεται πως στη χώρα μας δεν λειτούργησε. Το δημόσιο αγαθό αντιμετωπίζεται συχνά ως κάτι ξένο, απρόσωπο, που δεν μας αφορά. Η έννοια της ατομικής συνεισφοράς χάνεται σε μια γενικευμένη κουλτούρα αποποίησης. Και όταν η ευθύνη δεν γίνεται εσωτερική στάση, τότε κανένα σύστημα ασφαλείας δεν αρκεί.
Από την άλλη πλευρά, και στο εσωτερικό του ίδιου του οργανισμού, η πραγματικότητα ήταν -και σε μεγάλο βαθμό παραμένει- προβληματική. Όταν η επαγγελματική ευσυνειδησία υποχωρεί απέναντι στη ρουτίνα, όταν η απουσία αξιολόγησης συγκαλύπτεται από συντεχνιακή αλληλεγγύη, όταν η αμέλεια αντιμετωπίζεται ως “ανθρώπινο λάθος” χωρίς συνέπειες, τότε το σύστημα απλώς συνηθίζει να λειτουργεί… χωρίς να λειτουργεί.
Αυτό το τοπίο δεν διαμορφώθηκε τυχαία. Η πολιτική ρητορική που συστηματικά χαϊδεύει συντεχνιακά ακροατήρια, υποσχόμενη τα πάντα στους πάντες, έπαιξε τον ρόλο της. Ο λαϊκισμός, σε κάθε του μορφή, διαβρώνει αργά αλλά σταθερά κάθε έννοια αξιοκρατίας και ευθύνης. Όταν η πολιτική διαχείριση υπακούει στην ανάγκη «να μη δυσαρεστήσει κανέναν», τότε η προτεραιότητα μετατοπίζεται: όχι στην ασφάλεια, αλλά στην ισορροπία συμφερόντων.
Η έλλειψη ελέγχου, η απουσία κυρώσεων, η ανοχή σε παραλείψεις, όλα αυτά συνθέτουν ένα καθεστώς σιωπηρής ατιμωρησίας. Και όσο κανείς δεν αναλαμβάνει ευθύνη, όσο τίποτα δεν αλλάζει επί της ουσίας, τόσο τα φαινόμενα θα επαναλαμβάνονται. Με νέα πρόσωπα, σε διαφορετικό σταθμό, αλλά στο ίδιο μοτίβο.
Ο σιδηρόδρομος δεν είναι πολυτέλεια. Είναι βασική υποδομή. Είναι δείκτης πολιτισμού, ασφάλειας, αξιοπιστίας. Όμως πριν μιλήσουμε για επενδύσεις, για νέα δίκτυα και για σύγχρονα κέντρα ελέγχου, πρέπει να μιλήσουμε για αλλαγή νοοτροπίας. Γιατί ένα τεχνολογικά προηγμένο σύστημα, όταν στερείται πλαισίου ευθύνης, καταλήγει να λειτουργεί επικίνδυνα.
Τι χρειάζεται να γίνει:
- Αναβάθμιση της εκπαίδευσης με επίκεντρο την επαγγελματική ευθύνη.
- Σαφή και αξιοκρατικά κριτήρια αξιολόγησης του προσωπικού.
- Περιορισμό των πελατειακών αντανακλαστικών, τόσο πολιτικά όσο και συνδικαλιστικά.
- Αποκατάσταση του κύρους των ελεγκτικών μηχανισμών.
Η αλλαγή αυτή δεν θα έρθει με ευκολία. Αλλά αν δεν προχωρήσει, τότε η χώρα θα συνεχίσει να λειτουργεί σε μια τροχιά θλίψης και αγανάκτησης, καταδικασμένη να διαπιστώνει τα ίδια πράγματα εκ των υστέρων. Και αυτή η κανονικότητα -του θρήνου και της ακινησίας- δεν αξίζει σε καμία σύγχρονη ευρωπαϊκή κοινωνία.